Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο
Καθώς γύριζα τις σελίδες του βιβλίου, μύρισε το δωμάτιο λίγο από καλοκαίρι και λίγο από νωπό σεντόνι μετά τον πρώτο έρωτα της νύχτας. Είχα την αίσθηση –κι απ’ ό, τι φαίνεται έτσι πρέπει να’ ταν- πως κάτι σάρκινο σπαρταρούσε κάθε που το δάχτυλό μου ακολουθούσε τις γραμμές: αλπικές εκτάσεις αντέγραφαν γεωμετρίες του Ισημερινού και κλαδάκια μυγδαλιάς φέρναν στο παράθυρο δροσοσταλίδες φλεβαριάτικης μελαγχολίας κι ας φώναζαν όλα έξω πως έδυε ένας Αύγουστος φακίρης.
Ώσπου, λαθροχάραξε κι ένα αποδημητικό έαρ φύσηξε ξελευθερία…
Φόρεσα προσεκτικά την δαχτυλήθρα της γιαγιάς κι άρχισα να μελετώ τις κλωστές και τις σταυροβελονιές στα Αποθησαυρισμένα. Όμως, αυτό δεν αρκούσε. Έπρεπε να μάθω και την ανάγνωση από το χέρι που πετροβόλησε με βότσαλα τους στίχους κι έκανε το τέρας του μύθου να παραδώσει τα όπλα. Έμαθα πως στο ταξίδι της επιστροφής, ντυμένη στα κόκκινα, απέστρεψε το πρόσωπό της τραυματίζοντας θανάσιμα τον νικητή. Θαρρώ πως την λέγανε Αριάδνη.
* Συναντήσαμε την ποιήτρια Μαρία Δαλαμήτρου και συζητήσαμε μαζί της εφ’ όλης της ύλης.
Μαρία, πρόσφατα εξέδωσες την ποιητική συλλογή «Αποθησαυρισμένα». Θα ήθελες να μας μιλήσεις γι’ αυτό σου το βιβλίο;
Αποθησαυρίζω σημαίνει καταγράφω σημασίες λέξεων που δεν έχουν καταγραφεί. Στα Αποθησαυρισμένα υπάρχουν 48 ποιήματα, αλφαβητικά δοσμένα, δύο λέξεις από κάθε γράμμα της αλφαβήτας που δίνονται ως τίτλος, ορίζονται όμως αλλιώς, με τον μεταφορικό τρόπο της ποίησης. Δύο από αυτά τα ποιήματα εμπνέονται από τον θησαυρό της Κέρου, τα θραύσματα που βρέθηκαν εκεί, τα ειδώλια που κατατέθηκαν εξ αρχής σπασμένα, ως μέρος μίας τελετουργίας.
Γράφεις σ’ ένα σου ποίημα:
«Αν δεν είχα μάθει τη λέξη,
η λέξη δε θα είχε αλλάξει τη σκέψη».
Στο μυαλό μου έρχονται τα λόγια του Γιώργου Βέλτσου από την Βαβέλ του, πως: «Η γλώσσα ολόκληρη είναι μια παρανομασία εν εξελίξει, διότι και η ταυτότητα του ομιλούντος είναι μια «αστειότητα γραμματική»». Φοβάσαι την πιθανή παρανάγνωση των ποιημάτων σου ή μήπως ποντάρεις σε εκείνες τις κηλίδες του καφέ που πάντα αποκρύπτουν κάτι από τις άσωτες γραμμές;
Το δεύτερο. Ποντάρω στις κηλίδες του καφέ, που κρύβουν λέξεις από τις γραμμές, και βγάζουν άλλο κείμενο, υποσκάπτοντας έτσι την αυθεντία του συγγραφέα και αναδεικνύοντας την αυταξία του κειμένου. Μια τέτοια “παρανάγνωση”, ωστόσο, επιστρέφει, ως κοπλιμέντο, στον συγγραφέα που την προκάλεσε. Με αυτόν τον τρόπο, είμαστε όλοι ικανοποιημένοι.
Η μνήμη συντηρεί ή παραχαράσσει; Και τελικά, τι μένει στην μνήμη, ό,τι αγαπήσαμε ή ό, τι δεν κερδίσαμε;
Η μνήμη είναι εγγύηση ταυτότητας. Όμως δουλειά του εγκεφάλου είναι και να μπορεί να λησμονεί τα περιττά, για να λειτουργεί σωστά. Από την άλλη, ποια λησμονιά; Δεν ξεχνάμε τίποτα, όμως θυμόμαστε πολύ λίγα, λέει η Ψυχανάλυση. Κάθε εμπειρία αφήνει το ίχνος της και επηρεάζει, ίσως ντετερμινιστικά, επόμενες εμπειρίες. Η μνήμη συντηρεί παραχαράσσοντας, δαρβινικά μιλώντας, συντηρεί αυτές τις εκδοχές έτσι όπως εξυπηρετούν την επιβίωση, υπερτονίζοντας ή απωθώντας γεγονότα. Στην Κέρο, οι άνθρωποι θυμούνταν τους νεκρούς τους, και κατέθεταν σπασμένα ειδώλια για αυτούς. Ίσως όλη η τέχνη να είναι μία απόπειρα να ξεφύγει ο άνθρωπος από το memento mori, από τη διαρκή υπόμνηση θανάτου και τέλους.
Ποιο είναι εκείνο το σημείο που διχοτομεί τις ζωές μας, όπως γράφεις στο ποίημα σου «Ζήτημα»;
Το τραύμα. Η βίαιη καταστροφή της τάξης, της σωματικής και ψυχικής ηρεμίας. Το τραύμα διχοτομεί τη ζωή στα “πριν το τραύμα” και “μετά το τραύμα”. Το τραύμα δημιουργεί αορίστους και υπερσυντελίκους εκεί που υπήρχε παρόν και μέλλον. Το τραύμα ανάγει το προτερόχρονο, την “πριν το τραύμα” κατάσταση, σε αντικείμενο λατρείας. Το τραύμα σε αφήνει όμηρο στα ανοιχτά του χρόνου, όπως λέει και το ποίημα.
Στα «Αποθησαυρισμένα» μπορεί να εντοπίσει κανείς τουλάχιστον τρεις ορισμούς για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι λήθη, σμίξιμο ή αποκόλληση;
Ο έρωτας είναι αποκόλληση, τελεία και παύλα. Ο έρωτας θέλει το ρήμα “θέλω” στον Ενεστώτα, μεταβατικό, με αντικείμενο, αλλά ανικανοποίητο, για να μπορεί να υπάρχει. Έρωτας είναι να θέλεις. Το να θέλεις καταργείται όταν πραγματοποιείται το να έχεις. Ο έρωτας λοιπόν είναι απόσταση-απουσία-απώλεια-αποκόλληση.
Πόση σάρκα αντέχει η ποίηση; Μήπως, πάλι, πνευματοποιούμε ό, τι δεν τολμάμε να αγγίξουμε;
Η ποίηση είναι σάρκα. Η λέξη, η μορφή της και ο ήχος της, είναι σάρκα. Η σημασία της, το όποιο σημαινόμενο πίσω από το σημαίνον, είναι αυθαίρετα αποφασισμένα. Εν αρχή ην η σάρκα. Η σκέψη η ίδια είναι ιός εκ σαρκός εκπορευόμενος.
Κρυβόμαστε πίσω από την ποίηση ή ξεγυμνωνόμαστε; Παίζουμε «κλέφτες κι αστυνόμους» με την αλήθεια που δεν αντέχουμε;
Από τους μοντέρνους ποιητές και μετά, η ποίηση δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά φυγή από την προσωπικότητα. Poetry is not an expression of personality, but an escape from personality. Τάδε έφη Eliot. Κρύβεσαι στην ποίηση, αλλά, νομίζω, με την ελπίδα να σε βρουν. Ασπάζομαι τον παιδίατρο και ψυχαναλυτή Winnicott σε αυτό: “είναι χαρά να κρύβεσαι, αλλά δυστυχία να μη σε βρίσκουν”. Στην ποίηση, λοιπόν, κρύβεσαι επιμελώς, καλά, και διαρκώς, με τη μύχια επιθυμία κάποιος να σε βρει.
Ποια είναι τα στοιχεία της καλής ποίησης;
Βάζεις στο shaker 43, ή όσα, χρόνια εμπειρίας, και αφού αυτά αναμειχθούν και μπερδευτούν, αφαιρείς τις περιττές φλούδες, προσθέτεις λέξεις, ανακινείς, συμπυκνώνεις, διαλέγεις το σωστό μέγεθος ποτηριού, και σερβίρεις πάντα σε ακραίες θερμοκρασίες. Ή πολύ καυτό, ή παγωμένο, όχι μέτριο. Ιδανικά, το ποίημα πρέπει να καίει λίγο στη γλώσσα ή να πονάει στα δόντια.
Θα ήθελες να μας εισαγάγεις στο ποιητικό σου εργαστήρι;
Επειδή πριν μιλήσουμε, ακούμε, και πριν γράψουμε, διαβάζουμε, είναι το εργαστήρι ενός ανθρώπου που διαβάζει λογοτεχνία, ποίηση, graphic novels, επιστημονική φαντασία, και Ψυχανάλυση.
Το χτίσιμο των ποιημάτων σου είναι εξαιρετικό. Πώς τα επεξεργάζεσαι; Κάνεις πολλές διορθώσεις; Πόσο χρόνο σου παίρνει;
Νομίζω πως υπάρχει μία στιγμή επιφοίτησης – epiphany το έλεγαν οι Ρομαντικοί – όπου η πτώση (κυριολεκτικά) μίας ιδέας πάνω σου, που έρχεται και σε βρίσκει, συμπίπτει με τη διάθεσή σου να τη μετασχηματίσεις σε ποίημα. Όταν προκύπτουν τέτοιες ευτυχείς στιγμές, στο ποίημα δεν γίνονται συνήθως διορθώσεις. Όμως και γράφω και σαν άσκηση, είναι μία μορφή προπόνησης που πρέπει να γίνεται τακτικά νομίζω, όπως κάθε μορφή σωματικής άσκησης.
Υπάρχει γυναικεία γραφή; Ποια θα έλεγες πως είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής σου;
Υπάρχει εξωτερίκευση της γυναικείας εμπειρίας στη γραφή. Κάποτε δεν υπήρχε. Όπως, ευτυχώς, υπάρχει εξωτερίκευση της εμπειρίας κοινωνικών ομάδων ή μειονοτήτων που μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσαν ούτε να οριστούν ως τέτοιες. Από τη θέση που γράφω κι εγώ, σίγουρα φέρω κάποια χαρακτηριστικά: λευκή μεν, γυναίκα δε, Ευρωπαία μεν, Ελληνίδα δε. Γράφω με όσους περιορισμούς μου επιβάλλουν ή δυνατότητες μου δίνουν αυτές οι ταυτότητες.
Ποιες είναι οι επιρροές σου;
Οι Μοντερνιστές. Κυρίως η αγγλόφωνη ποίηση του Μοντερνισμού. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1910, ή περίπου τότε, ο ανθρώπινος χαρακτήρας άλλαξε, είχε πει η Virginia Woolf. Κάτι τέτοιες διαπιστώσεις των αρχών του εικοστού αιώνα είναι οι επιρροές μου.
Είσαι Διδάκτωρ του τμήματος Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Essex. Πώς επηρεάζει την συγγραφική σου δουλειά αυτή σου η επιστημονική εξειδίκευση;
Από τη μία σου δίνει την απαραίτητη ψυχρότητα και νηφαλιότητα να βλέπεις τα κείμενά σου από απόσταση, από την άλλη σε καθιστά δέσμια μίας διαρκούς και τελειομανούς ενδοσκόπησης στο κείμενο. Ας κρατήσουμε τα οφέλη και από τις δύο καταστάσεις.
Για ποιο λόγο η λογοτεχνική κριτική έχει τόσο κακοχαρακτηριστεί; Τι είναι η κριτική της λογοτεχνίας και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς ακαδημαϊκά με την λογοτεχνία;
Αν η σημασία είναι το πνευματικό ισοδύναμο στο σώμα της λέξης, η λογοτεχνική κριτική είναι το ίδιο για το σώμα της λογοτεχνίας. Ταυτίζεται με την ανάγκη του Homo Sapiens να προσδώσει συνεκτικά νοήματα και σταθερές σημασίες στα πράγματα. Οι σημασίες βέβαια αποφασίζονται κοινωνικά και ιστορικά, άρα υπόκεινται σε μεταβολές. Η λογοτεχνική κριτική επιχειρεί καλοπροαίρετα να χτίσει ένα τέτοιο σώμα κοινά αποδεκτών αξιών για το σαρκίο των λέξεων. Κακοχαρακτηρίζεται γιατί υπόκειται και αυτή στα δικά της “τυφλά σημεία”. Πώς θα αντιμετώπιζαν, π.χ., οι κριτικοί το κείμενο μίας έγχρωμης μη-δυαδικής συγγραφέως πενήντα χρόνια πριν; Πρέπει να αναρωτιόμαστε ανά πάσα στιγμή ποιος ασκεί την κριτική, από ποια θέση εξουσίας, με ποια χαρακτηριστικά. Σε όλον αυτόν τον υποκειμενισμό που διατρέχει τη λογοτεχνική σύνθεση και την κριτική, πρέπει να θυμόμαστε να διατυπώνουμε τα ίδια ερωτήματα τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον κριτικό. Μήπως και πιάσουμε κάτι αντικειμενικό, αν υπάρχει αυτό.
Ειδικά στην Ελλάδα η ποίηση ήταν ανέκαθεν υπερβολικά σοβαρή. Εκτός από την σάτιρα, το χιούμορ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο στην ποιητική γραφή; Για ποιο λόγο δεν έχουμε εκμεταλλευτεί επαρκώς αυτό το στοιχείο;
Άντε ντε; Στο χιούμορ θριαμβεύει η μεταφορά, η παρ-ωδία των πραγμάτων, η γνωριμία με τα πράγματα αλλιώς. Κάτι που κάνει εν γένει η ποίηση, δηλαδή. Νομίζω μόνο ένας ελιτισμός θα απέκλειε το χιούμορ από τα συστατικά της ποίησης.
Σ’ αυτή την τόσο στείρα και σκληρή εποχή, υπάρχει χώρος για ποίηση; Η πανδημία επηρέασε την δημιουργικότητά σου;
Για να παραφράσω τη Λουίζ Γκλυκ, τέτοιες εποχές βασανίζουν τους καλλιτέχνες, ευνοούν όμως την τέχνη – που δεν είναι στερεότυπο να πούμε ότι ανθίζει στις δυσκολίες. Προσωπικά βρήκα τον χρόνο να γράφω και να διαβάζω πιο συστηματικά, κάτι που δεν ήταν δεδομένο. Ο εγκλεισμός μάς επανασύστησε μία απωλεσθείσα αίσθηση του χρόνου: παρά τον θάνατο και το στέρεμα χρόνου για τους συνανθρώπους μας που έφυγαν από τον ιό, για όλους τους υπόλοιπους έγκλειστους ο χρόνος υπήρχε άφθονος, άσωτος, ατελείωτος.
Ετοιμάζεις κάτι αυτή την περίοδο;
Ναι, ετοιμάζονται διηγήματα μου. Ανάμεσα σε αυτά και ένα επιστημονικής φαντασίας, που θα ήθελα να εκπροσωπείται περισσότερο στην Ελλάδα. Τα ερωτήματα για τον άνθρωπο και το σύμπαν του τα προσπερνάμε στην καθημερινή μας ρουτίνα, όμως αν κάνουμε zoom out, εκεί έξω τώρα γεννιούνται και πεθαίνουν αστέρια, κι αυτή είναι μία εικόνα που πρέπει να συμπεριλάβεις στις μικρές, καθημερινές εικόνες. Σου παίρνει το άγχος από τα εδώ.
Τι μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στους αναγνώστες μας;
Θα τους ευχηθώ να “μεθύσουν” ευχάριστα με όσα διαβάζουν, και θα τους αποχαιρετήσω με έναν στίχο: “η ποίηση: τρελός που ήπιε, ορκίζεται πως δεν θα ξαναπιεί”.