Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»
και Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής
Ας εικάσουμε πως δεν με συνέτριβες, πως δεν με γονάτιζες. Πως είχα τη δύναμη να μη σου επέτρεπα να με αποτελείωνες. Ας εικάσουμε πως είχα το σθένος και αντιδρούσα άμεσα και καίρια. Πως είχα την αντοχή τη στιγμή που εσύ μου επιτίθεσο σε άρπαζα από τους ώμους και σε έχωνα δυο μέτρα κάτω στη γη, και μετά, καθόλου δεν θα με ένοιαζε αν πλήρωνα ολόκληρο το πρόστιμο που θα μου επιβαλλόταν. Μετά, ξέρεις τι θα έκανα; Θα έψαχνα και θα έβρισκα νέες φόρμες, νέους δρόμους – όχι, μη πηγαίνει ο νους σου στις τέχνες και στις μουσικές – αυτές ούτως ή άλλως έχουν ξεθωριάσει προ πολλού, για τη ζωή ομιλώ πρωτίστως. Ύστερα θα εφοδιαζόμουν με όλα τ’ αναγκαία σύνεργα με προορισμό να σταθώ αρωγός σ’ όλους εκείνους που καθημερινά ισοπεδώνονται, οπότε όλοι μαζί πλέον θα τρέχαμε να συνθλίψουμε τους κάθε είδους Προκρούστες. Ας εικάσουμε ακόμα ότι μαγάριζα τα χέρια μου, ενώ ταυτόχρονα θα χόρευα μ’ εκείνο τον πανάρχαιο χορό, μ’ εκείνη την πανάρχαια χαρά πάνω στα αίματα.
Τότε, ναι, το πιστεύω, θα ‘χα ‘λευθερωθεί μια για πάντα – και γιατί όχι και απολύτως; – από όλα εκείνα τα καθώς πρέπει που με δίδαξαν χρόνια τώρα στην εντέλεια να κάνω: υποκλίσεις, να σκύβω το κεφάλι, να τσακίζομαι μέσα σε μία νύχτα.
Ας εικάσουμε ότι όλα αυτά δεν ήσαν στη σφαίρα του φανταστικού, αλλά ήταν η ίδια η αλήθεια, η ωμή πραγματικότητα. Τότε ξέρεις τι θα γινόταν; Τότε όλα θα ήσαν διαφορετικά.
Προτιμώ όμως να παραμείνουμε στις πράξεις, στα γεγονότα. Τα βλέπεις τώρα που όλα έγιναν μια τεράστια ομάδα, συνέπραξαν, και καθώς κάθονται αναπαυτικά μας περιπαίζουν, μας κοροϊδεύουν και όλα μαζί μας περιγελούν; Κι αν όλα αυτά τα κάνεις μια σύνθεση, ένα γερά δεμένο μάτσο, ιδού ο χάρτης και το πάζλ της πραγματικότητας, η φρικιαστική μας αλήθεια.
Κάνε μου τη χάρη λοιπόν, κι αφού πρωτίστως προβώ σε παράκληση απέναντί σου με όση ευγένεια και αξιοπρέπεια μου απέμεινε – θα έφθανα δε και στο σημείο της ικεσίας εάν δεν το γνώριζα καλά το θέμα, αλλά είδες τι παθαίνουν όσοι ικετεύουν – γι αυτό σου λέω να μην επιμένεις σ’ αυτά τα πράγματα που κατασκευάζει η φαντασία. Το μόνο που σου ζητώ είναι να μου παραχωρήσεις μια γωνιά, ένα τόσο δα μικρούλι χώρο, τόσο όσο που να μπορώ να τρέξω εκεί και ν’ απαγκιάσω ασφαλής πλέον, όπου κανένας να μη μπορεί να με εντοπίσει ποτέ. Ξέρεις γιατί; Το κατάλαβες μήπως; Αν όχι, να σου το πω για να σε βγάλω από την περιέργεια: καμιά μηχανή δεν φοβήθηκα, όλες τις αψήφησα, όλες τις έκανα βίδες, αλλά εκείνη του κιμά, όχι απλά την φοβάμαι, την σκιάζομαι.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, έχεις κάθε δικαίωμα να υποθέσεις ότι όλα είναι θέμα αφήγησης, και πολύ σωστά θα κάνεις. Ή δεν είναι;
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author