Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Φίλες και φίλοι,
Ο Karl Martin Schrebian, Πρώσσος υπολοχαγός, έφθασε στην Ελλάδα στις αρχές του 1822, αναζητώντας τύχη και στρατιωτική σταδιοδρομία. Τα όνειρά του δεν ευοδώθηκαν και τα αισθήματά του για τους Έλληνες έγιναν εχθρικά. Γι’ αυτό, τα όσα κατέγραψε είναι απόλυτα αληθινά, καθόλου εξωραϊσμένα ή ειδωμένα από συναισθηματισμούς.
Ήταν αρχές Μαρτίου όταν πήγε στην Κόρινθο. «Κάθε μέρα έφθαναν από διάφορες επαρχίες του Μωριά, ακόμα και από τη Στερεά, ομάδες αρματωμένων Ελλήνων με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, με τους παπάδες επικεφαλής για να λεηλατήσουν τον Ακροκόρινθο. Η κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη και δε μπορούσε να σταματήσει τις επιδρομές. Υπήρχαν μέρες που βρίσκονταν στην πόλη πάνω από δύο χιλιάδες λαφυραγωγοί», σημειώνει.
Οι δύο φούρνοι της πόλης ήταν αδύνατο να θρέψουν τόσους πεινασμένους. Το ψωμί ήταν άθλιο, δεν τρωγόταν, και ήταν τυχερός όποιος μπορούσε, πληρώνοντας πανάκριβα (40 παράδες), να αποκτήσει ένα καρβέλι για να μην πεθάνει από την πείνα. Πρώτοι έπαιρναν ψωμί οι στρατιώτες- τα σώματα του Νικηταρά, του Γιατράκου και το Τακτικό του Υψηλάντη, και ακολουθούσαν οι εθελοντές.
Ο Κωλέτης, Υπουργός Πολέμου εκείνη την περίοδο, έδωσε εντολή να τοιχοκολληθούν ανακοινώσεις, σε όλα τα σταυροδρόμια της Κορίνθου, που καλούσαν τους ξένους εθελεοντές να παρουσιασθούν με τα υπηρεσιακά τους έγγραφα, ορισμένη ώρα στην κατοικία του.
Ο Κωλέτης, καλοσπουδασμένος στο σχολείο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, μεταφύτευε στην επαναστατημένη Ελλάδα την διπλοπροσωπεία και την πολιτική απάτη. Μαζί με τους Φαναριώτες θα γίνει ο κατ’ εξοχήν φαυλοκράτης στον δημόσιο βίο μετά την απελευθέρωση. Οι χωρίς αντίκρυσμα υποσχέσεις του ήταν η προσφιλέστερη από τις δημαγωγικές του μεθόδους. Ο ίδιος θα ισχυρισθεί αργότερα ότι «αδίκως τού προσάπτεται η μομφή του απατάν τους πάντας δι’ υποσχέσεων και παρασημοφοριών… Αλλ’ όταν μου ζητώσι θέσιν προξένου δι’ ένα άνθρωπόν των, όστις ουδεμίαν γλώσσαν ξένην γνωρίζει αλλά και την ελληνικήν ομιλεί ατελέστατα, καταγόμενος εξ Αλβανών, και επιμένουσι, ενώ τους εξήγησα τους λόγους, δι’ ούς δεν γίνεται, τότε βεβαίως αναγκάζομαι να υποσχεθώ, ότι όχι μόνον τούτο, αλλά και την Σελήνην και τους αστέρας δύναμαι να τους χαρίσω» (‘Σελίδες τινές της Ιστορίας του βασιλέως Όθωνος, Αθήνησιν, 1898).
Ο Κωλέτης καθόταν σταυροπόδι κατάχαμα καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Έπαιρνε τα χαρτιά και τα εξέταζε με προσοχή. Ο κάθε εθελοντής, σύμφωνα με τα πιστοποιητικά του καθοριζόταν από τον Υπουργό στην αντίστοιχη βαθμίδα του στρατού. Υπήρχαν, όμως, πολλοί χωρίς πιστοποιητικά κι έδειχναν μόνον τον βαθμό τους που αναγραφόταν στο διαβατήριό τους. Μ΄αυτόν τον τρόπο άρχισαν οι αυθαιρεσίες, οι παραπλανήσεις και τα παράπονα.
Ο Κωλέτης, αφού έκαμε τον έλεγχο, μίλησε στους ξένους αξιωματικούς, δίνοντας ανεδαφικές και απραγματοποίητες υποσχέσεις: «Κύριοι, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ευπρόσδεκτοι είσαστε. Σας λέω μονάχα, έτι πρόχειρα, ότι σχεδιάζουμε την οργάνωση δώδεκα συνταγμάτων πεζικού και τεσσάρων συνταγμάτων πυροβολικού. Είναι αυτονόητο, κύριοι, ότι θα διοριστείτε όλοι με άμεση προαγωγή κατά δύο βαθμούς. Κύριοι, δώστε μας ένα μικρό χρονικό περιθώριο και θα δείτε. Όλοι θα βρείτε απασχόληση, όλοι θα μπορέσετε να προσφέρετε τις γνώσεις σας, να αφιερώσετε τις δυνάμεις σας στο νέο κράτος. Δεν θα διστάσουμε να σας πολιτογραφήσουμε Έλληνες και να σας παραδώσουμε στην ιστορία της πατρίδος μας».
Λόγια και υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, αφού για να συγκροτηθούν οι μονάδες που έταζε ο Υπουργός χρειάζονταν στρατιώτες. Και στρατιώτες δεν υπήρχαν στον Μωριά, εκτός από τους ατάκτους που ακολουθούσαν τους καπεταναίους.
Οι άνθρωποι του Κωλέτη άρχισαν να διαδίδουν ότι οι μαχητές του νέου τακτικού στρατού θα βρίσκονταν στις επαρχίες πέρα από τον Ισθμό, στη Ρούμελη, δηλαδή, και μάλιστα εντός Μαρτίου. Ο μήνας πέρασε και δεν έγινε το παραμικρό. Οι ξένοι άρχισαν ν’ απελπίζονται, αντιμετωπίζοντας και την πείνα, μιας και τα όσα χρήματα είχαν, τελείωσαν.
«Ως τώρα βολεύονταν αρπάζοντας πρόβατα από τα κοπάδια που έβοσκαν γύρω από την Κόρινθο. Αλλά βλέποντας οι τσοπάνηδες πως αποδεκατίζονταν τα ζωντανά τους, απομακρύνθηκαν. Κι έτσι, οι ξένοι έχασαν τη μόνη σίγουρη πηγή επισιτισμού τους».