Μάλλον συμφωνείς μαζί μου φίλε αναγνώστη ότι η Πολιτική δεν είναι ζήτημα λογικής αλλά ζήτημα επιθυμίας. Και δυστυχώς κανείς δεν επιθυμεί τις επώδυνες συγκρούσεις με τα διλήμματα της Πολιτικής. Πολύ περισσότερο με τα διλήμματα της Οικονομικής Πολιτικής. Και επειδή μυρίζονται εκλογές, έστω και αν γίνουν κανονικά σε έναν χρόνο από τώρα, ας δούμε τι δεν θα απασχολήσει και πάλι(ως υλικό για αποκωδικοποίηση) τους πολιτικούς μας. Τι δηλαδή δεν εξήγησαν επί δέκα χρόνια στους πολίτες τα κόμματα, τι δεν εξηγούν ακόμα και σήμερα.
Δίλημμα πρώτο: είναι το Κράτος σαν μια επιχείρηση και σαν ένα νοικοκυριό; Όχι βέβαια. Οι Εθνικοί Λογαριασμοί ανήκουν στο πεδίο της Μακροοικονομικής Λογιστικής που εννοείται ότι διαφέρει από την κοινή Λογιστική των επιχειρήσεων. H δε διαχείριση των δημοσίων οικονομικών( public financial management) δεν υπόκειται σε κλασικές μεθόδους οικονομικής διαχείρισης. Ειδικά στην Ελλάδα, οι παραδοχές σε επίπεδο οικονομικών προβλέψεων εξαντλούνται σε υπεραπλουστευμένα ρητορικά στοιχήματα μεταξύ πολιτικών, δημοσιογράφων, αναλυτών ( πχ.αν θα ανεβεί 2 ή 2,5% το ΑΕΠ. Ο κάθε αναλυτή το ανεβοκατεβάζει ανάλογα με το κόμμα που ψηφίζει)Σε κάθε περίπτωση, μια ολόκληρη κοινωνία εθίστηκε στην ψευδαίσθηση της τεχνογνωσίας, στην απατηλή αίσθηση της επιστημοσύνης που εκπέμπει το διαδίκτυο και τα ΜΜΕ γενικότερα. Πάντως, τα οικονομικά του Δημοσίου δεν είναι απλά οικονομικά, όπως καλή ώρα αυτά στις επιχειρήσεις. Αλλά θα έλεγα ότι καλώς επιμένουμε σαν κοινωνία να λέμε ότι όποιος δεν έχει διαχειριστεί έστω και ένα περίπτερο, κακώς διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα ή χρέος. Ειδικά αν το χρέος αυτό είναι 300 δις και βάλε(ενώ τα δημόσια έσοδα φθάνουν πλέον τα 6-7 δις ετησίως).
Δίλημμα δεύτερο (αφού μιλάμε για το μείζον θέμα, του χρέους): έχει το δημόσιο χρέος τα ίδια δεδομένα όπως αυτά μιας συμβατικής δανειακής σχέσης μεταξύ φυσικών προσώπων ή μεταξύ δανειολήπτη και τράπεζας; Αναμφισβήτητα όχι. Οι δανειακές-μνημονιακές- συμβάσεις της χώρας δεν είναι ούτε στεγαστικό, ούτε επιχειρηματικό δάνειο. Είναι υπερεθνικές και διακρατικές συμφωνίες που διέπονται από ειδικό δίκαιο. Η δέ έκδοση ομολόγων( που συνεπάγεται χρέος) πάλι έχει τις δικές της ρήτρες, τους δικούς της όρους, διαφορετικούς φυσικά από τα ψιλά γράμματα της σύμβασης όταν μας χορηγείται πχ. μια πιστωτική κάρτα Γιατί τα αναφέρω αυτά ; Μα γιατί η μισή Ελλάδα έμαθε στην δεκαετία αυτή τα πάντα για τα spreads, τα κουπόνια, τις ρήτρες,τα ασφάλιστρα κινδύνου( CDS),επειδή απλά τα ”ακούει” και τα διαβάζει. Και φυσικά η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας,ειδικά σε αυτό τον τόπο και ειδικότερα στο εγχώριο πολιτικό προσωπικό.
Δίλημμα τρίτο: μπορούμε να ζήσουμε χωρίς μνημόνια και δανεικά; Εδώ, φίλε αναγνώστη, δεν θα πέσω στην παγίδα να απαντήσω ως οικονομολόγος. Η όποια απάντηση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί σε λίγες γραμμές.Αλλά δεν θα αποφύγω να περιγράψω την θέση μου: χωρίς μνημόνια (επιβαλλόμενα απ έξω)μπορούμε.Χωρίς δανεικά, όχι δεν μπορούμε. Και δεν μπορεί σχεδόν καμία χώρα στον πλανήτη. Άραγε πόσοι Έλληνες το καταλαβαίνουν αυτό ; Μάλλον λίγοι, καθώς δεν φρόντισε ούτε το πολιτικό προσωπικό ούτε η όποια ιντελιγκέντσια της χώρας να το εξηγήσει απλά και κατανοητά για τον μέσο πολίτη.
Τα διλήμματα φυσικά που δεν τέθηκαν σε συζήτηση εντός της ελληνικής κοινωνίας είναι πολλά. Και δεν είναι φυσικά οικονομικής φύσεως αλλά πολιτικής ουσίας. Όμως στον πυρήνα τους όλα κρύβουν τον εθνικό οικονομικό αναλφαβητισμό μας που πάει χέρι- χέρι με φαντασιώσεις μεγαλείου και εθνικής αυτάρκειας. Η κοινωνία δυστυχώς δεν μπορεί να κατανοήσει ότι πρώτα έπρεπε να αποκατασταθεί η φερεγγυότητα του Δημοσίου στις διεθνείς αγορές ή ότι πρώτα έπρεπε να στηριχθεί το τραπεζικό σύστημα. Πως να το χωνέψει αυτό, πώς να το συνειδητοποιήσει,ένας απόμαχος της ζωής που δούλευε 40 και πλέον έτη και είδε την σύνταξη του να πέφτει σε λίγα χρόνια από τα 1000 στα 600 ευρώ; Πώς να το νιώσει ως αναγκαιότητα, ως εθνική προτεραιότητα, αυτός που έπαιρνε 750 ευρώ βασικό μισθό και σήμερα παίρνει 450;
Κανείς δεν εξήγησε επαρκώς στους Έλληνες ότι η περίφημη εσωτερική υποτίμηση για την άνοδο της ανταγωνιστικότητας μας, ήταν αναγκαίο κακό που δυστυχώς δεν συνοδεύτηκε απο υποστηρικτικές παράπλευρες πολιτικές τόνωσης της ζήτησης και των επενδύσεων. Πιο απλά: κανείς δεν προετοίμασε τον Έλληνα να περιμένει τα χειρότερα από αυτά που είδε στην αρχή της κρίσης, και βλέπει ακόμα. Αύξηση φόρων για να αυξηθεί το πλεόνασμα, περικοπές μισθών-συντάξεων για να μειωθούν οι δαπάνες, πτώση μισθών για να αυξηθεί δήθεν η ανταγωνιστικότητα( και να παραχθεί δηλαδή περισσότερος πλούτος για περισσότερους πολίτες, σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, με έναν απροσδιόριστο τρόπο) Αυτά έλεγε το manual της προσαρμογής που ήλθε μετά από χρόνια και μάλιστα ελλιπής.
Κανείς δεν μας εξήγησε ότι όσο και αν αναδιοργανωθεί το Δημόσιο, όσο πλεόνασμα και αν παρουσιαστεί από υπερφορολόγηση, όσο και αν σταθούν στα πόδια τους οι ελληνικές τράπεζες, η ώθηση θα είναι αργή και ελάχιστη και ότι μόνο φρέσκο παραγωγικό χρήμα απ έξω μπορεί να αναστήσει το πτώμα της ελληνικής Οικονομίας,και όχι κατ ανάγκη ιδιωτικό χρήμα αφού κανείς ιδιώτης δεν έχει καμία υποχρέωση να επενδύσει σε καμία Ελλάδα. Ειδικά αν δεν υπάρχει Εθνικό Πλάνο Υποδοχής Επενδύσεων που να προστατεύει τους ξένους επενδυτές χωρίς ταυτόχρονα αυτοί να υπερ-εκμεταλλεύονται τον χαμηλόμισθο Έλληνα και τον υποτιμημένο ελληνικό πλούτο. Διότι αυτό είναι που ορίζεται- στην πραγματική όχι στην πανεπιστημιακή εκδοχή της Οικονομίας- ως βελτίωση της ανταγωνιστικότητας: πτώση μισθού και απαξίωση περιουσίας. Μην αναρωτιέσαι φίλε αναγνώστη αν αυτό τον ορισμό τον κατέχει το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ακόμα και να τον γνωρίζει, κάνει ότι δεν πρέπει να τον αποδεχτεί, στο όνομα της ανάπτυξης που κάποτε, κάπως, υποτίθεται ότι θα έλθει σε αυτό τον τόπο…
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr