Για ολόκληρο σπίτι δίπατο ένα τζάκι είχαμε όλο κι όλο. Έβαζε η μάνα μου τη σιδηρωστιά πάνω από τα κάρβουνα, ζέσταινε το νερό που έπρεπε να κάνουμε μπάνιο, μαγείρευε τα φαγητά της εκεί, έψηνε το ψωμί στη χόβολη οσάκις ο καιρός δεν το επέτρεπε να χρησιμοποιήσει τον εξωτερικό φούρνο με τα ξύλα, έφτιαχνε τις πίτες της, συνήθως για βραδινό πατάτα ψητή, και όλα μια χαρά περνούσαν. Φτωχικά μεν, ολοκάθαρα και γνήσια όμως. Και πολλή ζεστασιά.
Άνοιγα κι εγώ το σακούλι μου (ναι, επρόκειτο για μια υφασμάτινη τσάντα στον αργαλειό κατασκευασμένη ή μερικές φορές που υπήρξε ευχέρεια χρόνου στο χέρι με το βελονάκι), άπλωνα τα βιβλία μου πάνω στην κουρελού και διάβαζα τα μαθήματά μου. Τις νύχτες χωνόμουν ανάμεσα στα παπλώματα που μας είχαν στείλει από την Αυστραλία, οπότε μιλάμε για «φούρνο» εν σμικρύνσει. Το τζάκι δεν έσβηνε ούτε τις νύχτες. Κάπου προς το μέσον της νύχτας ο πατέρας μου σηκωνόταν και το τροφοδοτούσε με ξύλα συνεχώς. Οι χειμώνες τότε ήσαν πιο άγριοι, πιο κρύοι από τους σημερινούς, παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου κρυωμένο εκτός από κάτι συνάχια μερικών ημερών τα οποία εξαφανίζονταν με βότανα που έβραζε η μάνα μου και με ένα βαμβάκι λουσμένο στο οινόπνευμα που τύλιγε τον λαιμό μου.
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η σημερινή μου υπέρμετρη φροντίδα προστασίας έφθασε στα όρια του ψυχαναγκασμού – ναι, το παραδέχομαι – να μη κρυώσει το παιδί μου.
-Δημήτρη, μη σε πιάνει πανικός, το παιδί δεν κρυώνει…
-Έχεις δίκιο, Μάριον! Συγχώρησέ μου τις φοβίες μου…
Τώρα πλέον διαθέτω και εξωτερική θερμομόνωση – φρόντισε βλέπετε ο σπιτονοικοκύρης μου να επωφεληθεί του προγράμματος «Εξοικονομώ Κατ’ Οίκον» – κεντρικό κλιματισμό, τζάκι τελευταίας τεχνολογίας ενεργειακό, ατομικό καυστήρα πετρελαίου (μέχρι να φθάσει και προς τα μέρη μας το φυσικό αέριο για να είμαστε «καθαροί»), ακόμη και εξωτερικά κάγκελα βαμμένα με ειδικό βερνίκι θαλάσσης όμορφο και φιλικό προς το περιβάλλον για την προστασία από τις αλμύρες, και όλα τα κομφόρ της τεχνολογίας στις υπηρεσίες του ανθρώπου. Πέραν αυτών κι εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, οι χειμώνες έγιναν πιο μαλακοί έως υποφερτοί θα ‘λεγα ειδικά στις πόλεις.
Ούτε όμως κι εγώ θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να δω αυτά τα παγωμένα κρούσταλλα που κρέμονταν από τα κεραμίδια όπου πολλές φορές ξεπερνούσαν το ενάμισι μέτρο κι εμείς ως πιτσιρικάδες τα λαχταρούσαμε τόσο όπου τα σπάζαμε και τα χρησιμοποιούσαμε για σπαθιά της μισής ώρας το πολύ-πολύ. Ακόμη δεν έχω δει να γίνεται κάτασπρη η γη από ‘κείνη την πρωινή πάχνη που κάποτε σκέπαζε σαν σεντόνι κρουστό τη γη. Ούτε ακόμη μπορώ να καταλάβω γιατί αυτό το σπίτι παρ’ όλη την τεχνική προστασία που διαθέτει, εξακολουθεί να είναι ακόμη παγωμένο.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr