Στην τάξη μας, οι μαθητές είχαν χωριστεί σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ήταν αυτοί που πεινούσαν και λιποθυμούσαν. Στη δεύτερη ήταν αυτοί που πεινούσαν χωρίς να λιποθυμούν. Και στην τρίτη, ήταν αυτοί που τρώγανε όσο ποτέ στη ζωή τους, γιατί οι πατεράδες τους ήταν αγρότες, μαυραγορίτες, ή και τα δύο.
Εμείς οι πεινασμένοι της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αποφασίσαμε να βάλουμε τέρμα σε αυτήν την κατάσταση. Οργανωθήκαμε και μια μέρα ανακοινώσαμε στην τάξη ότι είναι απαράδεκτο
οι μισοί να παχαίνουν και οι άλλοι μισοί να πεθαίνουν της πείνας.
Οι χωριάτες έβαλαν τις φωνές. Είχαν και τον αέρα που τους έδινε η σωματική τους ευρωστία. Όμως εμείς ήμασταν οι περισσότεροι και οι αποφασισμένοι για όλα. Είπαμε: ”Δεν μπαίνει κανείς στην τάξη αν δε βάλει τρόφιμα
(πατάτες, αλεύρι, σταφίδα αυγά) στο καλάθι που βρίσκεται μπροστά στην πόρτα”.
Την άλλη μέρα δυο – τρεις έφεραν τρόφιμα. Οι άλλοι πήγαν να περάσουν με το ζόρι. Έπεσε ξύλο. Όταν έμαθαν οι καθηγητές τα καθέκαστα, τήρησαν ουδετερότητα για το φόβο των Ιταλών.
Τελικά, όλοι πλήρωσαν τα αναγκαστικά ”διόδια”. Μοιράσαμε τα τρόφιμα στους σκελετωμένους συμμαθητές μας.
Σε λίγο, όλο το Γυμνάσιο έκανε το ίδιο. Έτσι, εκείνη τη χρονιά, δεν είχαμε θύματα από την πείνα.
Και όταν λέω θύματα δεν εννοώ μόνο τον θάνατο, αλλά και τις βαριές αρρώστιες που προκαλεί η έλλειψη τροφής.
Μίκης Θεοδωράκης
Απόσπασμα από το βιβλίο:
”Μίκης Θεοδωράκης – Οι δρόμοι του Αρχάγγελου”