Ανοιχτή πόρτα

Είδος υπό εξαφάνιση τα ΑΤΜ στην επαρχία, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Κι ενώ από την μια μεριά ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης μετ’ επιτάσεως τονίζει ότι τριπλασίασε τις ψηφιακές υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται προς τους πολίτες διευκολύνοντάς τους στις συναλλαγές με το Δημόσιο, από την άλλη ζητεί μια δεύτερη τετραετία προκειμένου να  επέλθει η πλήρης ψηφιοποίηση του κράτους με τις υπόλοιπες 4000 που υπολείπονται. Και ως εδώ – όσον αφορά στον δημόσιο τομέα – καλώς  οδεύετε κύριε Πιερρακάκη, γνωρίζετε μήπως (ως κυβέρνηση που είσθε) και ποία είναι η επικρατούσα κατάσταση στην επαρχία που έχει να κάνει με τις τράπεζες των οποίων η εξυπηρέτηση προς τους πολίτες που τις έχουν εμπιστευθεί για τις συναλλαγές τους να ευρίσκεται σε επίπεδα που αγγίζουν τα όρια των αντοχών τους; Ή επειδή δεν εμπίπτει στις  αρμοδιότητάς σας – ιδιωτική η διαχείρισή τους στην πλειοψηφία τους βλέπετε – έχουν αφεθεί στο να λειτουργούν κατά τον τρόπο που εκείνες κάθε φορά κρίνουν, αδιαφορώντας για τους καταθέτες τους; 

Στα περισσότερα σημεία της επαρχίας κεφαλοχώρια και κωμοπόλεις  από το 2022 έχει αρχίσει η κατάργηση των μηχανημάτων αυτόματης ανάληψης μετρητών με αποτέλεσμα οι πολίτες  να αδυνατούν να εξυπηρετηθούν, υποχρεούμενοι ή να καταβάλουν προμήθεια 3(προς το παρόν) σε άλλο τραπεζικό ίδρυμα εφόσον υπάρχει στην περιοχή τους ή να διανύουν μεγάλες αποστάσεις χρησιμοποιώντας μεταφορικό μέσον ακόμα και για την ανάληψη ενός 20ευρω. Χαρακτηριστική η περίπτωση πολίτη από την Βαλύρα Μεσσηνίας ο οποίος ευρισκόμενος σε απόγνωση κι εκφράζοντας την αγανάκτησή του για τις παρεχόμενες υπηρεσίες όπως μου ανέφερε, σπατάλησε μισή ημέρα επιβαρυνόμενος και με καύσιμα προκειμένου να μεταβεί στην Καλαμάτα για να εξυπηρετηθεί. Δεν γνωρίζω κατά πόσον ισχύει ο ισχυρισμός του ότι:  «Το  μηχάνημα ανάληψης μετρητών μία εβδομάδα πριν ξηλωθεί εμφάνιζε στην οθόνη του το μήνυμα: ‘Σας ζητούμε συγγνώμη για την ταλαιπωρία, θα επανέλθουμε σε λίγα λεπτά…’, πρόβλημα το οποίο δεν αποκαταστάθηκε ποτέ μέχρι να πάρει την άγουσα», σε κάθε περίπτωση πάντως δεδικαιολογημένος ο θυμός του. 

Σε ένα Κράτος, σε μια Πολιτεία που θέλει να σέβεται πρώτα τον εαυτό του και μετά τον αιμοδότη φορολογούμενο πολίτη που το στηρίζει με τους φόρους του, δεν χωρούν μεσοβέζικες λύσεις, κύριοι κυβερνώντες. Όσον αφορά στα τραπεζικά ιδρύματα έχουμε να σημειώσουμε ότι στηριζόμενα στις πλάτες του μικροκαταθέτη επετεύχθη η κεφαλαιακή τους βάση με αρκετά δις ευρώ όταν ήσαν αναγκασμένες να υποστούν τα λεγόμενα Crash test από τους διάφορους οίκους αξιολόγησης όπου και βγήκαν ‘ασπροπρόσωπες’. Να μη τα ξεχνούμε αυτά, κύριοι των Χρηματοδοτικών σας Ιδρυμάτων, αρκετά έχετε απομυζήσει από τον φουκαρά τον Έλληνα. 

Και εάν οι τράπεζες είναι ο ένας παράγων που χωλαίνει σήμερα όσον αφορά στις προσφερόμενες υπηρεσίες του (αποτελεί ανέκδοτο φυσικά  τόσο η χορήγηση δανείων όσον και τα προσφερόμενα επιτόκια στις καταθέσεις), ο δεύτερος – εξ ίσου σημαντικός παράγων – αποτελεί το Σύστημα Υγείας. Σε ποια Κέντρα Υγείας, σε ποια νοσοκομεία να βασιστεί ο κάτοικος της επαρχίας του οποίου το φυλλοκάρδι τρέμει μη τυχόν και υποστεί έμφραγμα ή το πόδι του σακατέψει όταν οι Μονάδες Υγείας παραμένουν ακόμα αστελέχωτες και τα ιατρικά μηχανήματα σφραγισμένα στην αρχική τους συσκευασία; Όταν σε έναν ατυχή αγρότη συμβεί κάτι το απρόοπτο το οποίο χρήζει γρήγορης αντιμετώπισης, όταν ένα ασθενοφόρο διατίθεται τις περισσότερες φορές για δυο νοσοκομεία, αυτό της Καλαμάτας και το άλλο της Κυπαρισσίας; 

Ζώντας μέσα σε έναν καθημερινό βραχνά, πότε με τις τράπεζες υπολειτουργούσες και πότε με τα προβλήματα υγείας να ζητούν άμεση επίλυση πώς θα κρατηθεί ο νέος στην επαρχία για να είναι και αποδοτικός;  Όταν η αστυφιλία συνεχίζει με τους ίδιους ρυθμούς να αναπτύσσεται και η πρωτεύουσα Αθήνα να μεγαλώνει κάθε ημέρα τόσο  όσο ένα κεφαλοχώρι, γεγονός το οποίο συνέβαινε κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, για ποια αποκέντρωση ομιλούν και παραμυθιάζουν τον πολίτη οι πολιτικοί μας συμβουλάτορες; 

Ο εθνικός μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης έχει ήδη ζωγραφίσει με τους στίχους του την Ελλάδα που (θα) πορεύεται: «Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές, Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, Που ηχούν και που τις προσκυνούμε». 

SHARE
RELATED POSTS
Ίσως για αυτό σε ερωτεύτηκα …, του Σπύρου Ντασιώτη
Εθνικοδημοκρατικά αδιέξοδα;, του Γιάννη Πανούση
Έλληνες στην Ανταρκτική, του Πάνου Μπιτσαξή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.