Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
(Οι ιστορικές πληροφορίες είναι ακριβείς, παρμένες όχι μόνον από ιστορικά βιβλία, αλλά και από το αρχείο της οικογένειας Δραγούμη. Το κείμενο είναι δραματοποιημένο λογοτεχνικά)
Φίλες και φίλοι της IPORTA,
Ο θάνατος του Παύλου Μελά ήρθε νωρίς για εκείνον και τους δικούς του, αλλά στην σωστή ώρα για να πάρει «φωτιά» ο Μακεδονικός Αγώνας. Ήταν η ωραιότερη θυσία, η πιο αγνή καρδιά είχε πάψει να χτυπά, κάνοντας χιλιάδες άλλες να βροντούν, αποφασισμένες να εκδικηθούν τον χαμό της.
—
Η τραγική είδηση (του θανάτου) φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του προξένου του Μοναστηρίου.
«Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος ( Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιτσα[1], στρατιωτικόν απόσπασμα ελθόν εκ Κονομπλατίου, το αυτό πιθανώς όπερ εστάλη εκ Φλωρίνης εις Νερέτι προς καταδίωξιν ημετέρας και βουλγαρικής συμμορίας, περιεκύκλωσε Στάτιτσαν, και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον απέσυραν εντός χωρίου και εναπέθησαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε. Υπαρχηγός Πύρζας παρέλαβε σακκίδιον αυτού μεθ’ όλων εν αυτώ εγγράφων, επιστολών, ως και λοιπά επ’ αυτού αντικείμενα, άτινα, σταλέντα μοι δια προσώπου εμπιστοσύνης, ίσως λάβω σήμερον. Απέστειλα δια πρωϊνής αμαξοστοιχίας πρόσωπον εμπιστοσύνης Πισοδέριον, όπως πληροφορηθή περί ταφής Μελά».
Ο υποπρόξενος Βασίλειος Αγοραστός παίρνει εντολή από το Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα να μεριμνήσει τα περί ταφής του ήρωα Παύλου Μελά. Ταξιδεύει περίλυπος και θρηνεί τον θάνατο του παλικαριού που είχε γνωρίσει προσωπικά. Φθάνει στο Πισοδέρι νωρίς το απόγευμα της Κυριακής, 17 Οκτωβρίου και συναντά αμέσως την επιτροπή που είχε συστήσει ο ίδιος ο Μελάς για την ταφή των Ελλήνων πεσόντων στον αγώνα. Τα κύρια πρόσωπα της επιτροπής είναι ο μουχτάρης[2] Μιχαήλ Χασόπουλος και ο ανιψιός του αρχιμανδρίτη Μοδέστου, Χατζή Κώτσης. Τους ανακοινώνει αμέσως τον σκοπό της επίσκεψής του. Εκείνοι του λένε πως, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν από το Ζέλοβο, οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Στάτιτσας τον έχουν ήδη ενταφιάσει σε ασφαλές μέρος. Ο Αγοραστός ζητά να φύγει αμέσως για το Ζέλοβο, αλλά το αναβάλλει για την επομένη το πρωί λόγω περιπολίας στρατιωτικού αποσπάσματος στο Πισοδέρι. Φροντίζει, όμως, και στέλνει τον δάσκαλο Φίτζιο να ενημερώσει τους εκεί Έλληνες για τον σκοπό της προκείμενης επίσκεψής του.
Γύρω στις τρεις το ξημέρωμα μία ομάδα τεσσάρων ανδρών φεύγει για το Ζέλοβο, εκμεταλλευόμενη την πυκνή ομίχλη και το απόλυτο σκοτάδι που επικρατεί. Το τοπίο είναι χιονισμένο και παγωμένο. Οδηγός είναι ο Παπαφιλίππου, ο άλλος δάσκαλος του Πισοδερίου. Τον Αγοραστό συνοδεύουν τα δύο μέλη της επιτροπής. Η ομάδα βαδίζει επί μία ώρα μέσα στα χιόνια και φθάνει στο Ζέλοβο γύρω στις τέσσερις το πρωί. Είναι όλοι τους παγωμένοι , αλλά σπεύδουν να συναντήσουν τον Καπετάν Παύλο Κύρου. Τον βρίσκουν με εννέα άνδρες, και δυστυχώς, κανένας τους δεν ανήκει στην ομάδα του Μελά.
Ο Αγοραστός αναθαρρεί όταν ακούει τον Κύρου να τον πληροφορεί ότι έχει ήδη στείλει στη Στάτιτσα τον Θεόδωρο Ντίνα, άνθρωπο του Μελά, αφού τον έντυσε χωρικό, να φέρει πίσω το σώμα του νεκρού του αρχηγού και τον περιμένουν να γυρίσει.
Η αναμονή τσακίζει τον Αγοραστό. Η αγωνία του δεν περιγράφεται, καθώς η ώρα περνά. Η αποστολή είναι πολύ επικίνδυνη και η καθυστέρηση μπορεί να σημαίνει μέχρι και θάνατο…
Δύο ώρες αργότερα ο Ντίνας φθάνει τρομερά ταραγμένος. Ο Αγοραστός τον παίρνει παράμερα, του λέει ποιός είναι και του ζητά να του αφηγηθεί τι συνέβη. Ο Ντίνας παίρνει πρώτα μερικές βαθιές ανάσες.
«Έφθασα στη Στάτιτσα στις τρεις το πρωί, ξημερώνοντας Δευτέρα και πήγα αμέσως στον τόπο που είχαν θάψει τον καπετάνιο πρόχειρα. Έσκαβα ακόμη, όταν με ειδοποίησαν ότι ένα μεγάλο στρατιωτικό απόσπασμα ερχόταν στο χωριό. Σκέφθηκα τότε να κόψω την κεφαλή του αρχηγού μου. Το έκανα, την τύλιξα με ένα άσπρο πανί που είχα επάνω μου, την έβαλα στο σάκο μου και μετά κάλυψα και πάλι το σώμα με χώμα. Το ισοπέδωσα, όσο μπορούσα και έριξα από πάνω πολλά χόρτα ανακατεμένα με χιόνι».
Ο Ντίνας διέκοψε την διήγησή του και αναλύθηκε σε δάκρυα.
«Τι παράξενο να βλέπεις ένα παλικάρι μέχρι εκεί πάνω, σκληρό πολεμιστή, να κλαίει σαν παιδί» σκεφτόταν ο Αγοραστός, αναστατωμένος με όσα άκουγε.
Ο Ντίνας σκούπισε τα μάτια του με τα μανίκια του και συνέχισε.
«Έφυγα γρήγορα με τον σάκο και την αξίνα στον ώμο μου και άρχισα να τρέχω σαν τρελός, μέχρι να απομακρυνθώ αρκετά από το χωριό. Μετά, σταμάτησα να πάρω μερικές ανάσες και πάντα με προφυλάξεις συνέχισα το δρόμο μου. Όταν έφθασα εδώ, πήγα σε ένα γνωστό μου σπίτι στην άκρη του χωριού και έκρυψα την κεφαλή του αρχηγού μου εκεί».
Ο Αγοραστός, τρέμοντας από συγκίνηση και κλαίγοντας, αγκάλιασε το παλικάρι και το φίλησε πολλές φορές. Λίγο αργότερα, με την καρδιά του να έχει και πάλι κανονικούς κτύπους, ζήτησε από τον Ντίνα να τον οδηγήσει στο σημείο που έκρυψε την πολύτιμη κεφαλή και να του την εμπιστευθεί. Δεν είχε καμία αντίρρηση. Πήγαν μαζί στο μικρό, κακοφωτισμένο σπιτάκι και ο Ντίνας με θρησκευτική ευλάβεια και δάκρυα στα μάτια τού παρέδωσε το σάκο. Ο Αγοραστός, κλαίγοντας επίσης χωρίς σταματημό, έμεινε ολόκληρα λεπτά κρατώντας το ιερό γι’ αυτόν κειμήλιο, αδυνατώντας να κάνει ή να πει κάτι. Όταν η συγκίνηση καταλάγιασε, θέλησε να δει με τα ίδια του τα μάτια ότι η κεφαλή ήταν του Μελά, να βεβαιωθεί ότι αυτός ο γίγαντας είχε πραγματικά σωπάσει, ότι ο χάρος είχε στήσει τρελό γλέντι παίρνοντάς τον μαζί του. Με πολλή προσοχή και ευλάβεια άνοιξε το ευτελές σακίδιο και αναγνώρισε την ευγενική μορφή του Παύλου Μελά.
Το μυαλό του άρχισε να παίρνει στροφές. Αν καθίσει εκεί και μιξοκλαίει, υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να τον βρει το τουρκικό απόσπασμα, που Κύριος οίδε μέχρι τώρα τι έμαθε και τι έπραξε στο Ζέλοβο. Ούτε να σκεφθεί δεν θέλει, πόσος εξευτελισμός, πόσες κοροϊδίες θα αντιμετώπιζαν οι Έλληνες, αν έπεφτε σε τούρκικα χέρια το κεφάλι του Μελά. Αυτοί οι συλλογισμοί τον συνεφέρουν. Βάζει πάλι προσεκτικά την κεφαλή στο σάκο, ευχαριστεί για άλλη μία φορά τον Ντίνα για την γενναία του πράξη και φεύγει για το Πισοδέρι με τους δύο επιτρόπους και τους δύο δασκάλους.
Στον δρόμο της επιστροφής σκέφθηκαν ότι ήταν καλύτερα να χωρίσουν. Ο Χατζή Κώτσης, έχοντας άλογο, πήρε το σάκο με την κεφαλή και έφυγε καλπάζοντας για το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος. Ο Αγοραστός με τους δασκάλους συνέχισαν το δρόμο για το μοναστήρι πεζοί, ενώ ο Χασόπουλος πήρε άλλο δρόμο. Πρότειναν και στον Αγοραστό να ιππεύσει, αλλά εκείνος προτίμησε να περπατήσει, να έχει χρόνο να σκεφθεί καλύτερα και να μαζέψει αγριολούλουδα για τον τάφο του Παύλου Μελά. Ο δρόμος ήταν στρωμένος με χιόνι, αλλά ο Αγοραστός βρήκε πολλά λουλουδάκια, που ήθελαν να βρεθούν στο κεφάλι του εθνικού ήρωα και τα μάζεψε, παγώνοντας τα χέρια του με πολλή χαρά. «Σιγά το πράγμα» σκεφτόταν.
Οι τέσσερις άνδρες έμειναν στο μοναστήρι μέχρι που βράδιασε και μόνο τότε μπήκαν προσεκτικά στο Πισοδέρι. Ο Αγοραστός έκρυψε την κεφαλή μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν, σε ένα συρτάρι ενός τραπεζιού που είχε κλειδί, βάζοντας το κλειδί στην τσέπη του. Μετά έκανε σκέψεις, περπατώντας, για το ποιο σημείο ήταν κατάλληλο να δεχθεί την κεφαλή. Διάλεξε τελικά το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, δίπλα στην εκκλησία του Πισοδερίου. Έδωσε εντολές να ετοιμαστούν όλα, όσα έπρεπε για την ταφή, κατασκευάσθηκε ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο, προμηθεύτηκαν ένα σάβανο, ειδοποίησαν τον Παπα-Σταύρο, και έχοντάς τα όλα έτοιμα ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα, ώστε να μην προκαλέσουν υποψίες. Ο Αγοραστός κρατούσε το σάκο και, μπαίνοντας στο παρεκκλήσι το άφησε ευλαβικά κάτω από την εικόνα της Παναγίας. Άνοιξαν ένα μικρό τάφο, μπροστά ακριβώς στην Ωραία Πύλη και όταν ήταν έτοιμος, έδωσαν στον Αγοραστό το κιβώτιο. Εκείνος το πήρε, απόθεσε μέσα την κεφαλή, ραίνοντάς την με τα αγριολούλουδα και την περιτύλιξε στο σάβανο. Τότε ο Παπα-Σταύρος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία. Όταν έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό, ο Αγοραστός γονάτισε, πήρε λίγα λουλουδάκια για ενθύμιο, έκλεισε το κιβώτιο, το έβαλε στον ανοιγμένο μικρό τάφο, έριξε χώμα από πάνω και μετά τοποθετήθηκε ξανά η πλάκα που είχε αφαιρεθεί με πολύ μεγάλη προσοχή. Όταν οι άνδρες τελείωσαν, κοίταξε προσεκτικά το έργο τους. Τίποτε δεν μαρτυρούσε ό, τι είχε γίνει. Όλοι οι παριστάμενοι, έξι όλοι κι όλοι, βγήκαν και μπήκαν στην διπλανή εκκλησία. Ήταν οι δύο επίτροποι, οι δύο δάσκαλοι, ο ιερέας και ο υποπρόξενος. Μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και βάζοντας όλοι το χέρι τους στο Ευαγγέλιο, ορκίσθηκαν ότι ποτέ και σε κανέναν δεν επρόκειτο να πουν ό, τι είδαν και ό, τι έκαναν εκείνη την ημέρα. Όλοι, εκτός από τον Αγοραστό, που έπρεπε να ενημερώσει το Υπουργείο, αφού εκείνο τον είχε επιφορτίσει μ’ αυτό το έργο.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν οι έξι άνδρες βγήκαν από την εκκλησία για να πάει ο καθένας να κοιμηθεί στο σπίτι του. Ο Αγοραστός έφυγε το πρωί της Τρίτης για τη Φλώρινα και από εκεί για το Μοναστήρι. Ενημέρωσε τον προϊστάμενό του, που με τη σειρά του έκανε έκθεση και την έστειλε στο Υπουργείο, ενώ ο Αγοραστός έστειλε με πόνο ψυχής ένα μακροσκελέστατο και λεπτομερειακό γράμμα στον Ίωνα Δραγούμη, που εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στην Αθήνα, λόγω του θανάτου του Μελά.
Το τούρκικο απόσπασμα που κατευθυνόταν στο Ζέλοβο έφθασε στην πλατεία του χωριού και κάποιος στρατιώτης φώναξε τον μουχτάρη. Διαταγές να βγουν όλοι έξω δόθηκαν αμέσως. Οι Τούρκοι ξυλοκόπησαν αλύπητα τον μουχτάρη και απείλησαν να κάψουν το χωριό αν δεν τους έλεγαν που ήταν ο τάφος του Ζέζα. Κανείς δε μίλησε. Οι στρατιώτες μανιασμένοι από αυτή την περήφανη σιωπή χτύπησαν πολλούς, που έστεκαν εκεί χωρίς να κάνουν καμία κίνηση να αποφύγουν τα χτυπήματα και έφυγαν με σκοπό να τον βρουν μόνοι τους. Έψαξαν για ώρες μέχρι που τον βρήκαν. Το βιαστικό παράχωμα του Ντίνα προδόθηκε από τον αέρα, που παρέσυρε τα φύλλα που έριξε για κάλυψη, αφήνοντας εκτεθειμένο το φρέσκο χώμα. Η έκπληξή τους ήταν τεράστια όταν είδαν ένα ακέφαλο σώμα. Το ντύσιμο δεν διέφερε από έναν απλό αντάρτη και δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν ήταν ή όχι αυτός που έψαχναν. Δεν είχαν μαζί τους κανέναν που να μπορούσε να πει με ακρίβεια πότε κόπηκε το κεφάλι. Το φρέσκο χώμα απλά μαρτυρούσε ότι ο νεκρός δεν είχε πολλές ημέρες που είχε ταφεί, αλλά θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άνδρας του Ζέζα. Μη βγάζοντας άκρη, αποφάσισαν να πάνε το ακέφαλο σώμα στον Μητροπολίτη Καστοριάς. Από τη δική του αντίδραση θα μάθαιναν αν ήταν ή όχι ο Ζέζας. Χωρίς το κεφάλι του, πάντως, τούς ήταν άχρηστος. Η γιορτή που θα έστηναν με το κεφάλι του είχε κάνει φτερά. Το πήραν, λοιπόν, άκεφοι και το παρέδωσαν μετά από μερικές ημέρες στον μισητό τους Μητροπολίτη.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, έχοντας μάθει για τον θάνατο του Μελά από το ελληνικό προξενείο της Σαλονίκης, βρέθηκε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο για εκείνον θέαμα, όταν αντίκρισε το ακέφαλο σώμα. Τον γνώριζε καλά τον Μελά και κατάλαβε αμέσως ότι ήταν το σώμα του παλικαριού, που είχε καταφέρει να γίνει θρύλος μέσα σε λίγους μήνες, σκορπώντας τον τρόμο σε απάνθρωπους Βούλγαρους λήσταρχους. Δεν άντεξε και λιποθύμησε. Οι Τούρκοι κατάλαβαν και αποχώρησαν εκνευρισμένοι. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ο Γερμανός αναλύθηκε σε λυγμούς, βρύσες ανοιχτές έγιναν τα μάτια του, πόνος έσκιζε την μεγάλη του καρδιά, οι γύρω του κατάλαβαν ποιανού ήταν το σώμα και ας μην είχε βγει κουβέντα από κανενός το στόμα. Ο γενναίος πολέμαρχος, ο Μητροπολίτης τους, δεν ήταν από αυτούς που κλαίνε. Πρώτη φορά τον έβλεπαν σε τέτοια κατάσταση. Μόνον ένας νεκρός θα μπορούσε να τον φέρει σε τέτοια κατάσταση- ο Μελάς.
Ο Μητροπολίτης συνήλθε και άρχισε να σκέπτεται τα περί ταφής. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα και δεν γινόταν να την κάμει άμεσα. Άλλωστε, ήθελε να προετοιμάσει ανάλογα τον νεκρό, να τού αποδώσει τιμές ανάλογες του μεγέθους της προσφοράς του. Χρειαζόταν χρόνο, αλλά είχε όλο το βράδυ και όλο το πρωί που ερχόταν.
Αδιαφορώντας για τα δάκρυα που δεν έλεγαν να σταματήσουν, διέταξε και ανοίχθηκε τάφος στον περίβολο μιας μικρής, παλιάς βυζαντινής εκκλησίας, απέναντι από την Μητρόπολη, κάτω από δύο μικρά δένδρα. Ο Γερμανός θα έβλεπε πάντοτε τον τάφο του αγαπημένου του νεκρού από το παράθυρο της κάμαράς του. Με προσωπική φροντίδα απέθεσε το ακέφαλο σώμα στην εκκλησία, ετοίμασε το νεκρικό του κρεβάτι, με ένα μεγάλο σταυρό και το όνομά του επάνω, έπλυνε το άψυχο σώμα με προσοχή, και τότε είχε άλλη μία επιβεβαίωση για την ταυτότητα του νεκρού: τα εσώρουχα με τα αρχικά του. Όταν τελείωσε ήταν πολύ αργά, κι εκείνος σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Αφέθηκε στα χέρια ενός έμπιστου φίλου, που τον οδήγησε στο δικό του σπίτι για να τον παρηγορήσει και να του προσφέρει ένα μαλακό στρώμα να αναπαύσει το κουρασμένο του κορμί, έστω και για λίγο. Σηκώθηκε γύρω στις τρεις τα χαράματα, πήγε στον νεκρό και έδεσε τα μαρτυρικά του χέρια σε ένα μεταξωτό μαντίλι. Μετά έβαλε στο στήθος του ένα Ευαγγέλιο, ένα Σταυρό και μία Εικόνα. Ξημέρωνε Κυριακή και πριν αρχίσει η λειτουργία ο Μητροπολίτης τέλεσε την νεκρώσιμη ακολουθία με πολύ κόπο και με φωνή πνιγμένη από τους λυγμούς που τον τάραζαν. Μετά, πήρε ο ίδιος το σώμα του νεκρού και το μετέφερε στον ανοικτό τάφο. Πάντα κλαίγοντας πρόφερε τις τελευταίες ευχές.
Πέρασαν πολλές ημέρες μέχρι να συνέλθει και να βρει το κουράγιο να γράψει ένα γράμμα στον Ίωνα Δραγούμη. Τον αποκαλούσε φίλτατο αδελφό και υπέγραψε Απαρηγόρητος, Κώστας Γεωργίου. Το γνώριζε πολύ καλά. Άνθρωποι σαν τον Παύλο και τον Ίωνα ζουν λίγο και κάνουν πολλά.
[1] Σήμερα ονομάζεται Μελάς.
[2] Δήμαρχος
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr