Πρόσωπα - Αφιερώματα

Κική Δημουλά, μια εξαιρετική γραφή “έσβησε”. Ένα τεράστιο αποτύπωμα έμεινε. “Σκόνη”

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

H εξόδιος ακολουθία της Κικής Δημουλά θα τελεστεί, δημοσία δαπάνη, την Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στις 16:00.

Παράκληση της οικογένειας, αντί στεφάνων, όσοι επιθυμούν, να ενισχύσουν:

Στέγη Γερόντων, Άγιος Νεκτάριος, Αγία Παρασκευή

Εθνική Τράπεζα: GR 6801 10 18 000000 180 5580 2856

ΕΛΠΙΔΑ Σύλλογος φίλων παιδιών με καρκίνο

Η καταξιωμένη ποιήτρια Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 και πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 2020.

Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν:

«Η ακαδημαϊκός και ποιήτρια κα. Κική Δημουλά προσήλθε  στο Θεραπευτήριο ΥΓΕΙΑ στις 02/02/20 λόγω χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας.

Σήμερα στις 22/02/20 και ώρα 17:56 απεβίωσε λόγω καρδιακής ανακοπής σε έδαφος σοβαρής χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και καρδιακής ανεπάρκειας».

Το πατρικό της όνομα είναι Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957). Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Υπήρξε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).

Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.

Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:

«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».

Ο ΟΕΔΒ τίμησε την Ελληνίδα ποιήτρια έχοντας στην εξεταστέα ύλη των Λογοτεχνικών Κειμένων της Γ’Λυκείου για την Θεωρητική Κατεύθυνση το ποίημα “Σκόνη”. Ακολουθεί το ποίημα το οποίο αγαπήθηκε ιδιαιτέρως  και κατανοήθηκε  από τους υποψήφιους φοιτητές, παρ’όλη τη δυσκολία και τις υψηλές απαιτήσεις που είχε το συγκεκριμένο μάθημα.

Σκόνη

Λυπᾶμαι τίς νοικοκυρές
ἔτσι πού ἀγωνίζονται
κάθε πρωί νά διώχνουν ἀπ’ τό σπίτι τους τή σκόνη,
σκόνη, ὕστατη σάρκα τοῦ ἄσαρκου.

Σκοῦπες σκουπάκια
ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια
ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι καί τρόποι ἀκροβάτες,
μαστίγιο πέφτουν οἱ κινήσεις πάνω στήν κατοικίδια σκόνη.

Κάθε πρωί μπαλκόνια καί παράθυρα
ἀκρωτηριάζουνε μιά δράση καί μιάν ἔξαψη:
ἀσώματα κεφάλια χοροπηδᾶνε σάν γιογιό,
χέρια ἐξέχουν καί σφαδάζουν σάν κάτι νά τά σφάζει ἀπό μέσα,
σπασμένα σώματα μισά
πού τά πριόνισε τό σκύψιμο.

Ἄλλο ἕνα σπάσιμο τοῦ Ὁλόκληρου.
Ὅλο σπάζει αὐτό, πρίν κάν ὑπάρξει σπάζει
καί σάν νά εἶναι γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό σκοπό,
γιά νά μήν εἶναι.
Ὁλόκληρη ζωή σοῦ λέει ὁ ἄλλος.

Ἀπό ποῦ ὥς ποῦ ὁλόκληρη μ’ ἕνα σπασμένο πάντα μέτρο πού κρατᾶτε
καί μετρᾶμε;
Ἀξιολύπητη λέξη τό Ὁλόκληρο.
Σωματώδης ἀλλοπαρμένη περιφέρεται.
Γι’ αὐτό τή φωνάζουν τρελή τά μπατίρια μεγέθη.

Τινάγματα τινάγματα
νά φύγει ἡ σκόνη ἀπ’ τίς ρηχές
νά φύγει κι ἀπό τίς βαθιές φωλιές τοῦ ὕπνου,
σεντόνια καί σκεπάσματα.
Κι ἐκεῖνες οἱ φορές ὅπου πετάγεται τό σῶμα τρομαγμένο
νύχτα κι οὐρλιάζει Θέ μου μικραίνω,
θά τιναχθοῦν κι αὐτές σάν σκόνη,
σκόνη ἡ ἐλάττωση κι ὁ τρόμος
καί πῶς δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα τοῦ μέσα βίου ἔξω.
Πρησμένα μαξιλάρια τοῦ ὕπνου
φριχτά γρονθοκοπιοῦνται καί φοβᾶμαι
τρέμω μή γίνουνε ζημιές:
εἶν’ οἱ κρυστάλλινες διαθῆκες τῶν ὀνείρων ἐκεῖ μέσα.

Ὅλα τά ὄνειρα ὄνειρο τά κληρονομεῖ
καί ἄνθρωπος κανένα.
Τρέμω, τέτοια παγκόσμια ἀποκλήρωση
δέν τό ἀντέχω νά τινάζεται σάν σκόνη.
Χτυπήματα χαλιῶν νά βγεῖ ἡ σκόνη ἀπ’ τῶν σχεδίων τίς φωλιές,
νά γκρεμιστεῖ ἀπ’ τά γεφύρια τῶν χρωμάτων.
Κι ὁ γρήγορος βηματισμός
ὁ τρελαμένος πέρα δῶθε μές στό σπίτι
μές στή ρηχή ἐμπιστοσύνη τῶν χαλιῶν νά μήν ἀκοῦν οἱ ἀποκάτω τί βαδίζει
νά μήν ἀκοῦνε τί δέν συμβαδίζει,
θά τιναχθεῖ κι αὐτός σάν σκόνη
καί πῶς δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα
τοῦ μέσα βίου ἔξω.

Λυπᾶμαι τίς νοικοκυρές
τόν ἄγονό τους κόπο.
Δέν φεύγει ἡ σκόνη, δέν στερεύει.
Κάθε πού πάει ὁ καιρός καιρό νά συναντήσει
καινούργια συμφωνία σκόνης κλείνεται.

Οἱ προφυλάξεις ἀπ’ αὐτήν —τό Καθαρό
καί ἡ Σταθερότης —μέσα ἐπιστροφῆς της.
Τή φέρνουν πρῶτες καί καλύτερες.
Δέν ἔχω δεῖ πιό σκονισμένες ἐπιφάνειες ἀπό δαῦτες.
Ὥς καί τό Φῶς τό πεντακάθαρο χαρούμενη μεταφορά τῆς σκόνης:
εἶν’ ἕνα θαῦμα νά τή βλέπεις
πῶς προχωρεῖ ἀκίνητη πάνω σ’ ἀκτίνα ἥλιου,
σά νά πατάει σέ σκάλα κυλιόμενη
ἀπ’ αὐτές τίς μοντέρνες, τίς ὑπνωτισμένες, μέ τά εὐνουχισμένα σκαλοπάτια.
Μεταφέρεται
ὁρατή σάν ἀέρας χοντρά ἀλεσμένος
νά ξαναμπεῖ ἀπ’ τ’ ἀνοιχτά παράθυρα
τούς ἀνοιχτούς της νόμους. Ἡ ὕπαρξή μας σπίτι της καί μέλλον της.

Ἀνοικοκύρευτη ἐγώ, τήν ἀφήνω νά κάθεται.
Μελετηρή στή ράχη ἑνός βιβλίου
πού μιλάει γιά τό Γῆρας.
Στή φρόνιμη φωτογραφία τῶν παιδιῶν μου ὅταν αὐτά μέ φόραγαν
λευκή κολλαριστή ὁλοστρόγγυλη Μητέρα
χαλαρά ἀπό μέσα ραμμένη
μέ κρυφές ἀραιές βελονιές
στή σχολική ποδιά τους. Τώρα ντυθήκανε Μεγάλα τά παιδιά μου,
φοράει ἡ σκόνη τώρα τήν ποδιά τους
τόν στρογγυλό γιακά,
μέ φοράει Μητέρα ἡ σκόνη
—ἔτσι πρέπει νά ράβονται οἱ σχέσεις κι οἱ ἐξαρτήσεις,
μέ ἀραιές χαλαρές βελονιές,
γιά νά μποροῦν νά ξηλώνονται εὔκολα.
Ποτέ δέν ξεσκονίζω
τόν ὀρειχάλκινο ἀθλητή πού διακοσμεῖ μεγάλο ὀρειχάλκινο ρολόγι.
Τόσο μυώδη τά μέλη του
πού μοιάζουν θυμωμένα.
Ἴσως γιατί τόν ἀναγκάζουν νά γυμνάζει
κάτι πολύ ἀόρατο, μπορεῖ τό χρόνο νά γυμνάζει,
μπορεῖ νά θέλει ὁ χρόνος νά μπορεῖ
πιό γρήγορα νά τρέχει ἀπ’ ὅσο τρέχει.
Ἐπίδοση πού χαροποιεῖ τή σκόνη.

Κάθεται στόν καθρέφτη μου, δικός της, τῆς τόν χάρισα.
Χέρσο πράμα, τί νά τό ‘κανα;
Ἔπαψα νά καλλιεργῶ τά πρόσωπά μου ἐκεῖ μέσα,
δέν ἔχω ὄρεξη νά ὀργώνω ἀλλαγές
καί νά διπλασιάζομαι ἀλλιώτικη. Τήν ἀφήνω νά κάθεται
τήν ἀφήνω νά ἔρχεται
μέ τό τσουβάλι νά ἔρχεται
τήν ἀφήνω νά χύνεται ἀπάνω μου
σάν ἀλεσμένη διήγηση μεγάλης ἱστορίας, τήν ἀφήνω νά ἔρχεται γρήγορα γρήγορη
σάν χρόνος πού γυμνάστηκε
πιό γρήγορα νά τρέχει ἀπ’ ὅσο τρέχει
καί κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη,
τήν ἀφήνω νά κάθεται, χρονίζει, μπατάλα μέ σκεπάζει, τήν ἀφήνω
νά μέ σκεπάζει τήν ἀφήνω

μέ σκεπάζει

νά μέ ξεχνᾶς τήν ἀφήνω
νά μέ ξεχνᾶς ἀφήνω

μέ ξεχνᾶς
νά μέ ξεχνᾶς
σέ ἀφήνω

γιατί δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα
τοῦ μέσα βίου ἔξω.

(Τό τελευταῖο σῶμα μου, 1981)

SHARE
RELATED POSTS
Λίγος αντρειωμένος, σοφός Παλαμάς
Κώστα Βουτσάς, ο κύκλος ενός θαυμάσιου ηθοποιού και ανθρώπου έκλεισε στα 88
Γράμμα στον Άλκη τον συμμαθητή μου, στον “Στρατιώτη με τον εξαιρετικό κωδικό 24/7”, του Ταξιάρχου ε.α. Βασίλη Οικονομόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.