Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ
Ένα ευχάριστο νέο. Οι εμπορικοί ζωγράφοι που από απληστία και αισθητική ανασφάλεια διέλυσαν το σύμπαν μπουκώνοντας το σύστημα με μια τεράστια παραγωγή μετριοτήτων και ταυτίζοντας πονηρά την καλλιτεχνική αξία των έργων με την οικονομική, δεν πουλάνε πια. Κι ένα δυσάρεστο. Ούτε κι οι άλλοι πουλάνε. Κι αυτό είναι άδικο. Γιατί εξακολουθεί να παράγεται υψηλή τέχνη στη πατρίδα μας και μάλιστα σε πολύ προσιτές τιμές.
Κάποτε πάντως πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα για την τεράστια φούσκα της τέχνης όλα αυτά τα χρόνια … Είναι εθνική υπόθεση και σχετίζεται με την παιδεία και την αυτογνωσία μας. Αλλά και το απίστευτο μαύρο χρήμα που κρουνηδόν διακινήθηκε τότε. Όταν οι τιμές των πινάκων ανέβαιναν τρελά σαν τις μετοχές της τράπεζας Αττικής.
Αλλά και για όσους γελοίους ή πονηρούς πλειοδότησαν στο άκρως κατασκευασμένο Χρηματιστήριο της. Εξαπατώντας. Αισχροκερδώντας. Και δημιουργώντας, τέλος, την ψευδαίσθηση σε εκατοντάδες μεγαλογιατρούς ή μεγαλοδικηγόρους ότι αγοράζοντας σωρηδόν πίνακες με γυμνά ή νεκρές φύσεις και ξεπλένοντας αδήλωτα κέρδη ή φακελάκια, γίνονταν αυτόματα συλλέκτες ή αποκτούσαν ευαισθησία και γνώση. Και ότι η τέχνη σχετίζεται άμεσα με την ιδιοκτησία και την κατοχή.( Και όχι με την ανασφάλεια )!
Όμως η ευαισθησία δεν αγοράζεται αδέλφια. Ούτε πουλιέται. Η μικρή μας εκδίκηση! Όλων όσων αγαπήσαμε την τέχνη χωρίς μα την ταυτίζουμε με το εύκολο ή το πρόστυχο χρήμα. Σήμερα, εκείνοι οι πίνακες διατίθενται σε δημοπρασίες ή σε ιδιωτικές συναλλαγές περισσότερο και από το ένα δέκατο της αρχικής αξίας τους. Κι όμως δεν πουλιούνται! Δικαιοσύνη; Απαντήστε εσείς.
Πρόκειται λοιπόν για ένα τεράστιο σκάνδαλο που όμως δεν το παραδέχεται επισήμως κανείς. Ούτε συλλέκτες, ούτε καλλιτέχνες, ούτε έμποροι, ούτε δημοσιογράφοι. Κυρίως αυτοί. Που έγλειφαν κόπρανα για να εξασφαλίσουν δωράκια και μικροεξουσία στο χώρο με τις μαργαρίτες ( που τώρα όμως βγάζει μόνο πουρνάρια ). Και που εξασφάλιζαν σταθερή δημοσιότητα σε τύπους που δήλωναν μεν συλλέκτες και μουσειάρχες αλλά στην ουσία ήταν δικηγόροι – μπράβοι τραπεζών. Άνθρωποι δηλαδή τόσο αδίστακτοι ώστε έστελναν φουσκωτούς σε όσους είχαν ακάλυπτες επιταγές! Δικηγόροι που δεν εμφανίστηκαν ποτέ σε δικαστήριο αλλά παρ’ όλα αυτά απέκτησαν περιουσίες λειτουργώντας ως μαφία με γραβάτα και παράλληλα εκμεταλλεύτηκαν δεκάδες νεοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες αγοράζοντας εκατοντάδες έργα για ένα κομμάτι ψωμί. Με εξασφαλισμένο τον λιβανωτό αλλά και την ασυλία των δημοσιογράφων. Δημοσιογράφοι και συλλέκτες και μουσεία της πλάκας! Και δεν εννοώ βέβαια το Μαρινάκι και τους ευνοουμένους του.
Ιδού η τεράστια χυδαιότητα: Να συνδέεται η τέχνη με την ιδιοκτησία και επιπλέον με την πιο ανεγκέφαλη επίδειξη της… Το χρήμα ως κύριος μοχλός της έκφρασης και ως δημιουργός αισθητικής. Αυτή η λογική μπορεί να ακυρώσει και έργα και δημιουργούς. Και πρόκειται για μια παράμετρο που μου επιτρέπει – ακόμη – να αισθάνομαι αριστερός. ( Τι αστείο! Ό τι μου απαγορεύει ο Αλέξης με την ανεπάρκεια του, μού το επιτρέπουν οι νεόπλουτοι ” ιδιοκτήτες τέχνης”).
Έχει τέλος πολύ ενδιαφέρον πως χωρίς να λέω ονόματα όπως συστηματικά κάνω σε άλλες περιπτώσεις, εντούτοις οι πάντες κατανοούν σε ποιους αναφέρομαι. Κι αυτό είναι ενδεικτικό. Όλοι δηλαδή ξέρουμε αλλά κάνουμε την πάπια. Αισθητική του πτηνού!
Από κοντά στο αισθητικό αλισβερίσι τα δύο κόμματα εξουσίας, η ΝΔ και το Πασόκ, με τους εκατοντάδες τυχοδιώκτες που ανέδειξαν σε “παράγοντες” πολιτικής και πολιτισμού. Το κράτος του ωραίου! Όχι, σε αυτό το σκάνδαλο δεν έχει ευθύνη ούτε ο Αλέξης, ούτε ο Μπαλαούρας. Αντίθετα, χρεώνεται απόλυτα σε αυτή την μικροαστική λίγδα που υποδύθηκε, όλα αυτά τα χρόνια, την αστική τάξη και την ηγεσία της χώρας.
Ένα άλλο, παράλληλο σκάνδαλο τέχνης, οικονομικό αλλά και ευρύτερα κοινωνικό – πολιτιστικό, αποτελούν τα άπειρα πλαστά που κυκλοφόρησαν και πλημμύρισαν την αγορά χωρίς ποτέ να υπάρξει ένας θεσμικός μηχανισμός που θα προστατεύσει τους αφελείς.( Ή όσους υποκρινόνταν τους αφελείς).
Εδώ η ευθύνη της Εθνικής Πινακοθήκης είναι τεράστια. Επειδή πολλοί μεγαλόσχημοι της παράγοντες ενεπλάκησαν εκτεταμένα στο παραεμπόριο των πλαστών. Επ’ αυτού η πολιτιστική δημοσιογραφία πάλι δεν αντελήφθηκε τίποτα. Γατούλες! Μια ολόκληρη κοινωνία εθισμένη στο ψέμα και την ψευδαίσθηση βολευόταν, βλέπετε, με την απάτη αποθεώνοντας το πλαστό και αδυνατώντας να διεκδικήσει το αυθεντικό. Να ονειρευτούμε την αυθεντικότητα, με άλλα λόγια, με όρους συμψηφισμού.
Εκατοντάδες πλαστοί Γύζηδες, Ιακωβίδηδες, Παρθένηδες, Θεόφιλοι, Μπουζιάνηδες Παπαλουκάδες, Ακριθάκηδες, Γαΐτηδες, Τσαρούχηδες, Βασιλείου κλπ. αγοράστηκαν με πακτωλούς χρημάτων – πάντα μαύρων – και κόσμησαν τα νεόπλουτα σαλόνια ή τα γραφεία που τους άξιζαν. Το πρωί πειρατής καυσίμων ή έμπορος κόκας και το βράδυ εστέτ! Και γύρω γύρω καλλιτέχνες – χανουμάκια και “ποικίλοι”ειδικοί που λειτούργησαν σαν πλυντήρια ηθικής αλλά και αισθητικής. Βλέπετε η τέχνη έχει ένα απόλυτο πλεονέκτημα που είναι συγχρόνως και η αχίλλειος πτέρνα της: Δεν γνωρίζει όρια. Στο μέτρο όμως που η ίδια αποτελεί το έσχατο όριο. ( Αυτό το τελευταίο συνήθως το προσπερνούν όσοι γνωρίζουν τις τιμές της τέχνης αλλά όχι την αξία της ). Όσο μεγαλώνω, τόσο πείθομαι ότι η υπέρογκη τιμή του έργου τέχνης, προσβάλλει την αληθινή αξία του. Πάντα είναι καιρός πάντως, αν όχι να αλλάξουμε τον κόσμο μας, τουλάχιστον να ξαναγράψουμε την ιστορία του.
ΥΓ.1 Αλλά, φευ, πάντα υπάρχει καιρός να καταστεί το έργο τέχνης σκύβαλο είτε από την υπερέκθεση και την θεωρητικολογούσα σπέκουλα είτε από την αδίστακτη υποτίμηση του σε απλά ανταλλακτικό αγαθό. Και τούτο γίνεται όταν τα, λεγόμενα, έργα τέχνης κατασκευάζονται απολύτως μηχανικά, μέσα από την κατακτημένη, ανέμπνευστη διαδικασία, χωρίς αγωνία και χωρίς αμφιβολία. Πρόκειται για αυτό το φαινόμενο που θα ονόμαζα “το θαύμα της αγοράς”. Η “μαγεία” της αγοράς, ο καρκίνος της υπαινίσσομαι με δύο λόγια το φαινόμενο κατά το οποίο αγοράζονται και πωλούνται υπογραφές κι όχι έργα. Φίρμες κι όχι καλλιτεχνήματα.
ΥΓ. 2 Στην φωτογραφία ο Δημήτρης Αληθεινός ζωγραφίζει τον ναό του Φιδιού στο Μπενίν. Αμοιβή του η συγκλονιστική εμπειρία και η μύηση σε τελετές βουντού (επειδή κάπου αλλού αναφερθήκαμε διεξοδικότερα στις περφόρμανς).
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr