Εὕρημα κοινὸν ὁ Στέφανος τῇ κτίσει,
Θεοῦ μεγίστου πρωταγωνιστὴς μέγας.
Το γεγονός αυτό συνέβη στα χρόνια που οι μεγάλοι διωγμοί των πρώτων χριστιανών είχαν κοπάσει και αυτοκράτωρ ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος. Τότε, ο Άγιος Στέφανος ( 27 Δεκεμβρίου) φανερώθηκε τρεις φορές σε κάποιον ευσεβή γέροντα Ιερέα, το Λουκιανό, και του αποκάλυψε τον τόπο, όπου ήταν κρυμμένο το λείψανό του. Αυτός αμέσως το ανέφερε στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη, που με τη σειρά του πήγε στον υποδεικνυόμενο τόπο και πράγματι βρήκε το Ιερό λείψανο του Αγίου Στεφάνου. Κατά την εύρεση έγινε μεγάλος σεισμός, και το λείψανο του Αγίου πλημμύρισε ευωδιά τους παρευρισκόμενους στον τόπο εκείνο. Λέγεται ότι από τον ουρανό ακούστηκαν αγγελικές φωνές, που έλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ας είναι στο Θεό, στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στην ταραγμένη από την αμαρτία γη ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός φανέρωσε την ευαρέσκεια Του στους ανθρώπους, με την ενανθρώπιση του Υιού Του. Φανέρωναν, έτσι, οι άγγελοι περίτρανα ότι ο πρωτομάρτυρας Στέφανος μαρτύρησε για την αγάπη και τη δόξα του Θεού. Αργότερα, τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν από την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και εναποτέθηκαν στον – επ’ ονόματι αυτού – ανεγερθέντα Ναό υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου ( 2 Αυγούστου).
Αγιος Νικήτας ο Γότθος -15 Σεπτεμβρίου
Φλέγῃ, Νικῆτα, καὶ γίνῃ νικηφόρος,
Ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, πυρφόρος νικηφόρος.
Πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ καμίνῳ βλήθη Νικήτας.
Ο Άγιος Νικήτας κατάγοταν από το έθνος των Γότθων, που είχαν εγκατασταθεί πέραν του Ίστρου ποταμού (Ίστρος, κατά τον Γεωγράφο Mελέτιο, καλείται ο ποταμός Δούναβις από το σημείο που ενώνεται με τον ποταμό Σαύο μέχρι την Μαύρη Θάλασσα ή κατ’ άλλους από την Aξιούπολη και κάτω, μέχρι τις εκβολές του.), στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Από παιδί ο Νικήτας διδάχθηκε την αγία πίστη από το Γότθο επίσκοπο Θεόφιλο, ο οποίος συχνά υπενθύμιζε στο Νικήτα τα λόγια του Απ. Παύλου: «ένε ἐν οἲς ἔμαθες… ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδᾳς, τὰ δυνάμενα σὲ σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β’πρόςΤιμόθεον, γ’ 14-15). Δηλαδή, μένε ακλόνητος σ’ εκείνα που έμαθες. Από μικρό παιδί γνωρίζεις τις Άγιες Γραφές, που μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία δια μέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Και έτσι έγινε.
Όταν ο ηγεμόνας Αθανάριχος συνέλαβε το Νικήτα και τον απείλησε για να αρνηθεί το Χριστό, αυτός έμεινε αμετακίνητος σ’ αυτά που έμαθε από παιδί. Ομολόγησε με θάρρος το Χριστό μπροστά στον ηγεμόνα, ο όποιος όταν τον άκουσε εξαγριώθηκε πολύ. Διέταξε αμέσως και του έσπασαν τα κόκαλα με τον πιο φρικτό τρόπο. Άλλα το μίσος των Βαρβάρων ήταν τόσο, ώστε μετά τον έριξαν στη φωτιά, όπου βρήκε το θάνατο. Η φωτιά, όμως, με τη θεία θέληση σεβάστηκε το λείψανο του. Το πήρε κάποιος ευσεβής χριστιανός και το διαφύλαξε σε θήκη.
Άγιος Νικήτας ο Νισύριος εορτάζεται στις 21 Ιουνίοθ
Νικήτα τὸν σὸν αὐχένα ξίφει
Τέτμηκας ἐχθροῦ τὰς πανουργίας πάσας.
Εἰκάδι ἀμφὶ πρώτῃ τμήθη Νικήτα κεφαλή.
Ο Άγιος Νικήτας, γεννήθηκε στην κωμόπολη Μανδράκι της Νισύρου το 1716, από πλούσιους γονείς. Ο πατέρας του ήταν δημογέροντας του νησιού, έπεσε όμως στη δυσμένεια των Τούρκων και για να αποφύγει τις τιμωρίες, εξισλαμίσθηκε με όλη του την οικογένεια και μετακόμισε στη Ρόδο. Εκεί ο μικρότερος γιος, ο Μεχμέτ, πληροφορήθηκε ότι κάποτε ήταν χριστιανός και τον έλεγαν Νικήτα. Αμέσως μετά, σε ηλικία 14 ετών ο Νικήτας πήγε στη Νέα Μονή της Χίου όπου στον ηγούμενο εξομολογήθηκε την περίπτωσή του. Ο ηγούμενος τον παρέπεμψε στον εφησυχάζοντα πρώην Θηβών Μακάριο, ο οποίος τον μύρωσε και του έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Ο Νικήτας παρέμεινε στη Μονή κατηχούμενος και εκεί τον κατέλαβε ο πόθος τού μαρτυρίου και με τις συμβουλές του περίφημου ασκητή Ανθίμου Αγιοπατερίτη και την ευχή και την ευλογία των άλλων πατέρων, αναχώρησε για τη Χίο. Όταν έφθασε του ζητήθηκε από τούς Τούρκους ο κεφαλικός φόρος τον οποίο ο Νικήτας δεν μπορούσε να καταβάλλει.
Τον παρέλαβε ο υπάλληλος Τούρκος, Κριμλής ονομαζόμενος για να τον οδηγήσει στη φυλακή στη θέση Βουνάκι. Τη στιγμή εκείνη, πέρασε από εκεί κάποιος Ιερέας, Δανιήλ ονομαζόμενος, χαιρέτησε τον Νικήτα με το όνομα Μεχμέτ. Ο Κριμλής όταν το άκουσε, έμαθε περί τίνος πρόκειται και τον οδήγησε στον Αγά. Εκεί ο Νικήτας ομολόγησε με πολύ θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Οι Τούρκοι, με υποσχέσεις και κολακείες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τον μάρτυρα στη θρησκεία τους. Επειδή όμως δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν, τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, που διήρκησαν δέκα ημερόνυκτα. Κατόπιν τον έσυραν σε κάποια άκρη της πόλης, «Κάτω Γιαλό» ονομαζόμενη, όπου οι δήμιοι τον έστησαν κάτω από το Ιβηρίτικο Μετόχι και άρχισαν πάλι με κολακείες και υποσχέσεις, μήπως μπορέσουν και τον μεταπείσουν. Αλλά ο Άγιος απάντησε: «Χριστιανός είμαι, Νικήτας ονομάζομαι και Νικήτας θα πεθάνω». Τότε τον αποκεφάλισε ο ίδιος ο Κριμλής στις 21 Ιουνίου 1732, σε ηλικία 17 χρονών στη Χίο. Οι Τούρκοι, για να μη πάρουν οι χριστιανοί κάτι από το Ιερό του λείψανο, αφού το άλειψαν με ακαθαρσίες το πέταξαν στη θάλασσα. Σήμερα στη γενέτειρα του Αγίου, το Μανδράκι της Νισύρου, υψώνεται βυζαντινός ναός, πού τιμάται στη μνήμη του Αγίου Νικήτα.