Sunday, Dec 22, 2024

Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο ποιητής θυμάται, του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση

10392588_641221322646411_639374329633812692_n.jpg

 

Ο ποιητής θυμάται. Νυχτερινό τοπίο. Δύο κόσμοι.

Η συννεφένια γεωμετρία που οδηγεί σε μη ευκλείδειους στοχασμούς. Κι ο έρως μέσα στο πιο γνήσιό του ένδυμα. Αυτό του απόντος. Ο ποιητής θυμάται. Το σώμα θυμάται. Το ρίγος διαπερνά το πεπερασμένο του κειμένου και γεννά την πολυσημία. Έτσι που η Ρόζα να θολώνει. Κι από κορίτσι να περνά στο επίπεδο της ιδέας. Κι από ιδέα να κατακρημνίζεται σε πληθυντικούς μιας διυποκειμενικής παρανάγνωσης. 

Σ’ αυτή την πολεοδομική της οδύνης, η γραφή από βιογραφική μετακυλίεται στα αβέβαια (αυτοαναφορικά πάντοτε και για εκείνον αλλά και για τον αναγνώστη) ερέβη του διάκενου. Ο μεν αναγνώστης θα χαθεί στον κατοπτρικό του μικρόκοσμο. Ο ποιητής –από την άλλη- θα κρατήσει τον κομμένο μίτο για τον ίδιο. Ο μινώταυρος πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, θα έχει τον ρόλο της κεντρομόλου. Είτε ως εφιάλτης είτε ως ρυθμιστής. Το ίδιο απόκοσμος όσο και καθαρά σάρκινος. 

Η Ιοκάστη –εδώ- έχει μια συμπεριληπτική λειτουργία. Κι αποδεικνύει –με μαθηματική ακρίβεια και σε όλο του το μεγαλείο- το τραγικό. Την πηγή της οδύνης. Που δεν είναι η ίδια η έλλειψη. Αλλά οι σημασίες που εμείς της δίνουμε. Δηλαδή, η ανάμνηση. Θυμάμαι θα πει: ανακαλώ έναν μεταμφιεσμένο μου θυμό. Κι αυτή η μεταμφίεση (σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι μόνο το ποιητικό εσύ, αλλά και το ίδιο το ποίημα) είναι η λογοκλόπος έμπνευση της επιβίωσης. 

Σας παρουσιάζω σήμερα το ποίημα ενός νέο ποιητή, του Παναγιώτη Ρώνη, που κάνει τα πρώτα του βήματα σ’ αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο αστερισμό. Του ευχόμαστε ούριο άνεμο.

Η Ρόζα- Παναγιώτης Ρώνης

Η νύχτα περνά.

Τα σύννεφα κυλούν σχηματίζοντας μορφές δαιμόνων.

Η ώρα είναι δέκα το βράδυ ενός θλιβερού χειμώνα.

Σβήνω το τσιγάρο και σκέφτομαι ήδη το επόμενο.

Σκέφτομαι κατά ποιο τρόπο και αν πάρω την επόμενη μου ανάσα.

Σκέφτομαι εσένα και τις λιακάδες καταμεσής ενός άλλου θλιβερού χειμώνα.

Είχαμε όμως τις λιακάδες.

Είναι δέκα και τα παραθυρόφυλλα κλειστά.

Σκέφτομαι πως τα βράδια κοιμάσαι ήσυχη πια χωρίς να ανάβεις ευλαβικά τα κεριά σου.

Αμφισβητώ πως δεν με σκέφτεσαι και εγώ γιατί να ανοίξω τα μάτια μου;

Για να δείτε το λευκό τους;

Φοβάμαι πως έχει απομείνει μόνο το λευκό.

Θυμάμαι τα χείλη σου και τα σγουρά σου μαλλιά.

Τις ξανθές σου τούφες.

Διάολε!

Τα φιλιά σου με κατάπιναν ολόκληρο.

Ήταν σαν να είχα ψυχή και η αλήθεια είναι πως πονούσα.

Μου άρεσε όμως.

Αγάπη είναι να βγάζεις τα μάτια σου με τα ίδια σου τα χέρια σαν τον Οιδίποδα.

Αυτός διέπραξε έγκλημα καθότι ερωτευμένος με την μάνα του και εγώ με κάποια που μοιάζει

στη δική μου.

Θυμάμαι να σε δαγκώνω κάτω από τα σκεπάσματα.

Θυμάμαι να προσπαθώ να σου κλέψω δύο λέξεις.

Κάτω από τα σκεπάσματα του θλιβερού χειμώνα, μου έλεγες τα πιο απόκρυφα σου μυστικά και

πως σου άρεσε να σε δαγκώνω, καθώς τα σώματα μας μάθαιναν δειλά δειλά ακόμη ,

το ένα το άλλο.

Σου είπα να μην με μαλώνεις όταν αμφιβάλλω.

Η αμφιβολία γέννησε την ερώτησή και αυτή την γνώση.

Η γνώση με την σειρά της, το προπατορικό αμάρτημα.

Όλα αυτά, έργο του πιο όμορφου αγγέλου που εγώ είμαι δέσμιος μα και δεσμώτης του.

Όπου έρωτας και αμφιβολία.

Όπου πάθος και ζήλεια.

Καθόμασταν αντικριστά.

Ακούγαμε μουσική, καπνίζαμε και ταξιδεύαμε.

Τα φράγκα λίγα αλλά μου έκανες παρέα.

Ταξιδεύαμε τα βράδια μαζί ως στις γωνίες της γης όπου χορεύουν αυτόν τον πρωτόγονο χορό.

Η σκούφια τους κρατάει από την εποχή της γέννησης.

Ο άνθρωπος εκστασιασμένος και δίχως να έχει καταλάβει το γιατί, χάνονταν στους ρυθμούς της

Γαίας.

Σε δάγκωσα αλλά έλεγες πως σου αρέσει και εγώ πονούσα.

Με τα τραγούδια τους αποτυπώνουν όλη τους την ιστορία.

Συσσωρευμένη στα κλειδιά του ήχου.

Εγώ σε ήθελα ακατέργαστη όπως την πρώτη φορά που σε είδα.

Ήσουν με κάποιον άλλο.

Σε κοιτούσα, το κατάλαβες, χαμογέλασες και κοίταξες αλλού ενώ ξεθύμανες ένα τσιγάρο.

Οι αναμνήσεις δεν με λυπούνται.

Δεν με σέβονται.

Έρχονται ενώ ταξιδεύω και έχω φτάσει πραγματικά μακριά.

Δεν με λυπούνται καθόλου.

Με πυρωμένα ναύλα αγόρασα ταξίδι και χάραξα την πορεία μου.

Μέχρι που ήρθε η στιγμή και έγινα σκόνη, ξοδεύτηκα, σκορπίστηκα.

Πήγα.

Πήγα και στις σκοτεινές γωνίες των πόλεων όπου εκεί οι Ιοκάστες, μόνες πια, μεγαλώνουν τα

παιδιά τους.

Με άρπαξες από την καθημερινότητα και η καριόλα δεν μου λείπει.

Τώρα πια καταλαβαίνω πως ο έρωτας για την ζωή είναι μια σχέση εξάρτησης.

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Λεωφορεία χωρίς προορισμό, του Δημήτρη Κατσούλα
Ένδον, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Τώρα που είναι ακόμα νωρίς, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.