«Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα, προτού πεθάνω. Αν όμως επιστρέψουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ». Μέσα σ’ αυτές τις δυο απλές φράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν συμπυκνωθεί σε μία, διατρανώνονταν όλο το πάθος και το πείσμα της αειμνήστου Μελίνας Μερκούρη, πέρα και έξω από μικροκομματικές μεγαλοστομίες, μακριά από καιροσκοπισμούς και τσιτάτα σλόγκαν ως σήμερα, τώρα που ο χρόνος των εκλογών αμείλικτος καταφθάνει και ο καθείς διαλαλεί το «εμπόρευμά» του. Τώρα που ο κάθε ένας κομματικός στρατός εμφανίζει εαυτόν ως τον καταλληλότερο διαπραγματευτή μεταξύ Αθηνών και Βρετανικού Μουσείου.
Κι εδώ ακριβώς, σ’ αυτήν την ατέρμονη πλειοδοσία προτάσεων που ρίχνονται στους κάθε λογής πάγκους συζητήσεων καθώς και στα απανωτά δημοσιεύματα ένθεν και ένθεν των ενδιαφερομένων μερών, ωσεί παρούσα η Μελίνα στέκει αμίλητη κι απορημένη, ανοίγει τα χέρια της, ο κάθε κομματάρχης διαβλέποντας την αποφασιστικότητά της παραμερίζει – με πρώτον τον Γεραπετρίτη αποσβολωμένο να καταπίνει τα λόγια του – και με ξεκάθαρη τη θέση της διατυπώνει το αίτημα προς τους Αγγλοσάξονες: «Σταματήστε να εκλαμβάνετε τα Γλυπτά ως εμπόρευμα, καμία Ελληνική κυβέρνηση δεν φέρεται διατεθειμένη για ανταλλαγές διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ιδιοκτησιακά τετελεσμένα, γεγονός που καν δεν είμαστε πρόθυμοι να συνυπογράψουμε».
Το θέμα επαναπατρισμού των Γλυπτών στην χώρα από την οποία αφαιρέθηκαν με δόλιο τρόπο ,να σημειωθεί ότι δεν είναι καινούργιο. Ανάγεται στην εποχή ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους από εποχής βασιλέως Όθωνος. Έκτοτε, κατά καιρούς ερχόταν στην επικαιρότητα με διάφορες αφορμές. Αξίζει – νομίζω – να αναφερθεί εκείνη η πιο πρόσφατη, η του Οκτωβρίου 2014 επίσκεψη της κυρίας Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνεϊ στην Αθήνα με σκοπό να παρέξει τις νομικές της συμβουλές προς την κυβέρνηση υποδεικνύοντας και τους «δρόμους» εκείνους μέσα από τους οποίους θα έπρεπε να γινόταν η διεκδίκησή τους. Η ιδία βέβαια τότε είχε διαμηνύσει προς την Ελληνική κυβέρνηση ότι η Βρετανική πλευρά και με το νομικό οπλοστάσιο που διέθετε, βρισκόταν σε πολύ ισχυρή θέση. Τέσσερις μήνες μετά, τον Ιανουάριο 2015 την διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α –ΑΝ.ΕΛ. όπου ο τότε υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Αριστείδης Μπαλτάς δια δηλώσεών του το είχε ξεκαθαρίσει – διαβλέποντας ίσως τους ανυπέρβλητους φραγμούς που ορθώνονταν – : «Δεν θα διεκδικήσουμε νομικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα». Η Μελίνα, αν και κατά βάθος γνώριζε ότι ο επαναπατρισμός των Γλυπτών ήταν δύσκολος και «ακανθώδης» με πολλά νομικά βαρίδια – άραγε και μακρύς ο δρόμος που έπρεπε να διανυθεί μέχρι τελικής δικαίωσης – ούτε στιγμή δεν σταμάτησε να παλεύει με όλες της τις δυνάμεις όπου και αν βρισκόταν. Δέκα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της(1994) εγκαινιάστηκε και το υπερσύγχρονο Μουσείο της Ακρόπολης στους πρόποδες του βράχου της, έτοιμο πλέον να φιλοξενήσει πέραν των άλλων ευρημάτων και τα Γλυπτά όπου κάποια στιγμή θα επαναπατρίζονταν.
Οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί περί «αταλάντευτης και ενιαίας εθνικής γραμμής» σχετικώς με την διεκδίκηση των Γλυπτών όπου αφήνεται προς τα έξω να εμφανίζεται ότι «έφθασε η ώρα της επιστροφής τους», δεν είναι τίποτα άλλο παρά γυαλιστερά «καθρεφτάκια» προς τους ιθαγενείς προκειμένου να «καταστέλλουν» την αδηφάγο εθνική τους πείνα. Εκείνο το οποίο εξυφαίνεται αυτήν την δεδομένη στιγμή δεν διαφέρει διόλου από μια win-win εμπορική συμφωνία από την οποία και οι δυο πλευρές (Αθήνα-Λονδίνο, θα πρέπει να) εξέλθουν «ικανοποιημένες», με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μετατρέπει αυτή τη συμφωνία-ανταλλαγή σε προεκλογική του σημαία για όσους έως τις εκλογές μήνες απομένουν να διενεργηθούν αλλά και μετέπειτα να την «κουβαλά» ως προίκα του.
Σημείωση: Στην συναυλία που ακολουθεί στο γήπεδο Καραϊσκάκη (Οκτώβριος 1974), με αξίωσε ο Θεός να είμαι παρών εντός του αγωνιστικού χώρου και πλησίον της ορχήστρας. Τα δάκρια στα μάτια του Μίκη Θεοδωράκη κατά την διεύθυνση, το πάθος και ένα στάδιο να πάλλεται στην ολότητά του, θα τα ενθυμούμαι για πάντα.