Αν και το button του φαναριού που διευκολύνει το πέρασμα από την παραλία προς τον οικισμό είναι ρυθμιζόμενο – που αυτό σημαίνει ότι με ευχέρεια κάποιος θα μπορούσε να ‘έπαιζε’ μαζί του αναβοσβήνοντάς το και να ήταν στα κακά του χάλια(απορυθμισμένο) – ποτέ, οσάκις πεζός τυγχάνει να περνώ απέναντι, πάντα στον χρόνο τον αναμενόμενο αναβοσβήνει διευκολύνοντας την κυκλοφορία.
PANE DI CAPO ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ
Αργά το απόγευμα κατά τις 8.30, παρότι ο ήλιος άρχισε να γέρνει και η ζέστη να επιμένει η θερμοκρασία κρατιόταν σε υψηλά επίπεδα, και δεν θα υπεράβαλα εάν έλεγα ότι για τα δεδομένα της περιοχής όπως παλιοί θυμούνται, τέτοια ζεστή και ταυτοχρόνως αποπνικτική ατμόσφαιρα πρώτη φορά συνέβαινε. Αιτία ήταν να αναβάλω και το προγραμματισμένο ραντεβού που είχα στην Ιθώμη (Αρχαία Μεσσήνη), όπου ρίχνοντας μια πετσέτα στην πλάτη κατηφόρισα ανάμεσα από τα λιγούστρα και τις πικροδάφνες προς τη θάλασσα. Ομολογώ ότι αν και διαμένω σχεδόν πλάι της, οι επισκέψεις μου για μπάνιο, χάζεμα, ψάρεμα και φαγητό είναι πολύ λίγες, μετρημένες θα έλεγα, προτιμώντας τα απόμακρα είτε στα χωριά (περισσότερο) είναι αυτά είτε σε παραλίες, ταβερνάκια.
Ομολογώ ότι μετά από το μπάνιο και κάποιες κουβέντες που ανταλλάξαμε με περίοικους γνωστούς, ξάπλωσα για λίγο στην αμμουδιά με αποτέλεσμα να αποκοιμηθώ, οπότε κάποια στιγμή κι ενώ η ώρα ήταν 10 και κάτι πετάχτηκα επάνω τινάζοντας την άμμο που είχε φράξει το δεξί μου αυτί έκανα ένα γρήγορο ντους στο κοινόχρηστο των λουομένων, μάζεψα πετσέτα, ψάθα και τσαντάκι παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
Στο ρυθμιζόμενο φανάρι περίμενα λίγο μέχρι να ανάψει πράσινο, οπότε στο διάστημα αυτό της αναμονής μου βλέπω έναν κύριο, γύρω στα 50 με αθλητική φόρμα και παπούτσια φωσφορίζοντα στο απέναντι πεζοδρόμιο, να κρατά στην αγκαλιά του ένα σκυλάκι από αυτά τα έντονα χνουδωτά, να το αφήνει κάτω όπου κρατώντας το λουρί του άρχισε αυτό να τρέχει δεξιά-αριστερά και πάλι να ξαναγυρίζει προς τον κύριο του κουλουριάζοντας την αλυσίδα στα πόδια του. Παρότι το φανάρι άναψε πράσινο κι εγώ είχα περάσει προς την πλευρά του και βρισκόμουν σχεδόν δίπλα του, προτίμησε να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες για τα κατοικίδιά μας κι όχι να περάσει απέναντι προς την πλευρά της θάλασσας. Η μικρή Ίρις με το που έσκυψα να την χαϊδέψω λες και με γνώριζε καιρό, άρχισε να κάνει σβούρες γύρω από τα πόδια μου, να γλείφει τα παπούτσια μου, να πηδά στο στήθος μου νοιώθοντας πολύ οικεία και γνώριμα.
Τέτοιες εικόνες, εικόνες καθημερινότητας και ρουτίνας στις οποίες οι περισσότεροι έχουμε συνηθίσει, να μη τις θεωρούμε δεδομένες. Να είμαστε ευγνώμονες πρώτα προς τον Μέγα ρυθμιστή των πάντων, το Θεό που ζούμε απολαμβάνοντας τέτοιες μικρές αλλά πολύ σημαντικές στιγμές, για τη ζωή που χαμογελάει δίπλα μας και μας κλείνει το μάτι προκαλώντας μας να την χορτάσουμε, για τον όμορφο κόσμο και ευγενή από τον οποίο περιτριγυριζόμεθα, για τη φύση που απλόχερα μας δίνεται καθημερινά, για τις όποιες μικρές σπίθες αισιοδοξίας που αγαλλιάζουν τις ψυχές μας επιτρέποντάς μας να λογιζόμαστε άνθρωποι.