Η Ντόρα Αρκουλή είναι Ψυχολόγος με ψυχοδυναμική κατεύθυνση, ΜΔΕ στην ‘Προαγωγή Ψυχικής Υγείας και Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών’, από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, καθώς και Υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται ακόμη με τη Λογοτεχνία, το Θέατρο.
«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια και είναι η ερώτηση», έλεγε ο Μπρετόν. Αυτός που σηκώνεται όρθιος παρά τα εμπόδια και ξαναβρίσκει τα φτερά του, σκέφτομαι, με αφορμή δυο ταινίες κι ένα βιβλίο.
Το Μονοπάτι των χαμένων ψυχών είναι μια εξαιρετική ταινία. Πέρα από τη νουάρ αισθητική του, την άρτια δομή της πλοκής του, την υποβλητική φωτογραφία και τις καλές ερμηνείες, ο σκηνοθέτης του, Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, με άφησε με σκέψεις και συναισθήματα γι’ αυτό το γεμάτο ψυχολογικές προεκτάσεις φιλμ. Ένας τυχοδιώκτης καίει το παρελθόν του και αναζητά την τύχη του σε περιπλανώμενο θίασο όπου μαθαίνει απατηλά κόλπα πνευματισμού με τα οποία φιλοδοξεί να εξαπατήσει τους ισχυρούς της Νέας Υόρκης, για δόξα και χρήμα, στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Το τέλος προοικονομείται κατά κάποιο τρόπο μέσα από εικόνες και λέξεις που μιλούν απευθείας στο ασυνείδητο και σε οδηγούν προς την εξέλιξη που μάλλον είχες μαντέψει. Από ψυχολογικής άποψης, οι χαρακτήρες δομούνται στη βάση της ‘εκδραμάτισης’ (της επανάληψης κάποιου συμπτώματος / τραύματος στο παρόν μέσω συμβολικών πράξεων). Οι ήρωες μεταφέρονται στην οθόνη σαν ανθρωπάρια που μόνο δρουν. Μοιάζουν να μην έχουν βάθος. Όσα τους συμβαίνουν έρχονται χωρίς πορεία, χωρίς δομή ή παρελθόν. Οι σχέσεις που αναπτύσσουν, οι αποφάσεις που παίρνουν για τον εαυτό τους καθώς και οι επιφανειακές αλλαγές τους δεν είναι αναπτυξιακού τύπου. Οι ήρωες δεν έχουν πραγματική συνέχεια. Προσκολλημένοι σε μια δεδομένη εξελικτική φάση, άγνωστη στον θεατή και άνευ σημασίας για το σκηνοθετικό αφήγημα, εκδραματίζουν / παίζουν (με άλλα πρόσωπα και σε διαφορετικά πεδία) ξανά και ξανά το ίδιο τραύμα. Εγκαταλείπουν τον εαυτό τους σε αυτό που θεωρούν ότι τους καθόρισε για πάντα και παραδίνονται στον καταναγκασμό της επανάληψης. Αδυνατούν να μείνουν για λίγο ακίνητοι για να επεξεργαστούν, να συμβολοποιήσουν. Στο τέλος, ο σκηνοθέτης εγκαταλείπει με τη σειρά του και τον θεατή εντελώς μόνο του στην ίδια δίνη. Να κάνει ή να μην κάνει το ταξίδι της αναζήτησης του νοήματος. Να ξετυλίξει ή όχι το κουβάρι, να φαντασιωθεί, να καταλάβει και να αποδώσει ή όχι νόημα στους ήρωες και τελικά στον εαυτό του.
Τείνουμε να επαναλαμβάνουμε εις το διηνεκές όσα μας δυσκολεύουν μέχρι να συνειδητοποιήσουμε το πώς και το γιατί αυτής της λειτουργίας, να τα επεξεργαστούμε και στη συνέχεια να πενθήσουμε και να αποχαιρετήσουμε ό,τι από αυτά δεν μας εξυπηρετεί πια για να επιλέξουμε νέες επενδύσεις. Αυτή η επανάληψη συμβαίνει όχι γιατί μας αρέσει η δυσφορία, αλλά γιατί είναι μια οικεία θέση την οποία ενδοβάλαμε ως καθρέφτισμα του ποιοι είμαστε και διατηρήσαμε προκειμένου ο εαυτός (καταγεγραμμένος ως καλός ή κακός -δεν έχει σημασία) να παραμένει συγκροτημένος και να εξασφαλίζεται η συνοχή και η συνέχειά του.
Στο ψυχοθεραπευτικό setting, στα πλαίσια της μεταβίβασης (της μεταφοράς από τον θεραπευόμενο του τρόπου με τον οποίο σχετίζεται στη ζωή του) οι θεραπευτές καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες των βασικών θεμάτων των θεραπευμένων μας μέσω της εκδραμάτισης. Κάποιος με δυσκολία να διαχειριστεί θέματα ελέγχου και εξάρτησης ζητάει να τοποθετήσεις ένα ρολόι σε εμφανές σημείο και για εκείνον. Κάποιος άλλος που επεξεργάζεται τη δυσκολία να εμπιστευτεί τον εαυτό του στην κρίση και την επιθυμία του διαβάζει αυτολεξεί τα μηνύματα που έχει λάβει από άλλο πρόσωπο αναμένοντας να μεταβολίσει ο θεραπευτής το νόημα αντί για εκείνον. Άλλος μιλάει ακατάπαυστα για άσχετα θέματα υποδηλώνοντας την αντίστασή του να εμπιστευτεί και να διατυπώσει τα σημαντικά. Θεραπευόμενος που γίνεται υπερβολικά πιεστικός ασυνείδητα προκαλεί την παραπομπή του για να επιβεβαιώσει την τάση των άλλων να τον εγκαταλείπουν. Ενήλικη θεραπευόμενη και μητέρα η ίδια φέρνει απροειδοποίητα την επίμονη μητέρα της μαζί στη θεραπεία, υποδηλώνοντας έμπρακτα την παραβίαση που αισθάνεται και τη δυσκολία της να διαφοροποιηθεί. Άλλος πλέκει το εγκώμιο του θεραπευτή χωρίς να τον γνωρίζει ακόμα κάνοντας έτσι σαφές το πόσο υψηλές απαιτήσεις και προσδοκίες έχει από αυτό όπως και από τους άλλους στη ζωή του προφανώς. Θεραπευόμενη που μιλάει συνεχώς για τα μέλη της οικογένειάς της για να δείξει πόσο δύσκολο της είναι να σταθεί μόνη της, χωρίς τα ‘αντικείμενά’ της (σημαντικοί Άλλοι), με αυθύπαρκτο τρόπο. Κάποιος άλλος που παραπονιέται ότι δεν έχει στενές φιλικές σχέσεις ζητάει να τον καλέσεις επειγόντως μόνο για να αντιληφθείς τελικά ότι η παρέμβαση που θέλει είναι καθαρά εργαλειακού / πυροσβεστικού τύπου.
Συχνά το σύμπτωμα που εκδραματίζεται μάς διαφεύγει και το αντιλαμβανόμαστε μόνο μέσω της ανάλυσης της αντιμεταβίβασης (των συναισθημάτων και φαντασιώσεων που μας προκαλεί με τα όσα λέει ή κάνει ο θεραπευόμενος) και της διαδραμάτισης (των δικών μας απαντήσεων μέσω της πράξης βάσει των όσων ζητάει ο θεραπευόμενος). Σε κάθε περίπτωση μέσω αυτής της διαδικασίας οι άνθρωποι μάς κάνουν ένα πολύτιμο δώρο που μπορούμε να αξιοποίησουμε θεραπευτικά προς όφελός τους. Η καταναγκαστική πράξη / η επανάληψη, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, υποχωρεί όσο εγκαθιδρύεται η διεργασία της αυτοστοχαστικότητας, η αυτοδιαβούλευση.
Σε κοινωνικό επίπεδο η εκδραμάτιση συχνά περιενδύεται χαρακτηριστικά μιμητισμού και υπακοής σε θεσμικούς φορείς εξουσίας που φέρουν τη σφραγίδα του γνώστη και του ως εκ τούτου ειδικού στο να λάβει αποφάσεις. Ως ένα σημείο αυτό είναι φυσικά λογικό και αναμενόμενο. Αποδίδοντας όμως σε κάποιον Άλλο την ευθύνη της εν γένει κατανόησης του συμβάντος και της διαμεσολάβησης της συμβολοποίησής του (είτε πρόκειται για πανδημία, πόλεμο, υποχρεωτικούς οικονομικούς όρους/μέτρα διαβίωσης) ουσιαστικά κατά μία έννοια βρισκόμαστε μπροστά στην πιθανότητα να απωλέσουμε τα χαρακτηριστικά της ευθυκρισίας, της κοινής λογικής, της σκέψης και της προσωπικής απόφασης με όρους ατομικής και συλλογικής ευθύνης. Μοιάζει καμιά φορά, παραδόξως, πρώτα να υιοθετούμε θέσεις φορέων που a priori θεωρούμε σωστές, φροντιστικές, εμπεριεκτικές, και στη συνέχεια να ψάχνουμε επιχειρήματα για να δικαιολογήσουμε αυτή την υιοθέτηση. Η εκδραμάτιση του ζόφου (π.χ. λυπάμαι / κλαίω / ποστάρω για το δράμα των νεκρών ενός πολέμου αλλά δεν αναρωτιέμαι για τη θέση μου απέναντι στην τοποθέτηση στρατιωτικών βάσεων στη χώρα μου, οι οποίες χρησιμοποιούνται για επεμβάσεις σε άλλους πολέμους) μοιάζει με αδυναμία απαρτίωσης του νοήματος. Το πανέξυπνο, καρικατουρικό, Don’ t look up, του Adam McKay, καθρεφτίζει ακριβώς αυτή την πλευρά μας που προτιμά να θυσιάσει τη διαδικασία της συνειδητής σκέψης μπροστά στην έτοιμη λύση, στη στηλίτευση των λίγων, στην υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας ή προπαγάνδας, στην άρνηση του ελέφαντα στο δωμάτιο (κομήτη που κατευθύνεται προς τη γη στην προκειμένη περίπτωση).
Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα η Ανωμαλία, το βιβλίο του Ερβέ λε Τελιέ (βραβείο Γκονκούρ -2020) σε ξεβολεύει ως αναγνώστη και πολίτη. Όλα ανατρέπονται όταν μια δεύτερη εκδοχή του εαυτού τους, ίδια και διαφορετική μαζί, περιμένει το πλήρωμα ενός αεροσκάφους σε έναν άλλο χωροχρόνο, σε μια άλλη πτήση, προκειμένου να συναντηθούν, να συνεχίσουν ή να αφανιστούν μια για πάντα στο πουθενά. Οι Ειδικοί δεν έχουν λύσεις, δεν μπορούν να εξηγήσουν ό,τι δεν χωράει στα πρωτόκολλά τους. Και όλα είναι μετέωρα. Ως αναγνώστες καλούμαστε κατά κάποιο τρόπο να αναρωτηθούμε πώς να εμπεριέξουμε όλες τις πλευρές του εαυτού μας; Ποια να κρατήσουμε και ποια να αφήσουμε πίσω; Τι γίνεται όταν σε όλη μας τη ζωή καλούμαστε να κάνουμε σχάσεις (λογική του άσπρου – μαύρου) για να χωρέσουμε στα καλούπια που μας επέβαλαν; Αλλά κυρίως πόσες διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας και μοίρας μας είμαστε διατεθειμένοι να επαναλαμβάνουμε μέχρι να μπορέσουμε να την κοιτάξουμε στα μάτια και να την αλλάξουμε;