Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ
(στον Τάσο Γουδέλη που καταλαβαίνει)
Η ζωγραφική γεννήθηκε από τη ντροπή του κενού. Η μουσική από τον φόβο της σιωπής. Ενώ η ποίηση δημιουργήθηκε από την αγωνία των λέξεων να γίνουν εικόνες.
Κατά τα λοιπά και για μένα ισχύει αυτό που έγραψε πρόσφατα ο φίλος Χάρης Καμπουρίδης ότι δηλαδή αντιμετωπίζει και τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο ως συνέχεια της ζωγραφικής. Αυτής της αρχέγονης, ανεξάντλητης, πάρα τις κασσάνδρες, μήτρας των εικόνων θα συμπλήρωνα. Κάτι ανάλογο, εξάλλου, είναι και το βαθύτερο περιεχόμενο των μαθημάτων μου στο προπτυχιακό και το μεταπτυχιακό τμήμα θεατρικών σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όλα αυτά τα χρόνια. Πρόκειται για τον αέναο όσο και πεισματικό διάλογο, τα δάνεια ή τα αντιδάνεια, ανάμεσα στην κινούμενη εικόνα και την στατική. Αφού τα πάντα εκκινούν από μία λευκή επιφάνεια, από μία οθόνη, ένα άσπρο χαρτί, ένα κάδρο, ένα πλάνο. Κι αφού όλα είναι στην αρχή ασπρόμαυρα κι ασπρόμαυρα γίνονται και στο τέλος. Απ’την άλλη η ζωγραφική – γραφική – γραφή είναι τόσο αρχαία όσο και το προπατορικό αμάρτημα και είναι το ευνοημένο (ευλογημένο) μέσον δια του οποίου ο λόγος γίνεται σάρκα. Και που το φως γεννιέται από τη σκιά όπως ακριβώς το ορατό από το αόρατο. Ποτέ αντίθετα. Συνεχώς.
Δεν χρειάζονται παραδείγματα νομίζω για να αποδείξει κανείς ότι οι πιο σημαντικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου, οι πιο σημαντικοί φωτογράφοι έχουν κατεξοχήν εικαστική παιδεία, έχουν υπάρξει φανερά ή κρυφά ζωγράφοι, σχεδιαστές ή εικονογράφοι ενώ βαθύτερη φιλοδοξία τους είναι να κάνουν ταινίες τόσο ωραίες όσο κι ένας πίνακας ζωγραφικής, από αυτούς που θαυμάζουμε στα μουσεία ή τις απρόσιτες συλλογές των βαθύπλουτων. Εκεί εξάλλου έγκειται και το πρόβλημα:
Επειδή πιστεύω ότι όσο πιο εύκολο στην πρόσληψη του είναι ένα έργο, τόσο πιο φτωχό στην αισθητική του αποτίμηση. Και εκείνος ο κινηματογράφος του εντυπωσιασμού που στοχεύει σ’ ένα, όσο το δυνατόν, πιο μαζικό κοινό – το χρήμα γαρ – επιδιώκει με κάθε τρόπο, και υπάρχουν πολλοί, την άμεση και εύκολη συγκίνηση. Την αδιαμεσολάβητη από την οποιαδήποτε νοητική διεργασία. Όμοια ακριβώς μ’ εκείνη τη ζωγραφική που επιδεικνύει, σχεδόν αποκλειστικά, τα τεχνικά – αφηγηματικά της προσόντα στοχεύοντας στον ρηχό ενθουσιασμό των αδαών και τις υψηλές τιμές στην αγορά της τέχνης. Όμως χωρίς βαθύτερο τρόμο, χωρίς δέος, δεν υφίσταται και βαθύτερη συγκίνηση.
Από την άλλη πλευρά η κινούμενη εικόνα διαθέτοντας αυτήν την εγγενή ευκολία της σαγήνης μοιάζει να ναρκώνει τους αισθητικούς μύες της συνειδήσεως, τα κύτταρα της ψυχής… Κάτι πού ισχύει λιγότερο για τη φωτογραφία και τη ζωγραφική. Δεδομένου πάντα ότι η εικόνα διαθέτει, σε σχέση με το κείμενο, πιο εύκολη, πιο άμεση και πιο παραλυτική, συγκινησιακή δύναμη. Να το πω πιο απλά, η εικόνα μπορεί να είναι πιο ευλογημένο αλλά συγχρόνως παραμένει το πιο “τεμπέλικο” μέσο που μπορεί να οδηγεί στη μαγεία σε σχέση με το κείμενο το οποίο ενεργοποιεί πολύ πιο έντονα τη φαντασία. Και άρα απαιτεί περισσότερη συγκέντρωση και συμμετοχή εκ μέρους του δέκτη. Απαιτεί περισσότερη δουλειά. Αλληλεπίδραση. Ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζει η ποίηση και ασφαλώς η μουσική. Η πλέον αφηρημένη.
Επιστρέφοντας πάλι στα κοινά σημεία ανάμεσα στη ζωγραφική τον κινηματογράφο – και το ενδιάμεσο τους, τη φωτογραφία – θα έλεγα πως δεν είναι τυχαίο ότι διακρίνουμε και στο σινεμά εκείνα τα αισθητικά κινήματα που διακρίνει κανείς στην τυπική ιστορία της ζωγραφικής: Έχουμε δηλαδή, παρά τη μικρή σχετικά ιστορία του εκφραστικού αυτού μέσου, κλασικιστικό κινηματογράφο, συμβολικό, νεορομαντικό, εξπρεσιονιστικό, σουρεαλιστικό ακόμα και κυβιστικό, φουτουριστικό, αφηρημένο, πειραματικό κλπ. Σήμερα λίγοι είναι διατεθειμένοι – και ασφαλώς όχι το μεγάλο κοινό – να παραδεχτούν τη σχέση δουλείας, κυριολεκτικά, που συνδέει το σινεμά με τη μεγάλη ζωγραφική, κι αν θέλετε, με το μεγάλο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Μία σχέση που καθιστά τη ζωγραφική επίκαιρη σήμερα ακόμα και όταν δεν την ψάχνει κανείς στις γκαλερί, τα μουσεία ή τις ιδιωτικές συλλογές.
Αφορμή για αυτό το πρωτοχρονιάτικο κείμενο στάθηκε η σύντομη σειρά του BBC, μόλις τρία, εξαιρετικά επεισόδια, “Μάρτυρας Κατηγορίας” που είδα χθες το βράδυ στο ertflix, στηριγμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι και την οποία συστήνω ανεπιφύλακτα.
Για να μιμηθώ τον Καμπουρίδη, θα έλεγα ότι είναι μία σπουδή ανάμεσα στο art nouveau και το art deco, σε ένα υγρό και ομιχλώδες Λονδίνο, λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με πολύ καλούς και γνωστούς ηθοποιούς. Με εντυπωσιακή ατμόσφαιρα εποχής, υψηλή υποκριτική, ανατροπές και πάνω από όλα αυτή την εικαστική ματιά που κάνει το κάθε πλάνο έναν ιδιαίτερο πίνακα.
Θα έλεγα ότι μου θύμισε την πρόσφατη ταινία “J’accuse” του μεγάλου, Πολωνού σκηνοθέτη Roman Polanski αλλά και το “1917” του Sam Mendes στα πλάνα της αρχής. Ο ίδιος αιματοβαμμένος κλασικισμός, ανάλογη υποβολή των σιωπηλών βλεμμάτων, με μίαν εντυπωσιακή ανατροπή στο τέλος και μ’ ένα κλείσιμο ματιού εκ μέρους του σκηνοθέτη προς τους μυημένους. Τα τελευταία πλάνα θα σας θυμίσουν κάποια, παραθαλάσσια τοπία που ζωγράφισε ο Περικλής Πανταζής (1849 – 1884), μαθητής του Manet κατά τον θρύλο, στο Βέλγιο. Από αυτά που εκτίθενται σήμερα στα Musées Royaux των Βρυξελλών. Μπίνγκο!
ΥΓ. Επιμένω να βλέπω ertflix και κρατικά κανάλια επειδή τα πληρώνουμε και μάλιστα με αρκετά αυθαίρετο τρόπο και επειδή είναι τα μόνα που υπερασπίζονται ένα διαφορετικό σινεμά ενώ διαθέτουν και κάποιες, ελάχιστες, εκπομπές για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Μέμφομαι την ΕΡΤ γιατί δεν ενθαρρύνει τον επιστημονικό διάλογο για τρέχοντα ζητήματα – φερ’ ειπείν το τσιμέντωμα της Ακρόπολης – μέσα από σύγχρονα προγράμματα λόγου. Την μέμφομαι γιατί δεν διαθέτει μίαν εναλλακτική ματιά ως προς το τι μπορεί να είναι η τηλεόραση σήμερα, για αυτό και δεν συγκινεί τους νέους. Την μέμφομαι τέλος γιατί επιμένει σ’ αυτό το πνεύμα της δημοσιοϋπαλληλίας με τις βαρετές μεγαλοκοπέλες και μεγαλοκυρίους που νομίζουν ότι προάγουν τον πολιτισμό αλλά δεν παράγουν τίποτε περισσότερο από ανία. Ούτε καν πόζα!
Σιχαίνομαι από την άλλη την ιδιωτική τηλεόραση για την άνοια που προσφέρει. Για το τεράστιο, πολιτιστικό κακό που έχει κάνει εδώ και δεκαετίες στον τόπο. Για τη χυδαιότητα, τον εκφυλισμό και το kitsch που εκπροσωπεί. Είναι αλήθεια πώς μόνο η κρατική ραδιοτηλεόραση μπορεί να επιτελέσει ένα ευρύτερο, εκπαιδευτικό έργο για αυτό και είναι μεγάλη η ευθύνη των κομμάτων που δεν διαθέτουν συγκεκριμένη πολιτική για αυτό το κοινό όσο και κοινόχρηστο αγαθό. Είναι τεράστια η ευθύνη της, εκάστοτε, κυβέρνησης.
Ερώτηση προς την διοίκηση της ΕΡΤ:
Πότε επιτέλους θα παίξετε το επεισόδιο με την Έπη Πρωτονοταρίου και τον Μάνο Παυλίδη από την σειρά “Φανταστικό Μουσείο” που σκηνοθέτησε ο Μάνθος Σαντοριναίος, τιμώντας έτσι τη μνήμη μιας μεγάλης Ελληνίδας; Εκτός και αν επιτρέπεται να παρουσιάζεται κάθε τόσο ο Τσόκλης αλλά όχι η Έπη. Τι λέει επ’ αυτού η κυρία Αρώνη;
Φωτογραφία κειμένου: Ο Lucian Freud στο ατελιέ του.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr