Ξημερώματα Σαββάτου, εκεί γύρω στις τέσσερις, επιστρέφω στο σπίτι μετά από επίσκεψη σε φίλο προκειμένου να του ευχηθώ για την ονομαστική του εορτή. Άγγελος το όνομά του, και στις 8/11 (των Ταξιαρχών) είχε την τιμητική του. Ο δρόμος άδειος, κι ένα ψιλόβροχο που έχει μετατρέψει την άσφαλτο σε γυαλιστερή πίστα αγώνων αυτοκινήτου. Σκέτη τσουλίθρα. Ξεκινώ με χαμηλή ταχύτητα και ξάφνου μετά από ένα χιλιόμετρο περίπου με προσπερνά ένα άλλο αυτοκίνητο σαν σίφουνας, σαν δαιμονισμένος αέρας. Στη διαπασών οι μουσικές του με τα καψουροτράγουδα. Στα εκατό μέτρα παρακάτω σταματά απότομα. Κοκαλώνω το αυτοκίνητο. Θέλω να τον πλευρίσω, θέλω να του πω κάτι για τη μάνα που τυχόν τον περιμένει ή μια γυναίκα με ένα παιδί ή για το κορίτσι του ή για τον δάσκαλό του ή ακόμη και για τη σκυλάδικη κουλτούρα του. Ή, εάν το αλκοόλ του φουντώνει το κεφάλι, να το γυρίσει στην γκαζόζα ή πιο καλά στην πορτοκαλάδα.
Το αυτοκίνητό του παρατημένο καταμεσής της ασφάλτου με ανοιχτή την πόρτα κι αυτός πεσμένος επάνω του λες και το έχει αγκαλιάσει. Βλέποντας με να πλησιάζω σκύβει προς την άσφαλτο. Τον έχω σχεδόν πλευρίσει, είμαι πλέον δίπλα του με ανοιχτό το παράθυρο. Μες στη χούφτα του κάτι κλείνει. Μου γνέφει με το κεφάλι κάτι σαν συγγνώμη κι ανοίγει την παλάμη του τεντώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια του προς τον ουρανό. Ένα σπουργίτι μόλις και μετά δυσκολίας φτερουγίζει μακριά από το δρόμο με κατεύθυνση την πλαγιά του βουνού. Ξεροκαταπίνω, δένεται η γλώσσα μου, κουβέντα να βγάλω δεν μπορώ. Ρίχνω μια γουλιά νερό στον ουρανίσκο για να κατέβει ο κόμπος και βάζω πρώτη. Ύστερα δεύτερη, και μετά τρίτη. Η οθόνη συστήματος πολυμέσων του αυτοκινήτου με ηχητικό σήμα με προειδοποιεί ότι στην συνέχειά του ο δρόμος έως και τα 11 χιλιόμετρα που απομένουν μέχρι τον προορισμό μου είναι στεγνός. Τοπική και για τέσσερα περίπου χιλιόμετρα ήταν μόνο η βροχή. Βάζω τετάρτη, πέμπτη, έκτη, εβδόμη και κινούμαι χαλαρά σε μια απέραντη ευθεία των τεσσάρων χιλιομέτρων πλήρως φωτιζόμενη αλλά ταυτοχρόνως και ελεγχόμενη. Σκέφτομαι: πόσο, μα πόσο όμορφη είναι η ζωή, πόσο, μα πόσο πολυσύνθετοι είναι οι άνθρωποι τελικά, ώστε να μη χωρούν στα δικά μου ερμηνευτικά στερεότυπα και δεδομένα. Ευτυχώς.