ΜΑΡΙΑ ΣΝΑΪΝΤΕΡ Ή «Η ΕΒΔΟΜΑΣ ΕΚΕΙΝΗ ΕΓΙΝΕ ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ…»
Το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» συνέβαλε καθοριστικά, μοιραία, στην αισθηματική μου αγωγή. Όπως παλαιότεροί μου έφηβοι φαντασιώνονταν την τεκνικολόρ Μπριζίτ Μπαρντό ή την υπερχειλίζουσα Σπεράντζα Βρανά, όπως νεότεροι διεγείρονταν με την Μόνικα Μπελούτσι είτε με την ψηφιακή Λάρα Κροφτ, εγώ ονειρευόμουν την Μαρία Σνάιντερ.
Όχι εξαιτίας της σκηνής με το βούτυρο, η οποία έτσι κι αλλιώς μάλλον υπερτονίστηκε απ’τους σκανδαλοθήρες και τους λιγούρηδες. Αλλά για την άγρια ελευθερία που απέπνεε εκείνο το κορίτσι. Ένα θρασσίμι στους δρόμους του Παρισιού, που σε έπειθε με κάθε αναπνοή και σύσπασή του πως η Επανάσταση δεν θα συμβεί σε αίθουσες γενικών συνελεύσεων ούτε καν στα οδοφράγματα μα στο κρεββάτι ανάμεσα σε ιδρωμένα σεντόνια. Ότι το μαγικό κλειδί είναι το σεξ. Αρκεί να απαλλαγούμε κι απ’το ύστατο πρόσχημα, αρκεί να αφήσουμε πίσω ό,τι μας ορίζει και μας εξασφαλίζει: Οικεία περιβάλλοντα, σχέσεις-φωλιές, γλυκιές καθησυχαστικές συνήθειες. Ως και τα ίδια τα ονόματά μας. «Δεν θέλω να μάθω ποτέ πώς σε λένε!» της το ξεκόβει ο Μάρλον Μπράντο. «Δεν με αφορά τίποτα άλλο εκτός από εσένα, τώρα, εδώ…»
Σύμφωνα με μια φήμη που δεν μπήκα στον κόπο να εξακριβώσω, το «Τελευταίο Τανγκό» προοριζόταν αρχικά για γκέη ταινία, μία συνάντηση μεταξύ δύο αντρών. Πράγματι, κυριαρχείται από την ένταση που εμείς οι στρέητ ζηλεύουμε σε κάποιους ομοφυλοφιλικούς έρωτες. Την αποθέωση της τύχης και της στιγμής. Την απόλυτη υπέρβαση της ντροπής. Τη σύνοψη του πάθους, κάθε πάθους, σε ένα σώμα που σπαρταράει στην αγκαλιά σου.
Έχω και άλλες ηρωίδες-παραλλαγές της Μαρίας Σνάιντερ στο «Τελευταίο Τανγκό»: Την Μπεατρίς Ντάλ, Μπέτυ Μπλου στην ομώνυμη ταινία, που ο πρωτότυπος τίτλος της είναι “37,2 le matin”. Την Ευδοκία, πέρα από το χιλιοπαιγμένο της ζεϋμπέκικο. Την Στέλλα του Κακογιάννη, τη στιγμή ιδίως που η μελλόνυμφη Μελίνα κλαίει για τον Κώστα Κακαβά και για όλα τα αγόρια που είναι σαν κι εκείνον. Τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη: «…Και το βράδυ όπου κυλιέμαι/στα γρασίδια καθενού/λες και κονταροκτυπιέμαι/ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου/Τη χαρά δεν τη γνωρίζω/και τη λύπη την πατώ/σαν τον άγγελο γυρίζω/πάνω απ’το γκρεμό.»
Η τέχνη διαθέτει ένα συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι της ζωής: Η λέξη «τέλος» πέφτει την ιδανική ακριβώς στιγμή με ένα απλό νεύμα του δημιουργού. Στην πορεία των χρόνων διδάχθηκα με τον οδυνηρότερο τρόπο ότι το «ζην ποιητικώς» αποτελεί μιαν αξεπέραστη αντίφαση. Μόνο «θνήσκειν ποιητικώς» υπάρχει. Η καθημερινότητά μας τρέφεται με απομυθοποιήσεις, συμβιβασμούς, αποσιωπήσεις, αυτοματοποιημένες κινήσεις…
Κάθε ευφυής και ευαίσθητος ενήλικας, ο οποίος αποφεύγει να εκτροχιαστεί και να στουκάρει, είναι καταδικασμένος να πλήττει μόνος του ή με παρέα.
«Οποία ηττοπάθεια!» πιθανόν να φρίξετε. «Ποιος μας απαγορεύει να παραμένουμε ισοβίως παράφοροι κι αδέκαστοι; Να καταργούμε οτιδήποτε τείνει να εκπέσει σε συνήθεια, να καίμε πίσω μας τις γέφυρες, να θυσιάζουμε τα κεκτημένα μας υπέρ του άδηλου μέλλοντος;» Η απάντηση συνιστά την τραγωδία του ρομαντισμού: Ο επαγγελματίας επαναστάτης γίνεται –αθελά του- ολοένα και περισσότερο επαγγελματίας, ολοένα και λιγότερο επαναστάτης. Ο «ανδρείος της ηδονής» -γυναίκα ή άντρας, ετεροφυλόφιλος ή ομοφυλόφιλος- ανεπαισθήτως καταντάει βουλιμικός. Έχει ανάγκη από διαρκώς ισχυρότερες δόσεις για να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Στην αληθινή ζωή, η ελευθεριότητα συντρίβεται ανάμεσα στην έξη και στον κορεσμό.
Είναι λοιπόν η Μαρία Σνάιντερ ένα φάντασμα που εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια μάς βγάζει γλώσσα από την οθόνη; Δεν έχουμε ελπίδα να την πετύχουμε -ζουμερή και κοχλάζουσα- σε ένα άδειο ενοικιαζόμενο διαμέρισμα των Παρισίων ή των Πετραλώνων για να μας σώσει από τον εαυτό μας; (Ενώ εμείς θα τη σώζουμε από τον δικό της εαυτό…) Βίος ανεόρταστος, μακρύς δρόμος απανδόχευτος. Πανδοχεία αρσενικά και θηλυκά -δοχεία του Πανός ή του παντός- βεβαίως και εμφανίζονται κατά τον ρουν των ημερών μας, συνήθως όποτε συντετριμένοι από κάποιο χτύπημα της μοίρας παραπαίουμε. Καταλύουμε μέσα τους και ανακαλύπτουμε ξανά την απόλαυση και ξεπερνάμε την αυτοκτονική διάθεση που μας έχει καταλάβει. Μα η παραμονή μας είναι αυστηρά περιορισμένης διάρκειας. Άμα δεν κάνουμε εγκαίρως τσεκ-άουτ, θα χάσουμε όλα τα προνόμια του ενοίκου. Θα γίνουμε γκρουμ, ρεσεψιονίστ ή –στην καλύτερη- ιδιοκτήτες του πανδοχείου.
Συμπέρασμα: Το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», αν και κινηματογραφική ταινία μεγάλου μήκους, διαρκεί όσο κι ένα τανγκό. Όσα τέτοια τανγκό και αν χορέψουμε, θα αποτελούν ελάχιστα σημεία, τελείες στο χρόνο μας. Εάν ενώναμε αυτές τις τελείες, ίσως και να σχηματιζόταν εμπρός στα μάτια μας το πρόσωπο της Μαρίας Σνάιντερ.-
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ.
The article expresses the views of the author.
iPorta
1 Comment
Γνωρίζετε ότι “εκείνο το κορίτσι που απέπνεε άγρια ελευθερία” βιάστηκε για να γυριστεί η σκηνή με το βούτυρο, καταστράφηκε η ζωή της και ποτέ κανείς δεν έκανε κάτι γι΄αυτό; … και κάνουμε κ μνημόσυνα στον Μπερτολούτσι που σχεδίασε αυτόν το βιασμό για να μη μιλήσει κανείς για τον βιαστή τον ίδιο.