Καλοκαίρι, και όσο η αλάνα στο χωριό την οποία είχαμε μετατρέψει σε γήπεδο κατά τις πρωινές ώρες είχε ίσκιο, καλώς είχαν τα πράγματα, πριν πάντως φουντώσει η ζέστη, η παρέα αμολιόταν για μπάνιο στο ποτάμι καθότι η θάλασσα μακριά μας έπεφτε, από βουνό όμως, θέα, ξενοιασιά και οξυγόνο υπέρ το δέον πλούσιοι.
Παρενθετικώς ν’ αναφέρω εδώ ότι ούτε λόγος φυσικά να γινόταν για αυτοκίνητο εκείνες τις εποχές καθότι αποτελούσε κάτι παραπάνω από είδος πολυτελείας και προνόμιο των ελαχίστων που συνέβαινε είτε να έχουν επιστρέψει από τον Καναδά είτε από την Αυστραλία εργαζόμενοι εκεί ως μετανάστες από το 1950 έως και το 1970, ή εάν τύγχανε κάποιος και έβρισκε κρυμμένες λίρες σε διάφορα χωράφια κατά την περίοδο της Κατοχής. Τότε, υπήρξε πιθανότητα να αγοράσει όχημα κι αυτό μεταχειρισμένο μπορεί να το αποκτούσε. Το κυριότερο όμως πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε συν τοις άλλοις ήταν και το ότι προσβάσιμοι δρόμοι κατάλληλοι για οχήματα δεν υπήρξαν, ειδικά έως και το 1965. Περί το 1968 – κι εφόσον η Χούντα των Συνταγματαρχών είχε φροντίσει σε κάθε βουνοκορφή, σε κάθε πλατεία χωριού ή πόλεως και ειδικά στις εισόδους αυτών, να στήσει κι από έναν Φοίνικα, μαγαρίζοντας το πανάρχαιο σύμβολο, το μυθικό δηλαδή πουλί που αναγεννάται από τις στάχτες του –, απέστειλε μια Μ.Ο.Μ.Α.(Μικτή Ομάδα Μηχανημάτων Ανασυγκρότησης), προκειμένου να διανοίξει τον δρόμο στην Κοινότητά μας επιτρέποντάς μας να επικοινωνούμε με τα γύρω χωριά και τις κωμοπόλεις του νομού.
Προς το ηλιόγερμα κι αφού είχαμε χορτάσει μπάνιο και παιχνίδια στις λίμνες των ποταμών, παίρναμε την ανηφόρα επιστροφής μας στο χωριό. Οι μανάδες μας με κομμένη την ανάσα έβγαιναν στο ξάγναντο του χωριού κι άρχιζαν να μας φωνάζουν, έχοντας κατά νου το κακό προηγούμενο πνιγμών που είχαν σημειωθεί. Μη παίρνοντας όμως ανταπόκριση εκ μέρους μας λόγω αποστάσεως, άρχισαν να κατηφορίζουν τον χωματόδρομο με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή και σε κάποιο σημείο της διαδρομής θα μας συναντούσαν.
Χρόνια σκληρά, χρόνια δύσκολα, δοκιμασίας χρόνια πέρα από το ότι το καθημερινό φαγητό περιοριζόταν στα εντελώς αναγκαία. Οι χυλοπίτες, ο τραχανάς, το πλιγούρι, εκείνες οι τηγανητές πατάτες στη φωτιά με τα ξύλα, τα αυγά με ντομάτα όπου δόξα σοι ο Θεός ήσαν δικής μας παραγωγής αλλά και οι τσιγαρίδες από τα γουρουνόπουλα που εκτρέφαμε, διόλου δεν μας έλειψαν. Μας έλειψε όμως το σταρένιο ψωμί το οποίο αντικαθιστούσαμε με το κριθάρι. Ξέρετε, τι πάει να πει να τρως το ψωμί και το αγκάθι του κριθαριού (όσες φορές κι αν αλεθόταν στον μύλο, δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί εντελώς), να σου κάθεται στον ουρανίσκο; Ποτέ δεν θα ξεχάσω που όταν καθόμασταν για φαγητό, η μάνα μου – Θεός σχωρέσ’ την, την έχασα την Μ. Πέμπτη 2/5/2024 – είχε φροντίσει για μένα τον κανακάρη της να έχει δανειστεί ψωμί σταρένιο διότι δεν άντεχε να με βλέπει να ξεροκαταπίνω προσπαθώντας να σπρώξω το αγκάθι, αλλά έλα που αυτό καρφωνόταν στον λαιμό μου και κάτω δεν κατέβαινε.
Έκτοτε το έβαλα πείσμα: με τα πρώτα χρήματα που θα εξασφάλιζα από τον τρύγο ως εργάτης 15 ετών στο Βλαχόπουλο Μεσσηνίας, θα αγόραζα αλεύρι σταρένιο για να ‘χουμε να τρώμε τόσον εμείς αλλά και οι φίλοι μου και συνομήλικοί μου διότι δεν άντεχα να τους βλέπω να τραβούν το ίδιο με εμένα μαρτύριο. Κι εκτός εισαγωγικών, παρακαλώ.
Ζωή και ανάγκη πολλά με διδάξατε, ευγνωμοσύνη σας χρωστώ, θυμό δεν σας καταλογίζω.