Ο Ηλίας Καραβόλιας είναι Οικονομολόγος με ειδίκευση Γενικής Θεωρίας και Οικονομικής Πολιτικής. Κατέχει Master of Arts από το European Institute of Philosophical Anthropology
Πριν φθάσουμε να πληκτρολογούμε στα λογισμικά συστήματα του κράτους τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας, πριν φθάσουμε να τα κάνουμε όλα από την οθόνη του υπολογιστή μας, οπότε και γίνεται πλέον on line η διασταύρωση στοιχείων και μητρώων, ας μην ξεχνάμε ότι επι δεκαετίες ανεβοκατεβαίναμε στους ορόφους της εφορίας, στο ΙΚΑ, στο πρώην ΤΕΒΕ, σε ένα νοσοκομείο. Όλοι είχαμε στηθεί με τις ώρες στην ουρά σε μια δημόσια υπηρεσία. Και όλοι αγανακτούσαμε καθημερινά στην «επαφή» με το κράτος. Ένα κράτος που μπορεί να σε τύλιγε για χρόνια στα δίχτυα της γραφειοκρατίας( ή να σε είχε τρελάνει στην καλύτερη περίπτωση) και της παράνοιας…
Ας μην γελιόμαστε: η σχέση μας με το Δημόσιο ήταν, είναι (και μάλλον θα είναι) μια σχέση σχιζοειδής. Παρανοικές διατάξεις, πολυνομία, αυθαίρετες ερμηνείες νόμου και κανονιστικών οδηγιών, είναι δυστυχώς στοιχεία που συνεχίζουν να αποτελούν την πραγματικότητα πίσω απο τις οθόνες. Ο πολίτης πληρώνει τους φόρους, τις εισφορές του, τα χαράτσια αλλά δεν αποκομίζει το ανάλογο ανταποδοτικό όφελος, κυρίως σε επίπεδο υπηρεσιών, αφού σχεδόν πάντα κάτι μένει σε εκκρεμότητα. Κάποιο χαρτί θα λείπει πάντα άσχετα αν σήμερα μπορείς απλά να το επισυνάψεις ηλεκτρονικά. Οι συνταξιούχοι για παράδειγμα, που κάνουν αίτηση για τις συντάξεις της πείνας, ξέρουν καλά τί θα πεί αναμονή και υπομονή. (Σημ: το ίδιο φυσικά και όσοι επιχειρούν να ξεκινήσουν κάτι επιχειρηματικό ή όσοι για κακή τους τύχη αρρωστήσουν και πρέπει να εισαχθούν σε ένα νοσοκομείο)Άραγε πόσο εδραιωμένη στο παρελθόν είναι αυτή η αταίριαστη σχέση πολίτη-κράτους; Πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της παράλογης αυτής «συμβίωσης» στην Ελλάδα;
Όλοι ξέρουμε ότι ουσιαστικά ποτέ δεν «ιδρύθηκε» κράτος σε αυτό τον τόπο. Ποτέ δεν οργανώθηκε με βάση τα ευρωπαϊκά και δυτικά πρότυπα. Δέσμιο μιας ανατολίτικης λογικής, συμπεριφέρεται σαν κράτος-αφέντης. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένα μόρφωμα -φέουδο, το οποίο αφού κατακτηθεί αρχίζει να «κατανέμει» προνόμια σε λίγους.
Το κράτος είναι το «ταμείο» που εποφθαλμιούν τα κόμματα – και κυρίως οι ηγετικές τους ομάδες – ώστε να μοιράσουν χρήμα στους πελάτες-ψηφοφόρους τους. Είναι η πηγή χρηματοδότησης ανορθολογικών συλλογικών συμπεριφορών και μή παραγωγικών επιδοτήσεων. Είναι η «πλουτοπαραγωγική πηγή», ο διαχρονικός παρασιτικός συντελεστής «παραγωγής»που ποτέ δεν έπαψε να δημιουργεί ανισότητες, μίση, φθόνο, ανταγωνισμό.
Οι εμφανείς ανισότητες παντού στον κόσμο πηγάζουν από τον μανιακό καπιταλισμό. Εδώ στην Ελλάδα τις θρέφει ο κρατικοδίαιτος ημι-καπιταλισμός των εθνικών εργολάβων, των προμηθευτών, των προνομιούχων κρατικών λειτουργών, της διαπλοκής ΜΜΕ – κομμάτων – τραπεζών.
Η πατερναλιστική λογική αρχίζει και τελειώνει στην εκτελεστική ισχύ της κομματικής εξουσίας (κάθετα και οριζόντια σε κάθε βαθμό και επίπεδο κρατικής μηχανής )την οποία κάθε φορά χρησιμοποιούν ιδιοτελώς οι εκάστοτε κυβερνώντες. Ποιά είναι η πραγματικότητα; Παρασιτισμός, συνεχής μικροπολιτική και έκσταση της επικοινωνίας με προβολή στα social media…
Επί δεκαετίες η χώρα αυτή είχε μια κακή δημόσια διοίκηση. Δεν έπασχε από νόμους και νόρμες. Λειτουργούσε μια κρατική μηχανή σε παράλληλο σύμπαν με την αγορά και την κοινωνία και το μόνο λιπαντικό της ήταν το περίφημο γρηγορόσημο. Το φιλότιμο πολλών – των περισσότερων – κρατικών λειτουργών ισορροπούσε την κατάσταση .
Πολλοί πολιτικοί φυσικά υποσχέθηκαν την πάταξη της μικρής και μεγάλης διαφθοράς και την επανίδρυση του κράτους. Ουδείς όμως τόλμησε στην ουσία να θίξει ιερά προνόμια. Να απολύσει επίορκους και υπεράριθμους. Να κόψει περιττές δαπάνες και υπέρογκες αμοιβές σε εξωφρενικούς μισθούς και παράλογα επιδόματα. Ούτε καν οι ξένοι της τρόικας μπόρεσαν να επιβάλλουν στα χρόνια των μνημονίων εξαναγκαστικές πολιτικές μείωσης της γραφειοκρατίας και περικοπής υπερβολικών και περιττών δαπανών.
Η αλήθεια είναι ότι το Δημόσιο θράφηκε τόσο πολύ ώστε δεν μπορούσε πλέον να «νικηθεί». Έγινε ο Λεβιάθαν ( βλ. Χομπς) της ελληνικής ιστορίας. Δεν μπορούσε να υπακούσει στην λογική του εξορθολογισμού, της συνετής διαχείρισης, της ουσιαστικής προσφοράς στον πολίτη. Η δε θετική προ της πανδημίας «ταμειακή»του εικόνα είναι γνωστό οτι οφείλεται σε υπερφορολόγηση και μόνο : έκλεισε η τρύπα του δημοσίου ταμείου επειδή άνοιξαν τρύπες στα σπίτια και στις δουλειές μας…
Οι δημόσιες επιχειρήσεις αποδείχθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις φορείς κομματικών διορισμών, σπατάλης και διαφθοράς. Και σήμερα που χρειαζόμαστε ένα καθοδηγητικό, ένα «παραγωγικό» κράτος κινήτρων (από την στιγμή που αυτό έγινε πλεονασματικό) ώστε να συμπράξει αποδοτικά με τον ιδιωτικό τομέα, βλέπουμε πάλι να βασιλεύει η παθητική αναμονή για τα δις των ευρωπαϊκών ταμείων και μια ακατάσχετη ρητορική αισιοδοξίας από τεχνοκράτες που έγιναν κρατικά στελέχη. Στην πραγματικότητα, σέρνεται τόσο η κρατική μηχανή ( όσο και οι συνδετικοί της μηχανισμοί με το πιστωτικό σύστημα )από μια «ηδονική απραξία», μια αέναη αδράνεια και αναβλητικότητα : αυτή που κρύβεται πίσω από τις μάσκες της δήθεν διαφύλαξης του κοινού συμφέροντος (αρχαιολογία, δασαρχείο, πολεοδομία, κ.α.).
Φθάσαμε στο σημείο να ζούμε ως πολίτες – υπήκοοι μιας παράλογης εξουσίας, με διωκτικό παραλήρημα και με νορμοθυμία απέναντι στο σιδερένιο χέρι του κράτους, σχεδόν κάθε φορά που καλούμαστε να διευθετήσουμε ένα ζήτημα με την δημόσια διοίκηση. Ζούμε με τον τρόμο της τιμωρίας. Με την αναμονή της απρόβλεπτης οφειλής και της ταλαιπωρίας. Συνηθίσαμε το ελληνικό Δημόσιο ως φορέα αντικινήτρων και ταλαιπωρίας, όχι ως πάροχο υπηρεσιών.
Μπορεί σήμερα να νοικοκυρεύτηκε δημοσιονομικά, μπορεί να έχει ψηφιοποιηθεί και να διευκολύνει τον πολίτη, όμως εξακολουθεί να παραμένει δέσμιο μιας διπολικής διαταραχής στο συλλογικό ασυνείδητου.Και αυτό γιατί «δημόσιο » είμαστε εμείς. Το «κράτος» είμαστε όλοι μας, ως κοινωνικό-ιστορικό σώμα. Άσχετα αν το διοικούν κομματικές και συντεχνιακές παρέες, είναι ο καθρέφτης της αντίληψης περί οργάνωσης και συμμόρφωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας και της αντίληψης για το πως θα πιάσουν τόπο οι θυσίες, οι φόροι και οι εισφορές μας. Σχολεία, νοσοκομεία, υπηρεσίες, υπήρξαν για πολλά χρόνια κάτι σαν τόποι δυστυχίας, αντί για αποτελεσματικές παροχές ανταπόδοσης στον πολίτη.
Η αλήθεια είναι ότι σαν κοινωνία διαχρονικά έχουμε δικαιώματα και υποχρεώσεις που δεν ισορροπούν ποτέ, δεν αντισταθμίζονται. Το νεοελληνικό υποκείμενο ταλαντεύεται μέσα στο «γραφειοκρατικό σκότος και στον χρόνο του Νόμου» ( βλ. Τσιβάκου) Και αυτό για έναν απλούστατο λόγο που φρονώ ότι δεν θα τον «προσπεράσει» εύκολα η ψηφιακή συνθήκη εκσυγχρονισμού : δεν έχουμε αποφασίσει – ακόμα – αν είμαστε στην Δύση ή στην Ανατολή…