Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Οι Ολυμπιακοί πέρα από τις μπίζνες, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Νίκος Βασιλειάδης

 

Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες που παρακολούθησα ήταν αυτοί του Μονάχου το 1972. Ήμουν δεν ήμουν 9 ετών όταν στο γυαλί της τηλεόρασης πρωτοείδα τους αθλητές των πέντε ηπείρων να αγωνίζονται για ένα μετάλλιο και την δόξα που το συνοδεύει. Από το Μόναχο έχει μείνει αυτή η πικρή γεύση με τον Μαύρο Σεπτέμβρη να αμαυρώνει με αίμα την μεγάλη γιορτή του αθλητισμού. Δεν καταλάβαινα φυσικά πολλά απ όσα γίνονταν στο Μόναχο – λόγω ηλικίας – κατάλαβα όμως καλά πως η βία μπορεί να βρει έδαφος ακόμη και στα πιο ιδανικά και όμορφα μέρη και γεγονότα, εκεί που το χτύπημά της θα έχει μεγαλύτερη και ισχυρότερη βοή.

Σαν πιτσιρικάς παρακολούθησα τους αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ (μεγάλη απογοήτευση που δεν ήρθε έστω και ένα χάλκινο μετάλλιο για την Ελλάδα, μια κάποια διάκριση ), τους αγώνες της Μόσχας με το μπουκοτάζ των αμερικανών (που καθόλου μα καθόλου δεν μείωσε την ομορφιά των αγώνων) με τον Στέλιο τον Μυγιάκη και το χρυσό του μετάλλιο, ένας αθλητής διαμάντι που με τίμησε με την φιλία του, όπως και ο Πέτρος ο Γαλακτόπουλος ο γίγαντας του Μεξικού το 68 και του Μονάχου το 72.

Αυτοί οι δύο τιτάνες του ελληνικού αθλητισμού με μύησαν στην αγάπη μου για τους Ολυμπιακούς. Μια αγάπη που συνεχίστηκε για χρόνια πολλά παρακολουθώντας τους αγώνες του Λος Άντζελες το 84 και της Σεούλ το 88 μέχρι και την Βαρκελώνη το 1992 με το χρυσό του Πύρρου και της Πατουλίδου. Τί μεγαλύτερη προπαίδεια να ζητήσει κανείς από αυτές τις διοργανώσεις που φούσκωναν μέσα μου την αγάπη για τον Ολυμπισμό. Όχι αθλητής δεν ήμουν, δύσκολα χρόνια για να αφιερωθείς σε κάποιο άθλημα όταν κάνεις άρση βαρών με τόμους βιβλίων στο Πανεπιστήμιο, αλλά η αγάπη για το ιδεώδες φούσκωνε.

Μέχρι που πήρε σάρκα και οστά το όνειρο όταν μετά την απογοήτευση για την χαμένη για την Αθήνα χρυσή Ολυμπιάδα του 1996, η οργανωτική επιτροπή της Ατλάντα 1996 με τίμησε ζητώντας μου να βοηθήσω την ομάδα εκπόνησης του προγράμματος Ολυμπιακής εκπαίδευσης για τα μικρά παιδιά. Σαν έλληνας και σαν ιστορικός των Ολυμπιακών Αγώνων. Επιστέγασμα αυτής της συνεργασίας και η προεδρία μου στην Ολυμπιακή λαμπαδηδρομία από την Ολυμπία στην Ναύπακτο και η διοργάνωση του ποδηλατικού γύρου της Ιταλίας για πρώτη φορά επί ελληνικού εδάφους στην ίδια πόλη για να τιμηθούν τα 100 χρόνια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Η συνέχεια μου επιφύλασσε μεγαλύτερες συγκινήσεις. Ο καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο Νίκος Φιλάρετος, τότε πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας μου δείχνει τον δρόμο να ασχοληθώ με τον Ολυμπισμό σε Διεθνές επίπεδο και το 1998 έρχεται και η μεγάλη διάκριση του πρώτου βραβείου λογοτεχνίας στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Ναγκάνο της Ιαπωνίας και η ιδιότητα του μέλους της Διεθνούς Επιτροπής Pierre de Coubertin. Η Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία με τίμησε δεόντως. Δεν μπορώ να πω…Αγόρασε δύο αντίτυπα του βιβλίου μου είπε ένα μπράβο και τέλος. Βλέπεις δεν ήμουν του σιναφιού των….πέριξ των αθανάτων και της… πολιτικής.

Τότε είναι που ο πρώτος πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής για τους Ολυμπιακούς του 2004 στην Αθήνα ο Στρατής Στρατήγης,, δάσκαλος, φίλος, μέντορας, αγαπημένος, με παίρνει σαν σύμβουλό του στην Οργανωτική Επιτροπή. Όταν ο Πρόεδρος αποφάσισε να φύγει για το Λονδίνο για να παρευρεθεί στους γάμους της πριγκήπισσας Αλεξίας , θυμάμαι τα λόγια του όταν με αποχαιρέτησε στο γραφείο του ξέροντας πως η τότε υπουργός Πολιτισμού, Ελισάβετ Παπαζώη και ο Κώστας Σημίτης δεν θα του το συγχωρούσαν και πως μόλις έμπαινε στο αεροπλάνο θα έπαυε να είναι και Πρόεδρος της Επιτροπής. Δεν μου έκανε εντύπωση η ανάμιξη της πολιτικής πάνω σε έναν τόσο σημαντικό θεσμό. Τα γνώριζα. Είχα μεγαλώσει και είχα μάθει πως το Ολυμπιακό πνεύμα και η πολιτική , όπως και το χρήμα, πάνε χέρι χέρι…

Ο πρόεδρος μου ζήτησε να μην παραιτηθώ και να μείνω, να συνεχίσω να δουλεύω για αυτό που πίστευα. Και έμεινα, όχι χωρίς αμφισβήτηση, όχι χωρίς πόλεμο μια και πολλοί ήξεραν πως είμαι ο σύμβουλος του πρώην προέδρου και όχι της Γιάννας. Αλλά δεν με ένοιαζε. Είχα το δικό μου όραμα, είχα τα δικά μου πιστεύω και νομίζω πως με την βοήθεια άξιων συναδέλφων άφησα το αποτύπωμά μου σε αυτό που λέγεται Ολυμπιάδα της Αθήνας 2004, στεριώνοντας το λιθαράκι της κληρονομιάς των Παραολυμπιακών Αγώνων. Με αμφισβήτησαν πολλοί όταν πάσχιζα να βάλω τους Παραολυμπιακούς ( που η Γιάννα δεν ήθελε να γίνουν στην Αθήνα) στο “κάδρο”, να αναδείξω την δύναμη της ψυχής των ανθρώπων που ξεπερνούν τα όποια προβλήματα τους έχει προκαλέσει κάποια αναπηρία και να δώσουν το μήνυμα της ανθρώπινης θέλησης.

Οι Παραολυμπιακοί της Αθήνας ήταν πέρα για πέρα πετυχημένοι και εγώ δάκρυζα από την αγάπη των παιδιών εκείνων που μέσα στο Ολυμπιακό στάδιο έβγαζαν την ελληνική σημαία από το κοντάρι στο τέλος της τελετής έναρξης και μου την έδιναν στα χέρια σαν αναγνώριση της πίστης μου σε αυτούς. Και μόλις τελείωσε και σβήσανε τα φώτα, τελείωσε και για μένα αυτό το έργο. Αυτός ο σκοπός. Μέχρι τότε είχα πει, μέχρι να σβήσουν τα φώτα της Αθήνας του 2004. Όχι παραπέρα. Και το τήρησα. Γιατί οι Ολυμπιακοί δεν είναι μπίζνες, δεν είναι ντόπα, δεν είναι πολιτική, δεν είναι χορηγοί, δεν είναι έργα. Είναι μια ιδέα που αναδεικνύει την θέληση που προσπαθεί να ορίσει τα όρια του ανθρώπου. Μέσα του και έξω του. Για πάντα.

SHARE
RELATED POSTS
Αχώριστοι έως το τέλος, του Δημήτρη Κατσούλα
Το κέϊκ, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Δυο πουλιά σ’ ένα κλουβί, της Ζωής Κανάβα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.