Editorial

“Πονάμε όσοι αγαπάμε…”. Τα πάρτυ της ζωής μας, της Ωραιοζήλης (Τζίνας) Δαβιλά-Δαμασκηνού

Spread the love

Ωραιοζήλη (Τζίνα) Δαβιλά -Δαμασκηνού

 

& PANE DI CAPO ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ- ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ

Catering-Συνέδρια-Γάμοι-Βαπτίσεις-Εκδηλώσεις

Απ.Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στ.Διαγόρας)-Ρόδου-Λίνδου (ΙΚΑ)-Λεωφ.Κρεμαστής-Πηγές Καλλιθέας (Μάϊος-Οκτώβριος)

Ελάτε να σας πάρω από το χέρι. Για μια βόλτα τριανταπέντε σαράντα χρόνια πίσω.

Ναι σε εσάς απευθύνομαι, τους σαράντα πέντε φεύγα…

Τους νεότατους. Το εννοώ. Οι κάτω των σαρανταπέντε είστε ακόμη μωρά.  Αλλά σας θέλουμε κι εσάς κοντά μας. Να σας δείξουμε πώς περάσαμε εμείς οι νέοι και οι λιγότερο νέοι, δηλαδή οι εβδομήντα φεύγα…

Το ραδιόφωνο δεν σταματούσε ποτέ. Είχαμε και τα πικ – απ με τη βελόνα που καθαρίζαμε επισταμένα για να γλιστρά στις αυλακιές των δίσκων βινυλίου χωρίς να ακούγεται το ενοχλητικό χρατς χρατς και το ειδικό βουρτσάκι, το βελούδινο σε θήκη μαξιλαράκι, για να καθαρίζουμε απαλά τους δίσκους. Είχαμε και τις κασέτες εξηντάρες ή ενενηντάρες που είχαν δυο πλευρές και χωρούσαν πολλά τραγούδια. Συνήθως τις παραγγέλναμε σε δισκοπωλεία και οι επαγγελματίες χρειάζονταν λίγες ημέρες για να τις ετοιμάσουν αφού τους δίναμε σ’ένα χαρτί τη λίστα των τραγουδιών που θέλαμε. Το ραδιόφωνο δεν σταματούσε να παίζει ποτέ και αγαπημένη ασχολία των εφήβων της εποχής ήταν τα ηχοσυστήματα, που αλλιώς τα λέγαμε “συγκροτήματα”. Ηχεία τεράστια με ολοκληρωμένο το σύστημα από πικ-απ, ενισχυτή, κασετόφωνο και ραδιόφωνο, όλα ξεχωριστά κομμάτια. Τα πάρτυ που κάναμε είχαν ιεροτελεστία. Η μουσική ήταν στη διαπασών και κανείς μα κανείς απ΄τους γείτονες δεν διενοείτο να μας “τη χαλάσει”. Ήξεραν ότι γίνονταν σαββατόβραδα από τις 8 και μετά και πήγαινε μέχρι τις δύο ή τρεις τα ξημερώματα. Το συγκλονιστικό ήταν που όλοι περνούσαν καλά. Οι μαμάδες μας έφτιαχναν ταψιά από πίτσες, τυροπιτάκια, λουκανοπιτάκια και σπανακοπιτάκια τουλάχιστον, πορτοκαλάδες, spite, seven up και coca-cola υπήρχαν στον μπουφέ, δηλαδή στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας και λίγα ποτά, συνήθως μπύρες, καθώς ο στόχος δεν ήταν το ποτό, αλλά ο χορός. Και γινόταν το έλα να δεις!

Τα πάρτυ γίνονταν συχνά. Κάθε δεκαπέντε ημέρες ή τρεις εβδομάδες. Εκ περιτροπής. Όποιος είχε το χώρο, το “συγκρότημα” και την ευγενική παραχώρηση των γονέων, έδινε πρόσκληση, σε καρτούλα ή προφορική. Και ήταν αρκετοί οι γονείς που δέχονταν τα πάρτυ της ζωής μας. Γιατί έλεγχαν τις παρέες των παιδιών τους, έλεγχαν και τα φώτα όταν χαμήλωναν στα μπλουζ για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα και να σφιχταγκαλιστούν τα ζευγαράκια και τα άναβαν κάπως απότομα ή πιο διακριτικά, αν το παρακάναμε.  Η αμηχανία πήγαινε σύννεφο στις φωταψίες, αλλά την ξεπερνούσαμε πάραυτα γιατί χορεύαμε ασταμάτητα και όλα τα είδη μουσικής: ξένα, ελληνικά, σέικ, ροκ εν ρολ, ροκ, ό,τι κυκλοφορούσε και ακουγόταν στο ραδιόφωνο. Στο τσακίρ κέφι παίζαμε και κάνα τσάμικο και κοπίαζαν στην παρέα μας και οι γονείς συμμετέχοντας και καμαρώνοντας ιδιοτύπως τα βλαστάρια τους και τους φίλους τους. Και οι βραδιές έκλειναν με πολλά “μπράβο, λεβέντες και λεβέντισσες και καλή πρόοδο”. 

“Μπαμπά, το Σάββατο κάνει πάρτυ η Χαρούλα ή η Βέρα ή η Βούλα ή ο Νικολέτα με τον Μιχάλη ή ο Σταύρος ή η Στέλλα ή ο Χρήστος ή ο Λευτέρης ή…., να πάω;”. “Πάλι πάρτυ; ΟΧΙ”, απαντούσε αγέλαστα. “Γιατί;”, ρωτούσα. “Άλλη δουλειά δεν έχετε;”, έλεγε κοιτώντας με με απορία. “Πεσ’του, ρε μαμά, αμάν αυτός ο άνθρωπος…”, απευθυνόμουν στην οικογενειακή πυροσβέστη για να πάρει θέση. “Αφού στο τέλος θα την αφήσεις να πάει, γιατί δεν της το λες από την αρχή;”, έλεγε η μανούλα στον μπαμπά. “Γιατί ΑΥΤΗ είναι η πέτρα του σκανδάλου. Η  κόρη μας τους ξεσηκώνει κάθε εβδομάδα”.  “Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα”, τον κατακεραύνωνε η μανούλα μου και το θέμα θεωρείτο λήξαν. Διότι ο μπαμπάς μου ήτο δεινός χορευτής, από τσάμικο μέχρι ροκ εν ρολ, και πολυβραβευμένος στα πάρτυ της δεκαετίας του ’60 όπου το έπαθλο ήταν δισκάκια βινυλίου. 

Οι έλληνες τραγουδιστές της εποχής των πάρτυ της ζωής μας ήταν εκτός από τους κλασικούς – Διονυσίου, Μαρινέλλα, Πουλόπουλο, Καζαντζίδη – ο Γιάννης Κατέβας, ο Δάκης, ο Σταύρος Ζώρας, η Χριστιάννα, η Λίτσα Διαμάντη, η Βίκυ Λέανδρος, οι Ολύμπιανς, ο Κώστας Τουρνάς, οι Τσαρμς, οι Poll, ο Γιάννης Πάριος με τα ερωτικά του, ο Θέμης Αδαμαντίδης.

Ερωτευόμασταν αγνά, αφτιασίδωτα, ίσως ενοχικά και πολύ ρομαντικά. Δεν υπήρχαν κάτασπρες εντυπωσιακές οδοντοστοιχίες στα χαμόγελά μας, ίσως κάποιοι με δόντια σαν του Γκούφυ να φορούσαν σιδεράκια, δεν βάζαμε ψεύτικες βλεφαρίδες, δεν είχαμε αποτριχωμένα πόδια σε άνδρες και γυναίκες, αλλά υπήρχε πολύ συναίσθημα, ξεχειλίζαμε από συναίσθημα. Και εμάς τους νέους, των σαρανταπέντε φεύγα και τους λιγότερο νέους των εβδομήντα φεύγα, αυτό μας έσωσε και εξακολουθεί να μας σώζει σε τούτους τους “δίσεκτους καιρούς” με τον αλλόφρονα Τούρκο, τον θεόμουρλο Τράμπ και τον εχθρικό κορονοϊό. Αν δεν είχαμε χορτάσει αγκαλιές, αγάπες και φίλους, θα είχαμε όλοι παραφρονήσει.

Εσείς, επομένως, οι πολύ πολύ νέοι, οι σχεδόν μωρά των σαρανταπέντε και κάτω, μην το βάλετε κάτω, γιατί η ζωή σας χρωστά πολλά. Κάντε υπομονή, αργά ή γρήγορα η Επιστήμη θα εξαλείψει τον κορονοϊό και θα πάρετε την πεταλιά της ζωή σας αλλιώς: με πολλές αγκαλιές, φιλιά, έρωτες αυθεντικούς και αγάπες βαθιές και δυνατές που να συγκλονίζουν την ύπαρξή σας. Γιατί έτσι πρέπει να αγαπάτε. Βαθιά και δυνατά. Κι ας το παρακάνετε. Η έλλειψη είναι αναπηρία. Και κάπου – κάπου χορέψτε κι εκείνα τα μπλουζ των πάρτυ της ζωή μας.

Σαν αυτό. “Πονάμε, όσοι αγαπάμε γιατ’ η χαρά μες τη ζωή είν’ακριβή”. Είναι μια κάποια αρχή για να εξαλείψουμε κάθε συναισθηματική αναπηρία.

Καλό Σεπτέμβριο, εκλεκτές και εκλεκτοί.

1.9.2020

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Αποστολή στο Κόσσοβο: πατριωτισμός ή χρήμα;, της Τζίνας Δαβιλά
Στο ύψος μιας δυσκολότατης περίστασης, της Τζίνας Δαβιλά
Κουτσοφλέβαρος: ο “πόλεμος” και ο χαρτοπόλεμος, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.