Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Οι απομονωμένοι μιας κοινωνίας & αποκλεισμένοι του αστικού κάδρου, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Ούτε στους νοτισμένους από την υγρασία τοίχους έδωσε και μεγάλη σημασία αρκεί που βρέθηκε κι αυτή η υπόγεια γκαρσονιέρα στο κέντρο της Αθήνας κοντά στη δουλειά της και σχετικά φθηνή στο ενοίκιο προκειμένου να στεγάσει το νοικοκυριό της. Βρίσκεται στην οδό Πιπίνου, κάθετος της Πατησίων και σε κοντινή σχετικώς απόσταση από το υποθηκοφυλακείο Αθηνών, την εφορία, τον σταθμό ΗΣΑΠ, τα δικαστήρια Αθηνών όπου εξυπηρετείται αρκετά καλά. Πάνε δυο χρόνια τώρα όπου μετά από πολύ ψάξιμο για δουλειά και χρησιμοποιώντας θείους, ξαδέλφια, χωριανούς,  κατόρθωσε και βρήκε εργασία σε κάποιο δικηγορικό γραφείο, όχι τίποτα το σπουδαίο για γραμματέας προσελήφθη όπερ σημαίνει ότι θα πρέπει να διεκπεραιώνει όλη τη χαρτούρα, να επικολλά τα ένσημα στα δικόγραφα, να υπολογίζει την έκδοση των δικαστικών ενσήμων (αγωγών), να κουβαλά ενίοτε την τσάντα του δικηγόρου μέχρι την είσοδό του στα δικαστήρια και να τραβά όλη εν γένει την χαμαλοδουλειά γιατί τα οικονομικά της είναι χάλια. Παράπονα δεν εξέφρασε στο γραφείο στο οποίο εργάζεται από οκτώ έως τρεισήμισι δηλώνοντας κι ευχαριστημένη μάλιστα διότι έχει τουλάχιστον έναν μισθό προκειμένου να τα βγάζει πέρα έστω κι έτσι στραβά κουτσά.

Η μόνη οπτική διέξοδος και επικοινωνία που έχει με τον έξω κόσμο είναι το παράθυρο της – ένα γυάλινο, ενισχυμένο με ρητίνες και συρμάτινο πλέγμα ημιδιάφανο πλακάκι διαστάσεων 60Χ60cm – που βρίσκεται επί του πεζοδρομίου από το οποίο διαβαίνει κόσμος και ντουνιάς καθημερινά. Βλέπει γυμνές γάμπες να περνούν, ρόδες από μηχανάκια που έχουν σταθμεύσει εκεί, γατιά και σκυλιά που διέρχονται συνοδεία των κυριών τους, σόλες με νούμερα και φίρμες παπουτσιών αναγραφόμενα κάτωθεν αυτών, αραιά και που το καρεκλάκι του λουστραδόρου παπουτσιών, περιστέρια ν’ αφήνουν τα απορρίμματά τους. Της κίνησε την περιέργεια το αφεντικό της το οποίο εξεπλάγη όταν πήγε να συνάψουν ένα απλό χαρτί ενοικίου καταθέτοντάς του ένα ενοίκιο και μία προκαταβολή ως εγγύηση ισόποση του ενοικίου λέγοντάς της ότι παραξενεύτηκε πολύ που ήταν Ελληνίδα διότι χρόνια τώρα στα υπόγεια μένουν μόνο Πακιστανοί, Αφγανοί, Σύριοι, ξένοι γενικώς, ο δε αέρας που αναπνέει τόσο εντός της γκαρσονιέρας όσο και πέριξ αυτής δεν σταματά να μυρίζει μπαχάρι, μοσχοκάρυδο, σκόρδο, κανέλα, κόλιανδρο και κύμινο ειδικά πολύ πρωί από τα άγρια χαράματα μέχρι αργά προς τα απογεύματα πυροδοτώντας φαντασίες και προσθέτοντας γεύσεις στα μαγειρευτά τους.

Από την διετή παραμονή της εκεί και μέσω του φεγγίτη-παραθύρου της έμαθε να ξεχωρίζει τους βηματισμούς στο πεζοδρόμιο όπως ο ψαράς παρατηρεί τις φάσεις της σελήνης για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξεχωρίζει πλέον τον γρήγορο βηματισμό από τον θυμωμένο και κακοπληρωμένο κάποιου υπαλλήλου, εκείνον ακόμη ενός απολυμένου από κάποιον άλλο που μόλις πριν λίγο βρήκε εργασία και βιάζεται να φθάσει στο σπίτι του προκειμένου να αναγγείλει το χαρμόσυνο γεγονός στην οικογένειά του ή στην/στον αγαπημένη/νο του. Διακρίνει το ερωτικό, γρήγορο και φιλήδονο περπάτημα μιας γυναίκας με τις ψηλοτάκουνες γόβες της που κάνουν αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο πηγαίνοντας στα ραντεβού που έχει στο απέναντι ξενοδοχείο προκειμένου να χορτάσει με φθηνούς έρωτες τους πελάτες της. Ευδιάκριτο γι αυτή είναι το βήμα το γοργό που κάνουν πόδια άλλα για άθληση και άσκηση και άλλα κοριτσιών φοιτητριών ή αγοριών φοιτητών που τρέχουν με το σακίδιο στην πλάτη τους προκειμένου να προφθάσουν ή το μάθημα της σχολής τους ή μπορεί και το σινεμά ακόμη για να παρακολουθήσουν το έργο μαζί και αγκαλιασμένοι. Συνήθεια της έγιναν πια τα βήματα που σέρνει κάποια ηλικιωμένη κυρία υποβασταζόμενη από μια ξένη που την έχει για βοηθό στο σπίτι αλλά και φύλαξη τώρα που στη ζωή της μπήκε η άνοια γιατί τα παιδιά της αφού δεν έβρισκαν εργασία στην Αθήνα μετακόμισαν στην Θήβα σε κάποιο εργοστάσιο και δεν προλαβαίνουν να την φροντίζουν. Κι αφού η παραπάνω κυρία είναι μάνα και γνωρίζει τις ανάγκες και τις κακουχίες της ζωής, μάνα είναι και μια ξένη που περνά γρήγορα πάνω από το παράθυρό της επιστρέφοντας από τη δουλειά στα βόρεια προάστια και τρέχει να φθάσει στο σπίτι της για να συναντήσει τα παιδιά της, να τους βάλει ένα πιάτο φαγητό, να τα ερωτήσει πώς πέρασαν την ημέρα τους  ξεροσταλιάζοντας μόνα χωρίς έστω δυο παιχνίδια για απασχόληση. Εντύπωση της έχει προκαλέσει το βήμα εκείνου του μεθυσμένου που συνήθως περνά ξημερώματα τρεκλίζοντας πότε εδώ και πότε εκεί γεγονός που δεν μπορεί να «παλέψει» με τίποτα. Φοβάται ότι κάποια στιγμή καθόλου απίθανο δεν θα είναι να  σπάσει το παράθυρο-φεγγίτη της και να κρεμαστεί το πόδι του στην οροφή της γκαρσονιέρας. Τόσα και τόσα παράξενα συμβαίνουν σε αυτή την πόλη, καθόλου απίθανο δεν θα ήταν κι αυτό να συμβεί για να τρέξουν οι κάμερες και να δείξουν το συμβάν στα δελτία τους. 

Και στο σημείο αυτό γεννάται το ερώτημα: αφού όλα αυτά είτε τα βλέπει με τα ίδια της τα μάτια είτε τα έμαθε με την πάροδο του χρόνου να τα διακρίνει χωρίς σχεδόν  να κοιτάζει προς τα επάνω και είναι τόσα πολλά αυτά γιατί δεν βγαίνει τελικά έξω από την γκαρσονιέρα της για να δει την συνολική εικόνα και περιορίζεται σε αποσπασματικές κινήσεις που γίνονται επί του πεζοδρομίου της; Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν βγαίνει γιατί είναι αντικοινωνική, πώς τάχα όλα αυτά που ζει μες  στο ανήλιαστο και μονίμως νοτισμένο υπόγειό της σε συνάρτηση με τα κακά οικονομικά της είναι μια δήθεν πρόφαση, μια δικαιολογία, ότι φοβάται δηλαδή, πως έχει κρίσεις πανικού και μάλλον πρέπει να της γίνουν συνήθεια και να ζει με αυτές, ακόμη πως διαβλέπει τον θάνατο μέσα από τις ταραχές της και έτσι δικαιολογείται και η μελαγχολία στην οποία έχει περιέλθει τελευταίως. Η απάντηση έρχεται από την ίδια η οποία μας λέει ότι: αφού από εκεί που βρίσκεται είναι σε θέση να διακρίνει και να ξεχωρίσει τόσα πολλά εστιάζοντας μόνο στα πόδια των ανθρώπων που διέρχονται, τρέμει στην ιδέα τα πόσα άλλα αμέτρητα θα μπορούσε να εξακριβώσει εάν της δινόταν η ευκαιρία και αντίκριζε βαθειά μέσα  στα μάτια κάθε έναν ξεχωριστά διαβάζοντάς τα σαν γράμμα αφακέλωτο.

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

    

SHARE
RELATED POSTS
Θέλω να σου πω ένα παραμύθι… (β’ μέρος), του Μάνου Σ.Στεφανίδη
Να γιατί έγινα γιατρός, του Γιάννη Στουραΐτη
Και  της συναλλαγής… το κιγκλίδωμα, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.