Κάποτε: Όμορφα, Ανοιξιάτικα, ιδρωμένα απογεύματα. Ναι, εκεί στο κρεβάτι που έκαιε από τα φιλιά μας περιμέναμε να γύρει ο ήλιος, να σκοτεινιάσει για να μετρήσουμε τα άστρα του. Το δέρμα φωτιά και λαύρα, το μυαλό αφημένο στην πλήρη ελευθερία του ταξίδευε τις δικές του διαδρομές. Πόσο λάτρευες – θυμάμαι – τη ρουτίνα των διακοπών, του φευγιού μας γενικά, και όλο μου το επαναλάμβανες να χαθούμε μόνοι μας για ένα μήνα ή και να μη γυρνούσαμε ποτέ σ’ αυτή την πόλη που τόσο πολύ μας πλήγωνε.
Ιδρωμένα, λαχανιασμένα απογεύματα και η ανάσα σου ίσια-ίσια που ακουγόταν ανακατεμένη με τον ήχο των εντόμων που ζουζούνιζαν έξω από το σπίτι, δημιουργώντας τον ομορφότερο ήχο που έχει υπάρξει ποτέ. Ερωτικά απογεύματα με ψιθύρους μονάχα, ξαπλωμένοι εκεί, σε μια αργοπορημένη ανάπαυση. Μοιραζόμασταν εκείνα που δεν ήταν ικανά να δουν τα μάτια τα ξένα. Μια σταλιά, τόση δα ο πλανήτης για να χωράει εσένα και μένα μονάχα. Το κρεβάτι μας σχεδία που μας ταξίδευε σε θάλασσες άγνωστες. Τα όνειρα μας μπερδεμένα, αλλά τόσο όμορφα. Σε κάτι τέτοια απογεύματα να ξέρεις σε αγαπούσα πιο πολύ. Σε κάτι τέτοια απογεύματα φοβόμουν μη σε χάσω. Ιερά, Ανοιξιάτικα απογεύματα κι ο έρωτας μας ένας ακήρυχτος πόλεμος. Λυτρωτικά και παθιασμένα απογεύματα κι εγώ αποκοιμισμένος ανάμεσα στα πόδια σου, παρακαλούσα εκεί να σβήσω.
Και την άλλη μέρα, που ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του και δεν ήμασταν πια μαζί, ένας και μόνο τρόπος επικοινωνίας υπήρχε: να σου τηλεφωνώ από ‘κείνο το χειροκίνητο τηλέφωνο για να ακούσω τη φωνή σου, να μου πεις μόνο ότι ήσουν καλά, τίποτα παραπάνω δεν ζητούσα. Και ανταποκρινόσουν στο τηλέφωνο με όλη τη ζεστασιά της φωνής σου. Ο τόπος δεν με χωρούσε, και ήθελα ξανά από την άλλη άκρη του σύρματος ν’ ακούσω τη φωνή σου. «Είμαι εδώ, είμαι καλά, δεν με ακούς σου λέω; Ησύχασε επιτέλους», μου έλεγες. Την επομένη ημέρα ανέβαινα σε ψηλότερες κορυφές, για να σε ακούω πιο καθαρά. Ζούσα σε μια παραζάλη, τόσο γλυκιά όμως. Αλλά και το δικό σου πάθος, εξίσου όμοιο με το δικό μου, να τρέχεις σε θάλασσες ή και καταμεσής του πλήθους φωνάζοντας μου: σε αγαπάωωω τρελέεεε…
Τώρα: Βγαίνω στο μπαλκόνι, με φυσάει ο αέρας και μου φταίει κι αυτός. Θέλω να φωνάξω αλλά κανένας δεν με ακούει, δεν έχω εξ άλλου κάτι να πω. Κοιτάζω τα σπίτια γύρω μου. Τα περισσότερα σκοτεινά. Εύχομαι να μη κρυώνει κανένας, να μη πεινάει κανένας πίσω από τα σφαλιστά παράθυρα και τις αμπαρωμένες πόρτες. Εύχομαι να είναι όλοι ευτυχισμένοι και να ξαπλώνουν με ένα χέρι να τους αγγίζει τρυφερά. Ξέρω πόσο πολύτιμο είναι γιατί εγώ το είχα και το έχασα. Ξέρω επίσης ότι έχουν αλλάξει και οι προτεραιότητες του καθενός μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι επιζητούν την ασφάλεια, προσπαθούν να μη χάσουν τα πολύτιμα τους.
Κανένας, ό,τι και να συμβαίνει πλάι και γύρω του δεν μπορεί να παραβλέψει τη φυσική ροή της ζωής, και ανάμεσα σε αυτή είναι και οι υποχρεώσεις, υπό τον όρο όμως ότι καλείται να επιλέξει με ποια ομορφιά θέλει να ζήσει. Το κομμάτι του ουρανού που μας ανήκει, δεν πρέπει να το χαρίζουμε σε κανέναν. Είναι δικό μας.
Έτσι λοιπόν και εγώ θα βρω το δικό μου κομμάτι ουρανού που μου αναλογεί. Και μετά είμαι σίγουρος όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν. Μόνα τους, μαγικά και όμορφα.
( Σε κάποιους φίλους μου, που είναι μπλεγμένοι στους ίδιους βατώνες του έρωτα )
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr