Ανατρέχοντας χρόνια πίσω, τότε δηλαδή που ως μαθητής δημοτικού η κάθε τάξη σχολείου αριθμούσε περί τους 20-30 μαθητές (δεν είχε βλέπετε αρχίσει ακόμα η εσωτερική μετανάστευση προς τις μεγαλουπόλεις ούτε η εξωτερική τοιαύτη προς Αυστραλία και Καναδά και τα χωριά βρίσκονταν στην άνθισή τους από πλευράς πληθυσμών), όπου σε λίγες περιπτώσεις τα σχολεία διέθεταν περισσοτέρους των δύο δασκάλους επιτελώντας το έργο τους με πολύ πίεση και μακρόσυρτα ωράρια (επειδή δεν επαρκούσαν οι δάσκαλοι αρκετά από τα μαθήματα μετατίθεντο απογευματινές ώρες), κάτι δηλαδή που τείνει να καθιερωθεί και σήμερα με τις εφαρμοζόμενες συμπτύξεις τάξεων και τμημάτων με σκοπό την αποδοτικότερη, άραγε και αποτελεσματικότερη απόδοση των μαθητών, κατά τις απόψεις του Υπουργείου.
Δεν ήμουν σε θέση (τότε) ως μαθητής να γνωρίζω ούτε ποία η σχέση ήταν του δασκάλου με την Γεωγραφία – μάθημα το οποίο απλώς μας παρέδιδε – ούτε το ενδιαφέρον ήταν εκείνο που θα έπρεπε να έχει την απαίτηση από εμάς να γνωρίζουμε τις κυριότερες πόλεις κάθε νομού, ούτε την πρωτεύουσα ενός εκάστου, τις επαρχίες και λοιπά, παρά το ενδιαφέρον του – όλως περιέργως – εστιάζετο στα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδος και δη στην ζωγραφική στην οποία επεδείκνυε μια ιδιαίτερη εμμονή. Νευρίαζα τότε εγώ γιατί τον έβλεπα να αδιαφορεί μη αποδίδοντας την απαιτούμενη προσοχή ανταμείβοντας με συνάμα για τον κόπο που κατέβαλα ως προς την καλύτερη αναπαράσταση των βουνών, των λόφων, των πεδιάδων αλλά και των ποταμών που διέσχιζαν τις εκτάσεις με προορισμό την θάλασσα, στο χαρτί. Για την όσον το δυνατόν καλύτερη απόδοση αλλά και την ομοιομορφία ενός εκάστου χρώματος εφάρμοζα το ξύσιμο της μύτης του όπου μετά με ένα βαμβάκι άπλωνα ομοιόμορφα το χρώμα δημιουργώντας με αυτόν το τρόπο ένα πολύ καλό χρωματικό αποτέλεσμα. Και όσο η ζωγραφική αφορούσε σε νομούς καθώς και τα σύνορά τους με διπλανούς, καλώς είχαν τα πράγματα, ήταν ήρεμος ο δάσκαλος, εκεί που γινόταν θεριό, άστραφτε και κοκκίνιζε ήταν οσάκις φθάναμε προς το τέλος της σχολικής χρονιάς όπου ζωγραφίζαμε όλοι οι μαθητές την Ελλάδα με τις εξωτερικές χώρες που συνόρευε και την καλύτερη ζωγραφική θα την τοποθετούσε σε κάδρο ως επιβράβευση του μαθητή συνοδευόμενη και από ένα πολύ μικρό συμβολικό χρηματικό ποσό. Για την ζωγραφική όλης της Ελλάδος με τα σύνορά της, τα βουνά, τις πεδιάδες, τα ποτάμια και τις θάλασσές της μας έδινε χρονικό περιθώριο μια εβδομάδα για την καλύτερη απόδοσή μας. Κι έφθασε, θυμάμαι, η ημέρα όπου θα προσκομίζαμε όλοι οι μαθητές της τάξης μου τις ζωγραφιές μας. Στην αίθουσα επικρατούσε σιγή αναμένοντας τα αποτελέσματα της αξιολόγησής του. Φθάνοντας στην δική μου ζωγραφική με κοίταξε άγρια κάνοντάς μου νόημα στο τέλος της ώρας να περάσω από το γραφείο του. ‘…καλά, δεν ντρέπεσαι τάχα; Τι πράγματα είναι αυτά με τα κόκκινα χρώματα που πήγες και έβαψες τα κράτη που συνορεύουν Βόρεια με εμάς; Δεν γνωρίζεις ότι η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία… είναι κομμουνιστικά κράτη και επιβουλεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία; Δεν γνωρίζεις ότι η Τουρκία καθημερινά ‘αλωνίζει’ στο Αιγαίο μας, επιβουλεύεται την Κύπρο μας κι εσύ αντί ενδεικτικά να τοποθετήσεις μερικές διαχωριστικές γραμμές ως εξωτερικά σύνορα, τις περιγράφεις λεπτομερώς;…’.
Προς στιγμή, τότε, με θάρρος και χωρίς να είμαι διατεθειμένος να διορθώσω ούτε στο ελάχιστο τα σύνορα σβήνοντάς τα έστω με την γομολάστιχα όπως μου άφησε να αντιληφθώ, ζήτησα η ζωγραφική μου να μη συμπεριληφθεί στις διαγωνιζόμενες για εκείνη τη σχολική χρονιά. Ένα απόγευμα και καθότι η σχολική χρονιά είχε τελειώσει, ο δάσκαλος επισκέφτηκε το χωριό μου (υπόψη ότι το δημοτικό σχολείο ήταν στο δίπλα χωριό) όπου συναντώντας τον πατέρα μου άρχισε να του εκφράζει τα παράπονά του και τις παρατηρήσεις του για ‘μένα. Ο πατέρας μου, το βράδυ που καθόμασταν έξω στην αυλή κάτω από εκείνη την τεράστια αχλαδιά, άρχισε να παρατηρεί τη μάνα μου για τις υποδείξεις που τυχόν μου έκανε, επιπλήττοντάς την μάλιστα: ‘…πώς δεν του είπες του γιού σου να βάλει και σφυροδρέπανα πέρα από τα κόκκινα χρώματα; Το ό, τι πολιτικώς πιστεύουμε εμείς ήταν ανάγκη να το μεταφέρεις και στο παιδί;’. Στενοχωρήθηκα πολύ που αυτός ο δάσκαλος ήρθε να μας χαλάσει την ηρεμία μας ως οικογένεια καθώς και την έκθεσή μας στην υπόλοιπη κοινωνία του χωριού. Δεν του το συγχώρεσα ποτέ. Όπως ποτέ κανέναν πλέον και καθότι μεγάλωνα δεν πίστεψα σε ό, τι μου έλεγε για το τι δηλαδή ποιο ήταν το σωστό, ποιο το λάθος, ποιον θα ‘πρεπε να φοβούμαι και ποιον όχι, ποιο δρόμο θα έπρεπε να ακολουθήσω στη ζωή μου σύμφωνα με τις απόψεις άλλων. Εξ άλλου, έκτοτε έπαψα πια να ζωγραφίζω χάρτες σε ζωγραφικά μπλοκ ή ιχνογραφίες, παρά στο μυαλό μου και μόνο αξιολογούσα τα κράτη. Δυο πάντως εξ αυτών Τουρκία και Αμερική κι ένα κόμμα που ακούει στο όνομα ‘Δεξιά’ ποτέ μου δεν τα εξετίμησα, ποτέ δεν τα συμπάθησα.