Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Με αφορμή μια κοινωνική υποχρέωση, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

 

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Αν και το χωριό μου το επισκέπτομαι σε διαστήματα που οι επαγγελματικές μου  υποχρεώσεις  το επιτρέπουν, αυτή τη φορά μια κηδεία με υποχρέωσε να επιστρέψω ξαφνικά. Είναι εκεί που πέρασα τις χαρές και τις πίκρες μου, είναι εκεί που γρατζούνισα γόνατα και κεφάλι άνοιξα είτε στους πετροπόλεμους με τα φιλαράκια μου τα κολλητάρια είτε στο βουνό ανεβαίνοντας για ν’ αγναντέψω την αφετηρία του Ιμπραήμ πασά – το Ναβαρίνο – προς το ηρωικό Μανιάκι με σκοπό την προέλαση του στην Πελοπόννησο. Είναι τότε που για ένα μικρό χρονικό διάστημα – περίπου τρεις μήνες – έβγαλα το χέρι μου πέφτοντας από το ποδήλατο χωρίς να το μαρτυρήσω στους γονείς μου οι οποίοι εξάλλου έλειπαν στα μεροκάματα και χωρίς να δώσω και μεγάλη σημασία έπαθε αγκύλωση και με έτρεχαν σε πρακτικούς γιατρούς μετά για να μου το ξανά σπάσει, να το ισιώσει τοποθετώντας το σε νάρθηκα από καλάμια και εννοείται αποχή από τα παιχνίδια και κυρίως το ποδόσφαιρο με το οποίο παθιαζόμουν.

Η επαρχία τότε ήταν ζόρικη υπόθεση να ζει κάποιος, και πέραν αυτού στον δικό μας μικρόκοσμο, τον παιδικό, ασυγχώρητη στο να μη συμμετέχει κάποιος στα παιχνίδια. Δεν χρειαζόταν δα και πολύ από το να του κολλούσαν την ρετσινιά του κουλού. Με το χέρι λοιπόν κρεμασμένο σε ένα πανί και με εντριβές μόνο σε χλιαρό σαπουνόνερο επί αρκετή ώρα δυο τρεις φορές τη μέρα, απείχα από το ποδόσφαιρο, από το να καβαλάω το ποδήλατο αλλά και από το να κουβαλάω το κούτσουρο κάθε πρωί για τη σόμπα του σχολείου που ήταν υποχρεωτικό. Περιορίστηκα λοιπόν στα εντελώς απαραίτητα: στα μαθήματά μου, στην ανάγνωση βιβλίων τσέπης (βίπερ), στο φορητό ραδιοφωνάκι με τις μπαταρίες που μας είχε στείλει ο θείος Πάνος (αδελφός του πατέρα μου) από την Τασκένδη και μερικές φορές να στέκομαι στην άκρη του γηπέδου για να μαζεύω την μπάλα με το άλλο μου χέρι όταν ξέφευγε και έπεφτε στα μποστάνια του μπάρμπα Αντώνη και τσάκιζε τις κορφάδες τους. Αλλά εδώ που τα λέμε για ένα διάστημα έκρυβα τον πόνο μου βαθιά σε μια θέση μέσα μου, σε ένα μέρος δηλαδή που δεν ήθελα κανένας να γνωρίζει. Τον ήθελα ολόκληρο δικό μου. Τη θλίψη ήθελα να την διαχειριστώ μόνος μου.

Τι να απέγινε όλη αυτή η παρέα, όλο αυτό το βουητό που δεν άφηνε άνθρωπο να ησυχάσει, όλα αυτά τα καλντερίμια που οι πέτρες τους από τις επιδρομές μας γυάλισαν πια, έγιναν γλιστερές και άνθρωπος κινδυνεύει να παραπατήσει και να βρεθεί ανάποδα κι ένας θεός ξέρει αν γλιτώσει, ρωτώ τον πεθαμένο. Ένας που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος από μένα όπου το έπαιζε μάγκας γιατί ήταν και ο μοναδικός που φορούσε ρολόι, μου είχε αστράψει τα μούτρα κάποτε για να γυαλίσει στον ήλιο και να το δω τώρα ξυλοφορτώνει τη γυναίκα του σε καθημερινή βάση, ο άλλος που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του κι αναζητούσε να μπλεχτεί σε καυγάδες για να κάνει φιγούρες και σαματά, αυτός πήγε στο διπλανό χωριό νύχτα, έκλεψε το μηχανάκι από κάποιο αγροτόσπιτο και σκοτώθηκε στον γυρισμό γιατί δεν φορούσε κράνος, και ο τρίτος ο μέγας και θεριακλής στα χασίσια, στα μπαρ με γυναίκες και ποτά παλιότερα εξακολουθεί να είναι άνεργος, όπου και να τον γυρίσεις ανάποδα ούτε πεντάρα τσακιστή δεν θα πέσει από τις τσέπες του, εξακολουθεί να είναι κάθε βράδυ λιώμα στο μεθύσι, να μη βρίσκει το δρόμο επιστροφής στο σπίτι του και δεν είναι ικανός να βάλει πέντε κεραμίδια πάνω στη σκεπή που τα πήρε ο αέρας και κάθεται με ένα μπουφάν και τουρτουρίζει τις νύχτες στριμωγμένος σε μια γωνιά πλάι στο τζάκι του το σβηστό.

Και ξανά βαθιά μέσα μου πόνεσα, ξανά βαθιά μέσα μου μάτωσα. Ναι, για εκείνους.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ένα κομμάτι νύχτας, του Γιώργου Χατζηδιάκου
Καλύτερος Άνθρωπος…, του Κωστή Α.Μακρή
ΑΓΑΠΗ, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.