
Μάνα μου, πρωτίστως σου ζητώ συγγνώμη για την απουσία μου στο τελευταίο σου τραγουδισμένο ταξίδι, επιθυμία σου που μου είχες εκμυστηρευθεί όταν σε επισκέφθηκα για τελευταία φορά στο Αλεξανδράκειο Κοινωφελές Ίδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαμάτας, τελευταίο σου «σταθμό» πριν την «αναχώρησή» σου. Υποκλίνομαι μάνα στην σεπτή σου παρουσία επί γης όσον και τώρα που σε φιλοξενεί ο Άδης. Ούτε στιγμή μάνα δεν φεύγεις από τον νου μου, αλλά ειδικά τώρα που πλησιάζει ο ένας χρόνος απουσίας σου, το δυσαναπλήρωτο κενό που άνοιξες μου γίνεται ανυπόφορο.
Είναι κάτι στιγμές μάνα, σκέτα ξυράφια, που όταν χτυπάει το τηλέφωνό μου, νομίζω πως είσαι εσύ στην άλλη άκρη της γραμμής, έτοιμη να μου δώσεις τη συμβουλή σου για τα «αγκάθια» της ζωής που πρέπει να προσέχω αλλά και το μισό κομμάτι του ψωμιού μου επιβάλλεται να το μοιράζομαι με τον γείτονα, διότι από λεπτότητα και περηφάνια αν και μπορεί να το στερείται, ποτέ μα ποτέ δεν θα μου πει «πεινάω», όπως μου τόνιζες. Αχ! ρε μάνα…
Είναι μερικές φορές ακόμη, όπου επάνω στην φούρια της δουλειάς μου τυχαίνει να επιλέγω στο κινητό μου τον αριθμό του σταθερού μας στο χωριό (2722084###) μάνα, κι ενώ εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι έκανα λάθος διότι κανένας δεν θα το σηκώσει, επιμένω να το αφήνω να χτυπά, έχοντας την αίσθηση ότι θα ακούσω τη φωνή σου.
Είναι φορές που σκέπτομαι ότι εάν πάω στο πατρικό μας, θα με περιμένεις στην αυλόπορτα μάνα, σφίγγοντάς με στην αγκαλιά σου για να με χορτάσεις, επειδή σου έλειψα καιρό. Είμαι σίγουρος μάνα ότι τα βασιλικά μας τα ποτίζεις, ότι τη ροδιά μας δίπλα στο αμπέλι μας την καλημερίζεις καθημερινά τώρα που αρχίζει να «ξυπνάει», ότι η μυγδαλιά μας στολισμένη νύφη τούτη την εποχή καθώς περνάς από κάτω, σε ανταμείβει ρίχνοντάς σου άνθη στην ποδιά και στο κεφάλι σου.
Είναι στιγμές, που όταν κινούμαι μόνος με ασύλληπτες για την Ελλάδα ταχύτητες σε ατέρμονες και κουραστικές ευθείες, έχω την αίσθηση ότι κάθεσαι δίπλα μου με το τσεμπέρι σου, δασκαλεύοντάς με ανελλιπώς και χαμηλόφωνα αλλά και υπενθυμίζοντάς μου κάθε λίγο και λιγάκι τις δουλειές που εκκρεμούν και μας αναμένουν να τις διεκπεραιώσουμε σχετικά με τα χωράφια, και ειδικά εκείνα τα σύκα να τα μαζέψουμε προτού πιάσουν οι αναπάντεχες βροχές του Καλοκαιριού και μας τα ανοίξουν, διότι η Συκική θα μας τα κατατάξει στην Γ’ Κατηγορία με τιμή εξευτελιστική.
Είμαι βέβαιος μάνα ότι ξεκαμπίζοντας στο έμπα του χωριού θα αναγνωρίσεις την κόρνα του αυτοκινήτου μου και θα τρέξεις να με βοηθήσεις στο να μεταφέρουμε τα ψώνια με τις σακούλες από το σούπερ μάρκετ για τις ανάγκες του νοικοκυριού σου τι κι αν ήσουν μόνη, λεβέντισσά μου μάνα.
…Δεν είναι το ότι σε θυμάμαι κάποιες στιγμές που αραιώνουν οι δουλειές μου ή όταν επισκεπτόμαστε με την Μάριον και την δική της μάνα όπου κι αυτή έχει «κοιμηθεί» επτά περίπου χρόνια τώρα, είναι και το ότι με κουβαλάς μέσα σου γλυκιά μου μανούλα και πάντα με νοιάζεσαι, διότι μοναχοπαίδι στη ζωή σου με έχεις.
Το τραγούδι, το τραγούδι μάνα που πάντα σου άρεσε και μ’ αυτό αρχίζαμε τα γλέντια μας στις γιορτές και στις σχόλες μας, καθισμένοι ολόγυρα και από δυο ζυγές τραγουδισμένο στα ξύλινα τραπέζια μας, σηκώνοντας τις κούπες του κρασιού μας στην υγειά όλου του κόσμου μάνα μου…