Ζώντας στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο της ψυχρότητας και της υπαγωγής των πάντων σε αριθμούς και σύμβολα, επόμενο είναι να διατηρούμε τις αποστάσεις μας τις μακρινές, να μην αγκαλιαζόμαστε προκειμένου να μένουμε ασφαλείς επιλέγοντας τις περισσότερες φορές να χρησιμοποιούμε το messenger για επικοινωνία μας. Μέσω αυτού στέλνουμε φωτογραφίες τα καλοχτενισμένα ή και ανέμελα μαλλιά μας, τα νύχια μας, τα πόδια μας, τα τελευταία tattoo που χαράξαμε προσφάτως σε απόκρυφα μέρη του σώματός μας, έτσι για να λιγοστέψουμε με αυτό τον τρόπο τη μοναξιά μας. Έτσι, για να παραμείνουμε εδώ κάπου, να μην εξαφανιστούμε στην ωμή πραγματικότητα.
Ζώντας στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο που κατασκευάσαμε εμείς οι ίδιοι και τον επιλέξαμε για κατοικία μας, τον επισκεπτόμαστε συνήθως τα βράδια όπου μια πράσινη τελεία μας κατευθύνει ως φάρος για να συνομιλήσουμε με όσους απέμειναν ακόμα εκεί στο κατάστρωμα κάποιου πλοίου που ταξιδεύει σε νύχτα μαύρη και φουρτουνιασμένη αγκομαχώντας να φθάσει κάποτε σε κάποια στεριά.
Ζώντας στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο που απέμειναν και μερικοί ακόμα φίλοι ξαγρυπνώντας μαζί μας, στον κόσμο αυτό όπου παρατηρείται αύξηση των chat, σ’ αυτόν τον κόσμο τον ψυχρό όπου λιγοστεύουν οι κουβέντες και θεριεύει η μοναξιά, συνεχίζουμε να πορευόμαστε υπακούοντας σε εντολές και προσχεδιασμένες διαδρομές ‘’για το καλό μας’’.
Ζώντας στον φανταστικό κόσμο, ταξιδεύουμε σε δρόμους με τις ατέλειωτες νύχτες, τις βάρκες στις οποίες φορτώνουμε τα όνειρά μας και τις προορίζουμε για το μεγάλο ταξίδι αράζοντας κάπου στην αποβάθρα με τις αποσκευές μας περιμένοντας το πλοίο της γραμμής για την Αμοργό. Ζώντας στον φανταστικό κόσμο οι σκέψεις κατασκηνώνουν έξω από την πόρτα του σπιτιού αδέσποτες και όπου τους γουστάρει, βρεγμένες μέχρι το κόκαλο. Στο φανταστικό κόσμο τα μάτια μεγαλώνουν και σπινθηρίζουν από ευτυχία.
Στον αληθινό κόσμο η γάργαρη μυρωδιά του νερού γίνεται ένα με τη σκόνη του δρόμου αφήνοντας το άρωμα που εναποθέτει η ψυχή στο χώμα μετατρέποντάς το σε ανθρώπινη υπόσταση. Στον αληθινό κόσμο, στην αληθινή ζωή ο ήλιος όταν προβάλει μέσα από τα σύννεφα είναι πιο δυνατός και από την λιακάδα, η δε γλυκιά μελαγχολία του χειμώνα αντί να σε στενοχωρεί σου δίνει ζωντάνια, σε εμψυχώνει.
Οι κόσμοι αυτοί πορεύονται παράλληλα, επιλέγοντας ο κάθε ένας όποια διαδρομή θέλει. Εκεί κάπου ενδιάμεσα, χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς εξήγηση, χωρίς λύση. Ο κάθε ένας ζει σε όποιο κόσμο τελικά αντέχει.