Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Φίλες και φίλοι,
Οι Τούρκοι καταγγέλλουν την Συνθήκη του 1798 πριν την εκπνοή της, προτιμώντας τον Γάλλο εισβολέα από τον Ρώσο σύμμαχο. Το 1821 οι ρωσοτουρκικές σχέσεις ήταν τεταμένες, εξ αιτίας της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812). Ο τσάρος, επηρεασμένος από τον Μέττερνιχ, αποκυρήσσει το κίνημα του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες (Μολδοβλαχία) και εκφράζει τη νομιμοφροσύνη του στον Τούρκο σουλτάνο.
Ο Υψηλάντης ειδοποιήθηκε απερίφραστα: « Ο Αυτοκράτωρ ουδεμίαν, ούτε εμμέσως ούτε αμέσως, παρέξει υμίν συνδρομήν διότι, επαναλαμβάνομεν λέγοντες, ήθελεν είσθαι ανάξιον αυτού το υποσκάπτειν τα θεμέλια της οθωμανικής αυτοκρατορίας δια της επονειδίστου και εγκληματικής ενεργείας μυστικής εταιρίας».
Όταν ο Υψηλάντης επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη πληροφορήθηκε για τις σφαγές στην Πόλη και τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, και έστειλε στην Πύλη το γνωστό τελεσίγραφο. Οι δύο χώρες βρέθηκαν στα πρόθυρα ενός πολέμου, αλλά οι Ρώσοι δεν το αποτόλμησαν, επειδή γνώριζαν ότι θα αντιμετώπιζαν τις άλλες τρεις δυνάμεις συνασπισμένες εναντίον τους. Και τελικά, η τσαρική πολιτική απέτρεψε τη διάλυση του ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε εκφράσει ήδη την αντίθεσή του για τον ξεσηκωμό εκείνον τον καιρό. Πίστευε ότι έπρεπε να δημιουργηθούν ειδικές συνθήκες στην Βαλκανική και ότι η εθνική μας απελευθέρωση θα πραγματοποιούνταν μετά από μια σειρά μετασχηματισμών στην ευρύτερη περιοχή, στηρίζοντας τις ελπίδες του σ’ έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Στις 19 Ιουλίου 1821 ο τσάρος πρότεινε στη Γαλλία μια συνεργασία για την λύση του ελληνικού προβλήματος, προσφέροντας την Πελοπόννησο ως προτεκτοράτο. Η πρόταση δεν έτυχε ευνοϊκής υποδοχής, επειδή οι Γάλλοι θεώρησαν πως «η Ελληνική Επανάσταση ευνοεί μόνον την Ρωσία. Η Γαλλία ενδιαφέρεται να μείνουν τα πράγματα ως έχουν».
Γεγονός πάντως είναι ότι η μόνιμη ρωσοτουρκική αντιδικία ενθάρρυνε τους σκλαβωμένους βαλκανικούς λαούς, που εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες ξεσηκώνονταν κάθε τόσο εναντίον των Τούρκων.
Η Ελληνική Επανάσταση θα παρασύρει τελικά τη Ρωσία σε πόλεμο με την Τουρκία, με αποτέλεσμα, τα ρωσικά στρατεύματα να φτάσουν ως την Αδριανούπολη, ενώ οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί θα παρακολουθούν έκπληκτοι τις απροσδόκητες εξελίξεις.
Αν εξαιρέσουμε τη Ρωσία- ως ομόθρησκη χώρα φαινόταν ως φυσικός προστάτης των Ελλήνων- οι άλλες Δυνάμεις υιοθετούσαν εχθρική στάση σε κάθε απολυτρωτική απόπειρα η οποία μπορούσε ν’ αποτελέσει απειλή ακρωτηριασμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι προόριζαν την Ελλάδα για πεδίο μάχης στους μελλοντικούς ανταγωνισμούς τους τόσο στην Εγγύς όσο και στη Μέση Ανατολή. Κι αυτή η στάση της δυτικής διπλωματίας επέτρεψε στον Τούρκο σουλτάνο να επιδείξει αδιαλλαξία, με την ελπίδα ότι οι ευρωπαϊκές φίλα προσκείμενες Δυνάμεις θα συγκρατούσαν τη Ρωσία, ωσότου αυτός να προλάβει να εξουδετερώσει τους επαναστάτες.
Στα αρχεία του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών υπάρχει ένα κείμενο που συνοψίζει την κατάσταση, γραμμένο από τον Edouard Lefebure:
«Οι Έλληνες είναι πια αδύνατον να ξαναγυρίσουν στην δουλεία. Αλλά και η Πύλη δεν μπορεί να τους παραχωρήσει, τηρώντας τα προσχήματα, τις εξασφαλίσεις που αξιώνουν με τα όπλα στα χέρια. Η Αγγλία θέλει να διατηρήσει την ακεραιότητα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και αυτό είναι φυσικό, αφού ανταποκρίνεται στα συμφέροντά της. Οι Έλληνες που ζητούν ενόπλως την αυτοδιάθεσή τους, αντιμετωπίζονται με δύο διαφορετικούς τρόπους από την Ευρώπη. Από τις κυβερνήσεις ως αντάρτες που πρέπει να συντριβούν και από τους λαούς ως Χριστιανοί που χρειάζονται προστασία. Έτσι, ενώ οι κυβερνήσεις αγωνίζονται να αναχαιτίσουν το κίνημα που οδηγεί στην απελευθέρωση των Ελλήνων, οι λαοί προσφέρουν με ενθουσιασμό την εθελοντική τους συμπαράσταση για τον θρίαμβο των επαναστατών».