Ο Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παν/μιου Αθηνών
Το ερώτημα απλό και σαφές: όλοι οι άνθρωποι θεωρούνται καλοί μέχρι ν’ αποδειχθεί το αντίθετο, ότι δηλαδή ήσαν κακοί και όλοι οι άνθρωποι θεωρούνται ακίνδυνοι μέχρι ν’αποδειχθεί το αντίθετο, δηλαδή ότι τελικά ήσαν επικίνδυνοι;
Αυτή η διχογνωμία θεμελιώνεται σε μία άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ‘’κατά φύσιν αγαθός’’ αλλά τους χαλάει η κοινωνία σε αντιδιαστολή με μιάν άλλη εκδοχή ότι ο άνθρωπος είναι lupus αλλά η κοινωνία τον εξημερώνει και διοχετεύει την εγγενή επιθετικότητά του σε κοινωνικά πρόσφορες δράσεις.
Δεν γνωρίζω ποιάν απάντηση δίνουν στο παραπάνω δίλημμα οι βιολόγοι, οι κυτταρολόγοι, οι γενετιστές του DNA καθώς και οι λοιποί συναρμόδιοι της υλικής ουσίας του ανθρώπου. Οι απόψεις των θεολόγων είναι γνωστές αφού υποστηρίζουν ότι “ο κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν” άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι από γεννησιμιού του, δηλαδή “από κατασκευής”, καλοκάγαθος.
Οι ψυχολόγοι και οι ψυχαναλυτές διατυπώνουν άλλες απόψεις σχετικές με το Εγώ, το Υπερ-Εγώ, το Εκείνο, περί του ασυνειδήτου και του προσυνειδητού, περί των ορμεμφύτων και των απωθημένων. Οι κοινωνιολόγοι από τη μεριά τους ασχολούνται με τις αξίες, τις κουλτούρες, την εκμάθηση συμπεριφορών και τις νόρμες, ενώ οι ποινικολόγοι πολύ λίγο ενδιαφέρονται για την antedelictum κατάσταση (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) και ρίχνουν όλο το βάρος στην ποιότητα της εγκληματικής πράξης, από την οποία βγάζουν συμπεράσματα για την ποιότητα του δράστη.
Το ζήτημα είναι τί ακριβώς λένε οι εγκληματολόγοι και ιδίως πώς συνδυάζουν την παρέκκλιση, την εκτροπή, την απόκλιση με την επικινδυνότητα.
Είναι γνωστό ότι “η επικινδυνότητα συνιστά έναν επικίνδυνο όρο” (thedangerousness of dangerousness), κυρίως στις περιπτώσεις που η κρίση του ειδικού ή του δικαστή θολώνει το τοπίο -λόγω πολιτικών, ιδεολογικών, κοινωνικών προκαταλήψεων- και ο ποινικός έλεγχος κατισχύει της επιστημονικής εκτίμησης κινδύνων. Η πίεση της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ για την παραδειγματική τιμωρία ενός “αδίστακτου/ειδεχθούς” εγκληματία, οι εμμονές πολλών ειδικών για μόνιμη ψυχοπνευματική διαταραχή και η αμηχανία των δικαστηρίων να διατάξουν “εγκληματολογική πραγματογνωμοσύνη”, όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν όμως την πιθανότητα ύπαρξης δραστών με ιδιαίτερα ακραία επιθετικά χαρακτηριστικά. Ακόμα και στις υποθέσεις που αυτές οι περιπτώσεις προσωπικοτήτων και συμπεριφορών δεν εντάσσονται στο πεδίο του ποινικού ελέγχου τούτο δεν σημαίνει ότι δεν αποτελούν παράγοντα κοινωνικής αποστασιοποίησης από το ίδιο το περιβάλλον τους.
Δεν αμφισβητώ την “κατασκευή βίαιων κι επικίνδυνων εγκληματιών” από τις διωκτικές/δικαστικές αρχές. Δύσκολα όμως μπορεί ν’ αποδεχτεί κάποιος ότι αυτές οι διαδικασίες στιγματισμού βασίζονται στο απόλυτο κενό, δεν έχουν δηλαδή δοθεί από την πλευρά του δράστη ενδείξεις, αν όχι και αποδείξεις, σκληρής, απάνθρωπης ή βάρβαρης συμπεριφοράς απέναντι σε συνάνθρωπό του.
Μολονότι τις περισσότερες φορές η ψυχιατρική προσέγγιση προηγείται (ή και επικυριαρχεί), η εγκληματολογική πραγματογνωμοσύνη προφανώς δεν αρκείται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (modus operandi κ.λπ.) ή την εγκληματογενή κατάσταση τέλεσης εγκλημάτων δι-αντίδρασης με το θύμα, αλλά επιδιώκει “να διαβάσει” τον ψυχισμό του δράστη και να διαγνώσει τους λόγους σώρευσης τόσου “κακού” μέσα του. Βέβαια τα ορατά σημεία δεν λένε πάντοτε την αλήθεια για το λανθάνον μέρος της ιστορίας (προθέσεις και διαθέσεις). Η εγκληματική ικανότητα (της κακιάς στιγμής) και η κοινωνική προσαρμοστικότητα της συμβίωσης χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης, πέραν των όποιων πρώτων εντυπώσεων.
Το έχω ξαναγράψει κι επιμένω σ’αυτή την άποψη.
Πιστεύω ότι είναι εξίσου λάθος να χαρακτηρίζει το Κράτος ως επικίνδυνους εγκληματίες τους πολιτικούς, ιδεολογικούς ή κοινωνικούς του αντιπάλους με το να ευλογούν ή να ανέχονται οι διάφοροι militant διανοούμενοι οποιαδήποτε αντικοινωνική ή εγκληματική συμπεριφορά στο όνομα ενός αντιεπιστημονικού αντικρατισμού.
Σε κάθε περίπτωση το υπολανθάνον επικίνδυνο “των ακίνδυνων ανθρώπων” δεν αίρει το (ενδεχομένως) αξιόποινο και δεν καλλιεργεί το ακίνδυνο των φανερά “επικίνδυνων ανθρώπων”. Η εκδίκηση απέναντι στο νεωτερικό μοντέλο του ορθο-λογικού ανθρώπου δεν επιτρέπεται να είναι το μετανεωτερικό μοντέλο του “διαφορετικού” ανθρώπου, ο οποίος εν είδει οιονεί-ακαταλόγιστου δικαιούται να πράττει τα πάντα δίχως νομικά όρια και προσωπική ευθύνη.
* Εικόνα άρθρου: Φωτογραφία από Nika Akin από το Pixabay
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. From: crimetimes.gr
The article expresses the views of the author
iPorta.gr
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Στ. Αλεξιάδης, Εγκληματολογία, Ε’ έκδοση, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 2011
2.Athens, H. Lonnie, The creation of dangerous violent criminals, Routledge, London/NY 1989
3.Barbier, Dominique (dir.) La dangerosité-approche pénale et psychiatrique, Privat, Toulouse 1991
4.Γασπαρινάτου, Μαργ. Επικινδυνότητα: η διαδρομή μιάς “επικίνδυνης” κατασκευής, Τόπος 2020
5.Conrad, P.John, The dangerous and the endangered, Lexington Books, D.C.Health and Co., Toronto 1985
6.Δημόπουλος, Χ. Η προεγκληματική επικινδυνότητα και τα μέτρα αντιμετώπισής της, Α. Σάκκουλας 1988
7.Floud, Jean- Young Warren, Dangerousness and criminal Justice, The Heinemann Library of Criminology and Penal reform, London 1981
8.Hamilton, R.John-Freeman Hugh, Dangerousness: psychiatric assessment and management, Gaskell, Τhe Royal college of psychiatrists, London 1982
9.Πανούσης, Γ. Η επικινδυνότητα, Ανάλεκτα ,Διογένης 1981, 117-138
10.Πανούσης, Γ. Επικινδύνως ακίνδυνοι ή ακινδύνως επικίνδυνοι;, Έγκλημα και κοινωνία 1/1987,17-21
11.Πανούσης, Γ. Η εγκληματολογική πραγματογνωμοσύνη, Ποινικολόγος 6/2001, 2605-2612