Monday, Nov 18, 2024

Συνεντεύξεις

Δρ. Σωτήρης Αμάραντος: «Η συνωμοσιολογική προοπτική με τις ολοκληρωτικές απαντήσεις…», του Κων/νου Καραγιαννόπουλου

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση

10392588_641221322646411_639374329633812692_n.jpg

 

Δρ. Σωτήρης Αμάραντος: «Μπορώ να σκεφτώ μια άλλη κοινωνική ηθική μόνο στο πλαίσιο ενός άλλου συστήματος που θα προσεγγίζει τη δημοκρατία ή τουλάχιστον την πραγματική αντιπροσωπευτική πολιτεία»

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο

Συναντήσαμε τον Διδάκτορα Φιλοσοφίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και συγγραφέα Σωτήρη Αμάραντο και συζητήσαμε μαζί του εφ’ όλης της ύλης.

Κύριε Αμάραντε, θα ήθελα να ξεκινήσουμε ακούγοντας την προσωπική σας εμπειρία. Πώς βιώσατε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση της πανδημίας και των lockdowns;

Για εμένα, ο κατ΄οίκον περιορισμός αποτέλεσε μια εξαιρετικά δημιουργική συνθήκη, κατά τη διάρκεια της οποίας μου δόθηκε η ευκαιρία να διδάξω διαδικτυακά πολιτική φιλοσοφία στο ΠΜΣ: Πολιτική, Γλώσσα και Διαπολιτισμική Επικοινωνία, στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, να συγγράψω δυο βιβλία και τέλος να εμπνευστώ του στίχους ενός τραγουδιού με πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο μελοποίησε και θα ερμηνεύσει μια  εξαιρετική νέα καλλιτέχνιδα η Χριστίνα Λάμπρου, μαζί με τον σπουδαίο Μανώλη Μητσιά.

Στην αρχή της υγειονομικής αυτής κρίσης ένα άρθρο του γνωστού φιλοσόφου Giorgio Agamben προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον πνευματικό κόσμο. Σε απάντηση στον Agamben, ο Jean Luc Nancy, με άρθρο του στο Antinomie, επισήμανε μεταξύ άλλων πως ο Covid-19, ουσιαστικά, απειλεί ολόκληρο τον πολιτισμό μας. Σήμερα, μετά από έναν χρόνο, τι συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε; Η viral-  εξαίρεση (με όλα της τα παρακλάδια) για την οποία μίλησε ο Nancy και την οποία εμείς μετατρέψαμε σε πανδημία, μήπως έχει αποπροσανατολίσει τους στοχαστές;

Η ερώτησή σας μου φέρνει στο νου μια φράση του Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος υποστήριζε πως: «Όποιος μεγάλα στοχάζεται πρέπει δεινώς να πλανάται». Βέβαια, στο σημείο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος η πλάνη να προέρχεται από την ανάγκη του στοχαστή να υποτάξει τα φαινόμενα στις θεωρητικές του αρχές.  Η αναστοχαστική εγρήγορση αποτελεί τη σημαντικότερη ασφάλεια για όποιον επιχειρεί να ασκεί με συστηματικότητα και συνέπεια το όργανο του Λόγου.

Όσον αφορά τώρα το ζήτημα της πανδημίας, πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα, καθώς η απόπειρα φωτισμού του προϋποθέτει τη δοκιμασία του νου μας σε ένα σύνολο αμοιβαία εξαρτώμενων μεταβλητών. Οποιαδήποτε μεμονωμένη και αποσπασματική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος είναι εκ των πραγμάτων εσφαλμένη. Η δική μου συνεισφορά στην όλη συζήτηση οριοθετείται από την ανάδειξη τη σχέσης μας με τον θάνατο. Στη βάση αυτής της προοπτικής θα μπορούσαμε να διακρίνουμε από υπαρξιακή σκοπιά δυο ήδη πολιτισμών. Από τη μια, το είδος πολιτισμών που διέπονται από το στοιχείο της τραγικότητας, δηλαδή που παρέχουν όλα εκείνα τα αναγκαία κοινωνικά σύμβολα που έχουν στόχο να εξοικειώσουν και να συμφιλιώσουν των άνθρωπο με το φυσικό γεγονός του θανάτου. Από την άλλη, έχουμε το είδος των αντι-τραγικών πολιτισμών, μέσα από τη γενική και ειδική θέσμιση των οποίων ο θάνατος απωθείται στο συλλογικό ασυνείδητο. Ο νεωτερικός πολιτισμός ανήκει -από υπαρξιακή άποψη-  στο δεύτερο είδος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο κάτι τέτοιο, καθώς όπως μπορούμε με όρους ελευθερίας να πιστοποιήσουμε πως πρόκειται για έναν πολιτισμό που ανήκει από την άποψη της κοινωνικής βιολογίας σε ένα πρώιμο ανθρωποκεντρικά στάδιο. Η απώθηση, λοιπόν, του θανάτου στο συλλογικό ασυνείδητο, δεν τον εξαλείφει, αντίθετα συνεχίζει παρασκηνιακά να ορίζει σε σημαντικό βαθμό τα κοινωνικά πράγματα και μάλιστα «αναμένει» μια ευκαιρία για να επανέλθει στο προσκήνιο, αυτή τη φορά περισσότερο εκδικητικά. Νομίζω πως η πανδημία, την οποία δεν έχω λόγο σε γενικές γραμμές να αμφισβητήσω ως πραγματικό φαινόμενο, έδωσε την ευκαιρία στο απωθημένο βίωμα του θανάτου να έρθει με τραυματικό τρόπο στην καθημερινότητά μας, δηλαδή να εμφανιστεί ως τρόμος θανάτου. Από το τραυματικό αυτό γεγονός δεν εξαιρέθηκε ούτε η επιστήμη, η οποία είναι προφανώς μέρος της ευρύτερης κοινωνικής θέσμισης, ανήκει, όπως θα έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, στο μάγμα του νεωτερικού κοινωνικού φαντασιακού. Ταυτόχρονα, μπορούμε να διαπιστώσουμε αρκετές φορές, λόγω της γραφειοκρατικής οργάνωσης της επιστήμης των καιρών μας, πως οι ίδιοι οι επιστήμονες αδυνατούν να εξέλθουν από τα στεγανά της ειδίκευσής τους. Για παράδειγμα, είναι ζωτικής σημασίας να συνειδητοποιηθεί από μια σημαντική μερίδα των γιατρών πως τα ιατρικά μοντέλα και πρωτόκολλα που βρίσκουν την τέλειά τους εφαρμογή σε συνθήκες εργαστηρίου δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο στο μαγματικό πεδίο της συνολικής κοινωνίας και μάλιστα χωρίς σημαντικό κόστος σε άλλες πλευρές της ισορροπίας του κοινωνικού οργανισμού. Κάτω λοιπόν από όλες αυτές τις παραμέτρους, θα πρέπει να διεξαχθεί η συζήτηση για την πανδημία και τις πολιτικές αντιμετώπισης τόσο από την πλευρά της διανόησης, όσο και από αυτούς που στη βάση της παρούσας πολιτειακής οργάνωσης λαμβάνουν τις αποφάσεις.

Σ’ όλη αυτή την περίοδο πολλοί αισθάνθηκαν πως τους αφαιρούνταν όλο και περισσότερα δικαιώματα και κυρίως το δικαίωμα να αποφασίζουν για σημαντικά ζητήματα της ζωής τους. Από την μια είχαμε την κυβέρνηση που έδειξε ένα αρκετά αυταρχικό πρόσωπο, κι από την άλλη τους επιστήμονες, οι οποίοι, ως τεχνοκράτες, εμφανίστηκαν ως οι μόνοι αρμόδιοι για την λήψη μέτρων, με έναν όμως αρκετά αδιαφανή τρόπο. Είμαστε από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουμε ανοιχτά δεδομένα, εκτός από κάποια στατιστικά. Εσείς εδώ και αρκετό διάστημα έχετε μιλήσει για την έλλειψη ελέγχου της εξουσίας. Μήπως, λοιπόν, την πανδημία την ακολουθεί και μια επιδημία της δημοκρατίας;

Θα αποτελούσε θεωρητικό σφάλμα, εάν ως σημείο εκκίνησης της κριτικής μας για τις πολιτικές συνέπειες της πανδημίας τοποθετούσαμε την υπόθεση του βιασμού της δημοκρατίας και αυτό όχι φυσικά διότι δεν διαπιστώνονται μορφές καταπίεσης και ανελευθερίας, αλλά γιατί δεν προϋπήρξε της πανδημίας κάποιος τύπος δημοκρατίας που βιάστηκε. Ξέρετε, υπάρχει ένας τρόπος για να διαπιστώσουμε εάν ζούμε σε ένα δημοκρατικό ή όχι πολίτευμα. Το κριτήριο αυτό, όπως  υποστηρίζει ο Γιώργος Κοντογιώργης, είναι η ελευθερία.  Η ελευθερία αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, στο ατομικό, το κοινωνικό/οικονομικό και το πολιτικό. Η νεωτερική εποχή στη οποία ζούμε, μας προσφέρει την απόλαυση μόνο της ατομικής ελευθερίας. Αντίθετα, στο κοινωνικό/οικονομικό και πολιτικό επίπεδο είμαστε ανελεύθεροι, εξού και η ανάγκη να αναζητούμε αγωνιωδώς στα πεδία αυτά την προστασία μας από την εκάστοτε εξουσία διαμέσου των δικαιωμάτων. Υπό την προοπτική αυτή, δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της πανδημίας ζούμε σε δημοκρατικές κοινωνίες οι οποίες βάλλονται. Ο καταλληλότερος όρος για να δηλώσει το είδος του διεθνώς κυρίαρχου πολιτεύματος του ανεπτυγμένου κόσμου είναι αυτός της μοναρχευομένης ολιγαρχίας.  Άρα, αυτός που είναι σε θέση να αποφασίζει πολιτικά για την κατάσταση της υγείας ή της ασθένειας μιας κοινωνίας, καθώς και για τις πολιτικές υγείας που θα ακολουθηθούν είναι ο εκάστοτε εκλόγιμος μονάρχης. Ακριβώς, στο σημείο αυτό, αναδύεται ένα κομβικής σημασίας ερώτημα: αν πρέπει μια αυτονομημένη από την κοινωνική βούληση εξουσία να αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για την υγεία της κοινωνίας; Η απάντηση είναι νομίζω σαφώς αρνητική στον βαθμό που επίκεντρο της σκέψης και των δράσεών μας είναι η καθολική ελευθερία. Άρα, εάν σε αυτό το πλαίσιο της μοναρχευομένης ολιγαρχίας μπορούμε να εντοπίσουμε αρνητικές πολιτικές συνέπειες εξαιτίας ή με αφορμή την πανδημία θα απαντήσω καταφατικά. Ανεξάρτητα από την όποια υγειονομική αναγκαιότητα και το όποιο συλλογικό συμφέρον – που έτσι κι αλλιώς πρόκειται για έννοιες που χρειάζεται να ορίσουμε έξω από ιδεολογικές σκοπιμότητες – η εξουσία υπερέβη με τη νομιμοποίηση που της προσέφερε σε αρκετές περιπτώσεις η επιστήμη, τη μέχρι σήμερα οριοθετημένη στο δημόσιο πεδίο δυναμική δράσης της και εισέβαλλε στον χώρο της ιδιωτικής ελευθερίας.

Η κοινωνία βρίσκεται για μιαν ακόμη φορά πολωμένη. Και ο επιστημονικός κόσμος, αλλά και οι πολίτες έχουν διχαστεί τόσο για τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση όσο και για το ίδιο το εμβολιαστικό πρόγραμμα. Θεωρείτε πως όλη αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα μεθόδων κοινωνικής μηχανικής ή μήπως η πανδημία κατέστησε διάφανες τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος;

Νομίζω πως το ερώτημά σας μπορεί να διατυπωθεί με ακόμη ευρύτερους όρους, δηλαδή με όρους που αφορούν τη μέχρι σήμερα διαχείριση της πανδημίας συνολικά για τον δυτικό κόσμο. Αναγκαστικά χρειάζεται να σχηματοποιήσω την απάντησή μου σε αυτό το ερώτημα, αποφεύγοντας να συμπεριλάβω πιθανές εξαιρέσεις. Θεωρώ πως, η αποκλειστική επικέντρωση σχεδόν του συνόλου των πολιτικών υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας στο «όπλο» του εμβολίου και στη στρατηγική των lockdowns είναι όχι μόνο αναποτελεσματική, αλλά και κομίζει έντονα νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά στοιχεία. Σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητώ τη χρησιμότητα της λελογισμένης χρήσης των δυο αυτών όπλων κατά της πανδημίας, αρνούμαι όμως να τα θεωρήσω ως τις μοναδικές λύσεις που είναι ικανό το σύστημα να προσφέρει. Προφανώς, η επικέντρωση στις δυο αυτές «λύσεις», έχει στόχο την προβληματική διατήρηση του συρρικνωμένου κράτους πρόνοιας και βέβαια την αποφυγή της εκκίνησης κύκλων κρατικών επενδύσεων σε ζωτικής σημασίας δομές δημόσιας υγείας. Από την άλλη, έχουμε σε αυτό το γενικό ορίζοντα της προβληματικής του ερωτήματός σας να προσθέσουμε τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Σίγουρα, έχουμε ως δεδομένο το διαχρονικό στοιχείο του ελληνισμού που φέρνει στο προσκήνιο την έριδα, η οποία όμως κατά τη διάρκεια της πορείας της βρήκε ικανοποιητικές θεσμικές απαντήσεις, τις οποίες φυσικά αναίρεσε με τον πλέον βίαιο τρόπο το κράτος των Βαυαρών και η διάδοχη κατάσταση της κομματοκρατίας,  που κατήργησαν τη δημοκρατική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας και την κατακερμάτισαν σε απελπισμένους ιδιώτες που παλεύουν για την ατομική ή οικογενειακή τους επιβίωση. Άρα, το κομματικό σύστημα το οποίο, όπως το έχω χαρακτηρίσει αλλού, συνιστά μια άκρως εκμεταλλευτική κοινωνική τάξη, έχει ταξικό συμφέρον να επενδύει στο στοιχείο της πόλωσης μεταξύ των κοινωνικών μελών, ώστε να έρχεται στη συνέχεια ως διαιτητής και σωτήρας να καρπώνεται τα αποτελέσματα του όποιου διχασμού. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της πόλωσης με αιτία την πανδημία.

Αμφισβητείται σήμερα η επιστήμη από τον κόσμο; Οι συνωμοσιολογικές θεωρίες και τα fake news, μήπως οδηγούν την Δύση σε μια πιο σκοταδιστική εκδοχή της;

Να ξεκαθαρίσουμε πως η συνωμοσιολογική σκέψη πηγάζει από τον ανθρώπινο ψυχισμό και το ανέτοιμο του πολιτισμού να αντιμετωπίσει, όπως είπα και προηγουμένως, την αγωνία του θανάτου. Η συνωμοσιολογία δεν είναι τυχαίο ότι αξιοποιήθηκε από όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Οι συνωμοσιολογικές θεωρίες παρέχουν τελεσίδικες απαντήσεις στο αγωνιώδες οντολογικό ερώτημα για το νόημα του κακού, που συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του θανάτου. Από την άποψη της ψυχικής οικονομίας, η ολοκληρωτική γνώση περί του κακού είναι για το υποκείμενο λιγότερο αγχώδης από την πλήρη άγνοια ή τη μερική γνώση. Άρα, η συνωμοσιολογική προοπτική με τις ολοκληρωτικές απαντήσεις που προσφέρει, ικανοποιεί τις αγωνίες ενός υποκειμένου που δεν διαθέτει τα νοητικά μέσα και τα σύμβολα για να εισέλθει σε έναν δημιουργικό διάλογο με το μη Είναι. Με αλλά λόγια, το φαινόμενο της ημιμάθειας το οποίο συνδυάζεται και καθοδηγείται από τον ναρκισσισμό και την απαίτηση για εξαντλητικές απαντήσεις έναντι των υπαρξιακών και κοσμολογικών συνθηκών, αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για τους οπαδούς συνωμοσιολογικών θεωριών. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως παραδέχομαι πως ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ένας κόσμος αγγέλων και ανιδιοτελών δράσεων. Συνωμοσίες υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα των ανθρωπίνων σχέσεων. Γι΄αυτό χρειάζεται να διακρίνουμε τη ρεαλιστική θεώρηση της συνομωσίας από την εμμονική συνωμοσιολογική ροπή. Θεωρώ πως η τελευταία διακρίνεται από την πρώτη, διότι διαπνέεται από έντονα εσχατολογικά χαρακτηριστικά, από μια επίσης μια λογικοφανή και υπεραπλουστευτική αντίληψη των πραγμάτων και τέλος από την μανιώδη ανάγκη αποτύπωσης μιας θέασης του κόσμου στη βάση της πλήρους διπολικότητας μεταξύ του απόλυτα καλού και του απόλυτα κακού. Κατόπιν αυτών, και αναγνωρίζοντας τον ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ και οι νέες τεχνολογίες κάτω από το καθεστώς της μοναρχευομένης ολιγαρχίας στη διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων, η επιτυχία των θεωριών συνωμοσίας στον δυτικό κόσμο αποτελεί λογική συνέπεια. Επίσης, το γεγονός ότι ο κόσμος της επιστήμης συχνά λειτουργεί ως παρακοιμώμενος και παράγον νομιμοποίησης της εξουσίας, λειτουργεί στη συνείδηση των κοινωνών με αρνητικό τρόπο. Πάντως, θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως είναι άλλο η απαξίωση του επιστήμονα που κομματίζεται και λειτουργεί ως προπαγανδιστικός μηχανισμός της εξουσίας και άλλο η απαξίωση συνολικά της επιστήμης. Το τελευταίο αυτό ενδεχόμενο μοιάζει όντως τρομακτικό.

Μόλις ήρθε στο μυαλό μου ο Byung- Chul Han. Σήμερα αυτο- εξουσιαζόμαστε και αυτο- υποδουλωνόμαστε; Και μήπως όλη αυτή η αμφισβήτηση και η έλλειψη της εμπιστοσύνης (με την σημασία που της έδωσε ο Han) δηλώνουν την αποσύνθεση του ηθικού θεμελίου της κοινωνίας και την μετάβασή μας σε κοινωνίες απόλυτου ελέγχου;

Δεν θα ήθελα να εισέλθω σε μια ηθικολογικού χαρακτήρα συζήτηση, ένα άθλημα στο οποίο αρέσκονται πολλοί στοχαστές οι οποίοι αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να αντικρίσουν τα ιδεολογικά τους αδιέξοδα. Όποιος δεν έχει τη διάθεση να αλλάξει κάτι ή να σκεφτεί προς αυτή τη κατεύθυνση ηθικολογεί αενάως και μάλιστα φροντίζοντας να ενοχοποιήσει τα κοινωνικά υποκείμενα, απαλλάσσοντας τους πραγματικούς υπευθύνους. Υποστηρίζω πως το ήθος της κοινωνίας, δεν ρυθμίζεται μεταφυσικά, αλλά το συγκροτεί η ίδια της η πολιτική θέσμιση. Νομίζω πως η αδυναμία τόσο του επιστημονικού κόσμου όσο και των ανά τον κόσμο κυβερνήσεων να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στους λαούς της υφηλίου σε σχέση με τους ενδεδειγμένου τρόπους αντιμετώπισης μιας πλανητικής υγειονομικής κρίσης είναι προϊόν της αδυναμίας των πολιτειακών θεσμών του 18ου αιώνα να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των κοινωνιών που βαδίζουν στις ταχύτητες του 21ου αιώνα. Η φενάκη της νεωτερικότητας ότι με το πολίτευμα που έφερε ουσιαστικά στο προσκήνιο της ιστορίας η Γαλλική Επανάσταση, κατακτήσαμε ως ανθρωπότητα το ανώτερο μεταξύ των δυνατών πολιτειακών σταδίων, είχε ως συνέπεια την ακινητοποίηση της πολιτικής πραγματικότητας στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό δηλαδή, στην κοινωνία ιδιώτη όπου τα μέλη της είναι σε θέση να καρπωθούν μόνο ό,τι σχετίζεται με την ελευθερία στο ατομικό επίπεδο. Υπό την προοπτική αυτή, η ηθική που οικοδομεί ένα τέτοιο σύστημα προσαρμόζεται στα ατομικά ζητούμενα ενός ακραία ανταγωνιστικού κόσμου. Μπορώ να σκεφτώ μια άλλη κοινωνική ηθική μόνο στο πλαίσιο ενός άλλου συστήματος που θα προσεγγίζει τη δημοκρατία ή τουλάχιστον την πραγματική αντιπροσωπευτική πολιτεία.

Βρισκόμαστε στις απαρχές τις 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Την ίδια ώρα οι ανισότητες αυξάνονται ραγδαία, το ίδιο και η φτώχεια. Σύμφωνα με το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών UN-Habitat πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σήμερα σε παραγκουπόλεις, ενώ αναμένεται να διπλασιαστούν μέχρι το 2030. Παράλληλα, αναμένεται στα επόμενα 40 χρόνια μιαν αύξηση του πληθυσμού της γης κατά τρία δισεκατομμύρια. Και σκέφτομαι, τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια «επανάσταση» για ζωή των ανθρώπων;

Η ανθρώπινη ύπαρξη από την αυγή της ιστορίας της δεν αρκέστηκε ποτέ στην απλή αναπαραγωγή των συνθηκών της ζωής της. Αντίθετα, αυτό που την χαρακτηρίζει είναι η συνεχής  μεταβολή του εαυτού της και του περιβάλλοντος. Η φυσική συνθήκη του ανθρώπου θα λέγαμε πως προϋποθέτει την εξέλιξη, την ανατροπή, την οπισθοδρόμηση. Κάτω από αυτή την έννοια, αν κάτι μπορεί να μοιάζει σήμερα ως νομοτελειακή συνθήκη δεν αποτελεί παρά ένα μόνο στάδιο στην περιπέτεια της ανθρωπότητας. Η κινητήριος δύναμη αυτής της εξέλιξης είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως «δίκαιο της ανάγκης», το οποίο βρίσκεται σε άμεση σχέση με την εξελικτική δυναμική του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Πολλές φορές, αυτή η εξέλιξη εμπεριέχει καθηλώσεις, οπισθοδρομήσεις, αλλά το συνολικό της γινόμενο, αν μπορούσαμε να έχουμε μια γενική εικόνα αυτής της εξέλιξης, συνεπάγεται με όρους ελευθερίας την πρόοδο. Πολλές φορές, για να παρουσιάσω αυτή την πραγματικότητα χρησιμοποιώ το παράδειγμα του τόξου και τους βέλους. Για να μπορέσει να επιτευχθεί η πορεία του βέλους προς τα εμπρός, ο τοξοβόλος χρειάζεται να ωθήσει το  βέλος μαζί με τη χορδή του τόξου προς τα πίσω. Αυτή η κίνηση προς τα πίσω είναι τα ιστορικά αδιέξοδα και οι μεταιχμιακές καταστάσεις που βιώνει μια ευρύτερη κοινωνική ενότητα. Οι μεταιχμιακές αυτές καταστάσεις, τις περισσότερες φορές γίνονται αντιληπτές από τους στοχαστές στη βάση μιας συναισθηματικής προσέγγισης που αντλεί από την απαισιοδοξία του παρόντος βιώματος. Αδυνατούν, λοιπόν, να αντιληφθούν πως εντός της ευρύτερης αυτής κοινωνικής ενότητας, τα υποσυστήματα και οι ομάδες που τη συγκροτούν δέχονται συντριπτικές πιέσεις, οι οποίες τις εξαναγκάσουν να αναδράσουν εντός της κοινωνικής θέσμισης και να δώσουν συντριπτικά πλήγματα στους όρους της καταπίεσης και του ασφυκτικού περιορισμού. Νομίζω πως προς αυτή τη κατεύθυνση η ερευνητική δουλειά του Γιώργου Κοντογιώργη, του εισηγητής της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας έχει να μας διδάξει πολλά.  Επίσης, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι το ζήτημα της φτώχειας, ανάγεται στο ζήτημα της κατανομής των πόρων μιας κοινωνίας, το οποίο με τη σειρά του παραπέμπει στον έλεγχο του οικονομικού συστήματος. Στο βαθμό που η οικονομία μπορεί να αυτονομηθεί από τις κοινωνικές ανάγκες και να λειτουργήσει με όρους ακραίας ανισότητας και εκμετάλλευσης, διανοίγεται για τις κοινωνίες η λύση της πολιτικής. Μόνο εάν οι κοινωνίες διεκδικήσουν τη θεσμισμένη άμεση και καθημερινή συμμετοχή τους στην πολιτική, θα μπορέσουν να ανατρέψουν τους αρνητικού συσχετισμούς ισχύος που περιγράφετε. Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να τροφοδοτηθεί με αδιέξοδα το κοινωνικό όλον, ώστε να ενεργοποιηθεί αυτό που αποκάλεσα ως «δίκαιο της ανάγκης».

Η τεχνητή νοημοσύνη μπαίνει όλο και πιο έντονα στην καθημερινότητά μας. Έρευνες μιλούν και για την επερχόμενη εξαφάνιση ολόκληρων επαγγελματικών κλάδων. Τι μπορεί να σημάνει για το πολιτικό μας σύστημα; Αν, μάλιστα, το συνδυάσουμε και με την πιθανή επικράτηση των κρυπτονομισμάτων.

Κατ΄αρχάς, δε θεωρώ πως αυτό που αποκαλείται «τεχνητή νοημοσύνη» πέρα από τον χώρο στον οποίο είναι κυρίαρχη η παράμετρος που ο Καστοριάδης αποκαλούσε συνολιστική-ταυτιστική, δηλαδή η λογική της εργαλειακότητας, μπορεί στα σοβαρά να ανταγωνιστεί και να εκτοπίσει την ανθρώπινη νοημοσύνη και δημιουργικότητα. Αν η ανθρώπινη δημιουργικότητα βλέπουμε να διώκεται από τη γραφειοκρατική αντίληψη και τις τεχνολογικές εφαρμογές σε ένα σύνολο κοινωνικών δραστηριοτήτων, αυτό είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών των κυρίαρχων ομάδων. Στο καθεστώς της μοναρχευομένης ολιγαρχίας, όπου το πολιτικό και οικονομικό υποσύστημα ελέγχεται από συγκεκριμένες ολιγαρχικές ομάδες, είναι λογικά συνεπές πως και η τεχνολογία και η χρήση της ελέγχεται σε σημαντικό βαθμό από τους ίδιους τους εξουσιαστικούς φορείς. Παρόλα αυτά, σε αυτόν τον έλεγχο από τα πάνω παρουσιάζονται σημαντικά κενά, τα οποία προκλήθηκαν προφανώς από το γεγονός ότι η τεχνολογία και κυρίως το διαδίκτυο μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο για την κάλυψη των καταναλωτικών επιθυμιών των δισεκατομμυρίων ανά τον κόσμο χρηστών της, αλλά και ενδεχομένως και υπέρ της δυναμικής της αυτοοργάνωσης και της ανατρεπτικής πολιτικής δράσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως σε ένα από τα τελευταία βιβλία του, ο πρώην υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρυ Κίσινγκερ, προβληματίζεται για το πώς μπορούν τα κράτη να ελέγξουν σε απόλυτο βαθμό το διαδίκτυο.

Ο κόσμος μεταλλάσσεται κι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Είμαστε –άραγε- συνειδητοποιημένοι για όλα αυτά; Έχει ξανάρθει η ανθρωπότητα αντιμέτωπη με τέτοιες προκλήσεις;  Θα μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος να σταματήσει να δρα ενάντια στο περιβάλλον και ταυτόχρονα να εξελίσσεται μ’ αυτούς τους ταχύτατους ρυθμούς;

Νομίζω πως, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και της αρνητικής παρέμβασης του ανθρώπινου παράγοντα στο φυσικό περιβάλλον σχετίζεται με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της κρατοκεντρικής μας εποχής. Στο όνομα της παρούσας, αλλά και βραχυπρόθεσμης κυριαρχίας, καμία πλανητική δύναμη δεν θα δεχτεί να σταθμίσει τις μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες της παρέμβασής της σε  βάρος του περιβάλλοντος. Συνεπώς, μια αλλαγή στάσης έναντι της φύσης προϋποθέτει μια άλλη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των οντοτήτων που συγκροτούν τη διεθνή πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.

Σε παλαιότερο άρθρο σας, έχετε μιλήσει για την πολιτική εκμετάλλευση των μειονοτήτων και των ευάλωτων ομάδων. Μάλιστα, αναφέρατε πως δεν ενδιαφέρονται τα κόμματα για όλες τις μειονότητες, αλλά για πολύ ειδικές κατηγορίες. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Τώρα πια που οι ροές πληθυσμών είναι κάτι το αναπόφευκτο, τι μπορεί να σημαίνει αυτή η στάση τους για το σύστημα; Μπορεί κάτι τέτοιο να σταθεί βιώσιμο;

Όντως, έχω μιλήσει για τη στρατηγική συμμαχία της νέας δεξιάς με τη νέα αριστερά μέσα από την οποία το πρόβλημα των μειονοτήτων επαναπροσδιορίζεται από τα κοινά συμφέροντα των πολιτικών δυνάμεων που βρίσκονται σε αγαστή συμφωνία με τις δυνάμεις της αγοράς. Αποτελεί, λοιπόν, για τις ανωτέρω δυνάμεις, στρατηγική επιλογή η επένδυση στον κατατεμαχισμό της κοινωνίας σε επιμέρους αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες και η ανάληψη της προστασίας από το σύστημα ορισμένων εξ αυτών, στο όνομα ενός επιλεκτικού ανθρωπισμού. Αντίθετα, οι παραδοσιακές ομάδες του περιθωρίου, δηλαδή αυτές που συνιστούσαν κατά την βιομηχανική εποχή το πλήθος των αποκλεισμένων, όπως για παράδειγμα οι άνεργοι ή οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, έχουν απολέσει, στη βάση των νέων ελαστικοποιημένων μορφών εργασίας την κοινωνική τους θέση, καθώς και την πολιτική τους εκπροσώπηση. Η νέα αριστερά που βρίσκεται στις πηγές της εξουσίας, έχει εγκαταλείψει ιδεολογικά τέτοιου είδους κοινωνικές ομάδες, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να ωθούνται όλο και περισσότερο στην αγκαλιά της άκρας δεξιάς, η οποία αποτελεί βέβαια ένα τρόπο εκτόνωσης του θυμικού και των απογοητεύσεων των κοινωνικά αποκλεισμένων και τίποτα περισσότερο.

Πώς φαντάζεστε το μέλλον;

Αν θεωρήσουμε ως πιθανή την εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας για την οποία σας μίλησα, μπορώ να σκεφτώ ότι η περιπέτεια θα συνεχίσει να ξεδιπλώνεται εντός του χρόνου της ιστορίας, ανάμεσα σε συμπληγάδες, συγκρούσεις και αδιέξοδα, τα οποία όμως συνολικά και μακροπρόθεσμα, μπορούν να προσφέρουν δυναμικές προόδου με όρους ελευθερίας.

Έχετε ασχοληθεί πολύ με το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη και της Χάνα Άρεντ. Έχετε γράψει το βιβλίο «Κορνήλιος Καστοριάδης- Χάνα Άρεντ: Η Έννοια του Πολιτικού». Θα ήθελα αρχικά να μας μιλήσετε γι’ αυτή σας την δουλειά κι εν συνεχεία να μας πείτε εάν σήμερα μπορούμε να αναζητήσουμε απαντήσεις μέσα από το έργο αυτών των τόσο σημαντικών στοχαστών.

Πρόκειται για μια απόπειρα διαλόγου μεταξύ δυο κορυφαίων, κατά τη γνώμη μου, στοχαστών των οποίων το έργο έχει πολύπλευρη ευρετική αξία τόσο στη φιλοσοφία όσο και σε όλο το φάσμα των κοινωνικών και πολιτικών επιστήμων. Με άλλα λόγια, το έργο των στοχαστών αυτών, μας προσφέρει σημαντικά εννοιολογικά εργαλεία στην ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων. Ειδικώς, στο φάσμα της πολιτικής, οι δυο αυτοί στοχαστές μπόρεσαν αν υπερβούν σε σημαντικό βαθμό τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της νεωτερικότητας και ανέπτυξαν έναν συνεπή λόγο προς την απελευθέρωση της κοινωνίας μέσω της θεσμισμένης ένταξής της στην πολιτική. Το εγχείρημά μου, έτσι όπως καταγράφεται στο εν λόγο συγγραφικό εγχείρημα και συνάμα η στοχαστική πρόκληση, έγκειται στην αποκωδικοποίηση του σκληρού πυρήνα των εννοιών του έργου τους και στην κριτική σύνθεση των θέσεων εκείνων που κατά την εκτίμησή μου μπορούν να προσφέρουν στη σύγχρονη θεωρητική ανάλυση, αλλά και στη πολιτική δράση.

Ετοιμάζετε κάτι αυτή την περίοδο;

Είμαι στην ευχάριστη θέση να έχω ολοκληρώσει τη συγγραφή δυο βιβλίων. Το πρώτο, που θα κυκλοφορήσει άμεσα από τις εκδόσεις Παπαζήση, έχει ως θέμα του την κριτική τοποθέτηση έναντι της κεντρικής, για τη φιλοσοφία του Παναγιώτη Κονδύλη, παραμέτρου της βούλησης για ισχύ. Το δεύτερο βιβλίο, συνιστά μια εισαγωγή στο ογκώδες έργο του καθηγητή Κοντογιώργη, «Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα», το οποίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ποιότητα.

Τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους αναγνώστες μας;

Είναι για εμένα εξαιρετικά δύσκολο να απευθυνθώ σε ένα αναγνωστικό κοινό όταν μοιραία αγνοώ τα προσωπικά χαρακτηριστικά αυτών που το συνθέτουν. Ας μείνουμε, λοιπόν, σε όσα μηνύματα εξέφρασα συνειδητά ή ανεπίγνωστα στην προσπάθειά μου να απαντήσω στις ερωτήσεις σας.

SHARE
RELATED POSTS
Αθανασία Κιφοκέρη: “αποτυχία είναι μόνο ο θάνατος”, της Τζίνας Δαβιλά
Τάσος Νούσιας: βλέμμα βαθύ, της Τζίνας Δαβιλά
Ρίτα Αντωνοπούλου: ήρθε για να μείνει, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.