Περπατάς και πετάς, μου έλεγες τις προάλλες αρχίζοντας τις εξερευνήσεις σου και το περπάτημα στα λιθόστρωτα σοκάκια της πόλης με τα ακουστικά ή όχι στα αυτιά και πριν βγει ο ήλιος. Κατάλαβα ότι το εκλαμβάνεις σαν ένα τρόπο ξεκούρασης και άσκησης από την μια μεριά από την άλλη δε είναι ένας τρόπος να αφεθείς, να συγκεντρωθείς και να ταξιδέψεις σε τόπους και χρόνους με έναν δικό σου τρόπο, τέτοιο που να σου γίνονται γνώριμοι όλοι αυτοί οι ήχοι της πόλης καθώς αφιλτράριστοι περνούν σαν σκέψεις και μόνο ανακατεμένοι με μια δόση μελαγχολίας εδώ και κάμποσα χρόνια.
Ναι, ξέρω μου λες, ότι η μελαγχολία δεν είναι απαραίτητο να έχει πάντα χρώμα γκρίζο ή μουντό ούτε είναι κατά βάση υποχρεωτικό να συνοδεύεται από αναστεναγμούς και σκυθρωπά πρόσωπα. Συναντάς ανθρώπους στο δρόμο σου οι οποίοι γελούν, άλλοι επιστρέφουν με τη φωτογραφική μηχανή στον ώμο διότι από τα χαράματα είχαν βγει και παραφυλούσαν να καταγράψουν την πρώτη ακτίνα του ήλιου, άλλοι που ανεβάζουν φωτογραφίες ανελλιπώς κι αν τύχει και τους ρωτήσεις «πώς είσαι;», ξαφνιάζονται, ψάχνουν να βρουν απάντηση αμήχανοι ως νοιώθουν και μένουν μαρμαρωμένοι μη έχοντας κάτι να απαντήσουν, σαν σαστισμένοι στέκονται.
Αρχές του καλοκαιριού συνάντησα τυχαία κάποιο φίλο σε μια καφετέρια κατά τις 10.30’ που μπήκα βιαστικά για να πάρω καφέ στο πλαστικό. Απλές κουβέντες, τυπικές ανταλλάξαμε όχι για τίποτα άλλο αλλά περισσότερο για να πιάσω τη συνέχεια του νήματος από εκεί που την είχαμε σταματήσει προ καιρού ξανά που έλαχε στην πλατεία να τον συναντήσω συνδέοντας κάτι ηλεκτρικά του Δήμου διότι εκείνη τη βραδιά κάποια παράσταση καραγκιόζη θα ελάμβανε χώρα. Πώς είσαι; Πού είσαι; Είσαι καλά; Τον ρώτησα έτσι στα πεταχτά. Καλά είμαι, απάντησε, αμπαρώθηκα κι εγώ μέσα, μου είπε με μια δόση ειλικρινείας. Όλα καλά θα πάνε, του απαντάς φωναχτά για να τον ενθαρρύνεις ταυτόχρονα. Θα πάνε; σου απαντά με μια αμφιβολία που τον έχει κυριεύσει καθηλώνοντάς τον μάλιστα.
Το ίδιο και ο Νικόλας, όταν εμείς ξεκινούσαμε τις διακοπές μας, κάπου εκεί μεταξύ 8ης και 9ης Αυγούστου – σου είπε όπως μου έλεγες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας ότι δεν έχει χρήματα να περάσει την άδειά του πουθενά εφέτος διότι τα χρήματα που διέθετε δεν ήταν αρκετά ούτε στο χωριό να την «βγάλει» γιατί όρεξη καμία δεν είχε να πάει ούτε εκεί σε μια «κολλημένη κατάσταση» όπως την χαρακτήριζε που δεν μπορεί να την ανεχτεί άλλο λόγω κουτσομπολιών και ανάμεσα σε μερικούς περίεργους που θα τον ήλεγχαν καθημερινά, πώς θα συμπεριφερόταν, εάν τον συντρόφευε το κορίτσι του στην εξοχή, εάν άλλαξε αυτοκίνητο ή εξακολουθεί να κινείται με ‘κείνο το DACIA του πατέρα του το προ τριακονταετίας και βάλε. Συμφώνησες, μου είπες. Όλα πάντως καλά θα πάνε, του είπες. Κι ο Νικόλας θυμάσαι τι σου απάντησε; «Συμφωνώ μαζί σου όπως τα λες αλλά μη ξεχνάς ότι εσένα είναι στο DNA σου να τα βλέπεις όλα αισιόδοξα», αυτό σου είπε. Αλήθεια, ποιο είναι εκείνο που κάνει έναν άνθρωπο αισιόδοξο; Μήπως είναι στο DNA του ή έχει την ικανότητα που μπορεί να την καλλιεργήσει στο μεγαλύτερο βαθμό τάχα; Η πρακτική και η ζωή γενικώς έχει αποδείξει ότι τίποτα και κανένα δεν είναι μονάχο του, όπως επίσης τίποτα και κανένας δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Πολλές φορές διαισθάνομαι ότι ο θετικά σκεπτόμενος άνθρωπος αντιμετωπίζεται από την κοινωνία και δη τον περιβάλλοντα χώρο του – τους στενούς φίλους του δηλαδή – ως γραφικός από μερικούς στους αλλοπρόσαλλους καιρούς που ζούμε. Συμβαίνει δηλαδή σαν να μας έχουν μερικοί πείσει μέχρι σημείου εθισμού ότι πρέπει να ζούμε στο σκότος λες και η χαρά είναι πλεονέκτημα μόνο όσων δεν έχουν προβλήματα να αντιμετωπίσουν και τα έχουν λυμένα όλα. Αλήθεια; Ποιος νόμος και ποια προφητεία το γράφει αυτό; Η χαρά και η ευημερία είναι δικαίωμα όλων και υποχρέωση της πολιτείας, αυτό διδάχτηκα εγώ στης ζωής τα σκαμπανεβάσματα που περπάτησα και μαθήτευσα. Αυτό πιστεύω για τον συνάνθρωπό μου όποιος κι αν είναι αυτός. Ακόμα δε μεγαλύτερη αξία έχει όταν μέσα από τους καθημερινούς αγώνες, την ασταμάτητη πάλη και διεκδίκησή της την αναζητείς, την ανακαλύπτεις και την κατοχυρώνεις τη χαρά χωρίς ποτέ να την ξεχνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσων χρόνων κι αν γίνεις.
Αυτά σκεπτόμουν περιφερόμενος τους δρόμους και τα στενά της πόλης μου. Αυτά, μέχρι που καν να το αντιληφθώ πέρασα ξώφαλτσα το παρκάκι της γειτονιάς, εκεί δηλαδή που τα παιδιά επιστρέφοντας από τις διακοπές τους βρέθηκαν ξανά να παίζουν μπάλα, να ξεχύνονται στο κρυφτό και στο κυνηγητό. Εκεί που άλλα παιδιά αποχαιρετούν εφέτος το Δημοτικό και τους φίλους τους προοριζόμενα για το Γυμνάσιο, εκεί που όλων τα πρόσωπα έσταζαν ιδρώτα αδιαφορώντας για το Φθινόπωρο που μπήκε και για τα σχολεία σε λίγες ημέρες να ανοίγουν με ευθύνη της υπουργού Παιδείας και της κάστας λοιμωξιολόγων, παθολόγων, περιφερειαρχών, γυναικολόγων, παιδιάτρων, ιατρικών συλλόγων, γενετιστών και λοιπών ειδικοτήτων (όλοι καθηγητές εμφανίζονται πάντως) που την απαρτίζει εφαρμόζοντας κατά γράμμα τα «πρωτόκολλα» και την μασκαροποίηση των μαθητών (πολύ κακό για το τίποτα) που εύχομαι ως το τέλος να συνεχιστεί έστω και έτσι ομαλά η σχολική χρονιά, αλλά επιτρέψατέ μου να έχω την άποψη ότι τις ενδιάμεσες «στάσεις» δεν θα τις αποφύγουμε. Εύχομαι να είμαι και να τεθώ εκτός πραγματικότητας επιζητώντας άμεσα μάλιστα η λανθασμένη πρόβλεψή μου να μην έχει καμία ισχύ και να εκτεθώ δημοσίως ως τον επερχόμενο Ιούνιο εάν όλα κυλήσουν ομαλά.
Ποιος δεν επιζητεί τον περιορισμό στο ελάχιστο και τον παντελή αφανισμό της πανδημίας που προς το παρόν σαρώνει; Γιατί ούτε και πολλή σκέψη χρειάζεται νομίζω.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr