Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
“OΣΟΙ ΑΓΑΠΙΟΥΝΤΑΙ” της VICTORIA HISLOP εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Η φράση “Οσοι αγαπιούνται”, όπως γράφει η ίδια η συγγραφέας, έχει αντληθεί από τον “Επιτάφιο” του Γιάννη Ρίτσου. Και επειδή μου έκανε εντύπωση η συνεχής αναφορά του ποιήματος του Ρίτσου στο βιβλίο της, έψαξα και βρήκα κάποια στοιχεία για την συγγραφέα που, προφανώς, τα γνωρίζετε όλοι. Πλήν εμού, που το “Οσοι αγαπιούνται” είναι το πρώτο της βιβλίο που διαβάζω. Έχει προηγηθεί το πολυβραβευμένο, πιά, “Νησί”, που εκτός από τεράστια εκδοτική επιτυχία, έγινε και ένα πολυσυζητημένο σήριαλ.
“Το Νησί” εκδόθηκε το 2005 και έγινε αμέσως μπέστ σέλερ. Η επιτυχία του βιβλίου έκανε τους παραγωγούς από το Χόλυγουντ να της ζητήσουν τα δικαιώματα προκειμένου να γυριστεί ταινία. Σύμφωνα με την ίδια, αρνήθηκε να επιτρέψει στο Χόλυγουντ να γυρίσει ταινία το βιβλίο της-παρά την παχυλή αμοιβή που της πρότειναν-και επέλεξε να παραχωρήσει –έναντι πολύ χαμηλότερης αμοιβής-τα δικαιώματα στον ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό Mega για τη δημιουργία της ομώνυμης σειράς.
Η ίδια δήλωσε σε συνέντευξή της ότι φοβήθηκε πως στο Χόλυγουντ το βιβλίο της υα γινόταν ταινία τρόμου.
Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει σε 23 ακόμη χώρες και σήμερα περιλαμβάνεται στη λίστα των πιο επιτυχημένων μυθιστορημάτων διεθνώς, ενώ κατατάχθηκε ανάμεσα στα 100 βιβλία που καθόρισαν τη δεκαετία.
Στις 17 Ιουλίου του 2020, της απονεμήθηκε τιμητικά η ελληνική υπηκοότητα, από την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Οι πληροφορίες αυτές είναι χρήσιμες γιατί μας δείχνουν μια προσωπικότητα που δίνει περισσότερη σημασία στο ήθος και στο καλό αποτέλεσμα παρά στο χρήμα.
“Η Ελλάδα είναι εν μέρει το σπίτι μου τώρα, γι’ αυτό δεν τη θεωρώ ως μια «ξένη χώρα» πια. Έτσι, Ελλάδα σημαίνει ευχαρίστηση αλλά και πόνος. Αυτές είναι οι λέξεις που έρχονται αμέσως στο μυαλό μου”, δήλωσε σε μιά άλλη συνέντευξή της.
Από εκεί και πέρα είναι φανερό ότι η Victoria Hislop ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες. Στο “Οσοι αγαπιούνται”, πέρα από την αναφορά στον Γιάννη Ρίτσο και το γεγονός ότι η ιστορία της διαδραματίζεται στην Ελλάδα, με εντυπωσίασε το γεγονός ότι επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία μιάς κοπέλας, της Θέμιδος, που συμμετέχει στην Αντίσταση και, αμέσως μετά, στον Εμφύλιο πόλεμο, βρισκόμενη στον χώρο όχι των νικητών, αλλά των χαμένων.
Η Θέμις που όπως λέει η ίδια: “Η ηρωίδα μου δε βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, στην περσόνα της συμπυκνώνει όλες τις γυναίκες που βρέθηκαν στη δίνη του Εμφυλίου στην Ελλάδα-που φόρεσαν για πρώτη φορά παντελόνια κι έπιασαν όπλο στα χέρια τους,στοιχεία πολύ απελευθερωτικά για εκείνη την εποχή….Το όνομα Θέμις το εμπνεύστηκα από δύο πράγματα. Πρώτον, από μιά υπέροχη γυναίκα που γνώρισα στην Αθήνα, την οποία επίσης έλεγαν Θέμιδα και ήταν πολύ μπροστά στον τρόπο σκέψης της, πολύ δυνατή και φεμινίστρια. Δεύτερον, από τη θεά της δικαιοσύνης-που είναι σε μεγάλο βαθμό το κίνητρο και της “δικής μου” ηρωίδας. Τη φλογίζει ο πόθος για δικαιοσύνη και ισότητα, για το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει ψωμί να φάει και ελευθερία να εκφράζει τις πολιτικές απόψεις του΄΄.
Η Victoria Hislop χρησιμοποιεί ή μοιάζει να χρησιμοποιεί, τον συμβολισμό μέσα από την οικογένεια της ηρωίδας της. Τέσσερα παιδιά που μεγαλώνουν στα Πατήσια, στο κέντρο της Αθήνας, με την προγιαγιά τους. Από τα τέσσερα παιδιά, τα δύο, ο Θανάσης και η Μαργαρίτα από μικρά, μπαίνουν στη νεολαία του Μεταξά. Τα άλλα δύο, ο Πάνος και η Θέμις σιχαίνονται την νεολαία του Μεταξά και ότι αυτή εκπροσωπεί.Μεγαλώνουν κάτω από την ίδια σκέπη και, όμως, σκέφτονται διαφορετικά. Με τον πόλεμο, το κάθε ένα από αυτά, παίρνει και την ανάλογη θέση. Ο Θανάσης και η Μαργαρίτα θαυμάζουν τους Γερμανούς, ο Πάνος και η Θέμις υποστηρίζουν τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη μέσα στη φρίκη της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Το ίδιο δεν συμβαίνει και μέσα σε μια κοινωνία; Κι όταν έρχεται ο Εμφύλιος βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα. Η Θέμις πολεμάει με τους αντάρτες στα βουνά, ο αδελφός της ο Πάνος που είναι ο αγαπημένος της σκοτώνεται εκεί, κι όταν ο Εμφύλιος τελειώνει βρίσκεται εξορία, Μακρόνησο και μετά στο Τρίκερι. Επιβιώνει από τη φρίκη. Καί, όπως η Ελλάδα, προσπαθεί στα χρόνια της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60 να ξαναφτιάξει μιά ζωή. Τα καταφέρνει, αλλά έρχεται η Χούντα. Αυτή τη φορά είναι αρκετά μεγάλη για να βγει στην παρανομία, αλλά προσπαθεί να μη γίνει συνένοχος με το καθεστώς των Συνταγματαρχών. Μεγαλώνει τα παιδιά της σύμφωνα με τις αρχές της. Η κόντρα με τον μεγάλο της αδελφό ,τον Θανάση ,που είναι αστυνομικός, δυσκολεύει τα πράγματα. Ευτυχώς, υπάρχει η προγιαγιά που τους μεγάλωσε και προσπαθεί να ισορροπήσει τα πράγματα μέσα στην οικογένεια. Ή, αν το δούμε συμβολικά, μέσα στη χώρα που λέγεται Ελλάδα. Ώσπου ο μεγάλος της γιός, ήδη φοιτητής, σκοτώνεται από τους χουντικούς στο Πολυτεχνείο. Εκεί, όλη η οικογένεια ενώνεται κόντρα στην εξουσία που το προκάλεσε.
Η συγγραφέας έγραψε ,από άποψη ύφους, ένα απλό μυθιστόρημα. Ούτε καλολογικά σημεία υπερβολικά, ούτε βαθυστόχαστες προτάσεις. Περιγράφει μιά ιστορία με αρχή ,μέση και τέλος. Άμεσα, όπως ήταν και τα γεγονότα που περιγράφει. Έχει κάνει εμπεριστατωμένη έρευνα, έχει διαβάσει ιστορία, έχει ψάξει τις πηγές. Γνωρίζει την νεότερη ιστορία μας καλύτερα από πολλούς από εμάς. Την πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας στην διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, στις κατοχικές κυβερνήσεις, στον ρόλο των Άγγλων μετά την απελευθέρωση, τον ρόλο του παλατιού και της Φρειδερίκης στην δίωξη των αριστερών στα χρόνια που ακολούθησαν.
Η Victoria Hislop, υποθέτω, μέσα από αυτό το μυθιστόρημα, μαθαίνει σε πολλούς συμπατριώτες της τον ρόλο που έπαιξε η κυβέρνησή τους εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Στην παρουσίαση του βιβλίου της στο Λονδίνο, σε σχετική ερώτηση, απάντησε τα εξής:
” Όπως εξήγησα στους Βρετανούς αναγνώστες μου, τα πιο σκληρά περιστατικά και γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, χωρίς να έχω υπερβάλει στο παραμικρό: ο καταστροφικός λιμός που έπληξε την Αθήνα τον χειμώνα του ’41-’42, η ναζιστική θηριωδία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα Δεκεμβριανά του 1944 (στα οποία είχαν πολύ μεγάλη ανάμειξη οι Βρετανοί), οι μαζικές δολοφονίες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (και από τις δύο πλευρές), οι αρπαγές χιλιάδων παιδιών, οι βασανισμοί που διεξάγονταν σε στρατόπεδα κράτησης και η δίωξη των αριστερών που συνεχίστηκε επί δεκαετίες.
Β
Η πηγή της έμπνευσής μου για να γράψω αυτή την ιστορία ήταν η αχνή εικόνα ενός νησιού που ήταν ορατό από τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και η ανακάλυψη ότι το μέρος αυτό, η Μακρόνησος, είχε χρησιμοποιηθεί ως «στρατόπεδο αναμόρφωσης» για δεκάδες χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και του 1950. Λίγα χιλιόμετρα από την ηπειρωτική χώρα, βρισκόταν το νησί Ρόμπεν της Ελλάδας. Ένιωσα την ανάγκη να προσπαθήσω να ανακαλύψω τι είχε οδηγήσει στην ύπαρξη ενός τέτοιου μέρους.
Το μέρος του βιβλίου που αποτελεί εξ ολοκλήρου δημιούργημά μου είναι η πολιτικά διχασμένη οικογένεια που πρωταγωνιστεί σ’ αυτό. Ήδη από τη δεκαετία του 1930 διαφωνούν μεταξύ τους γύρω από το οικογενειακό τραπέζι για μια σειρά από ζητήματα, όπως π.χ. για την ΕΟΝ, τη μεταξική οργάνωση νέων που θυμίζει έντονα τη Χιτλερική Νεολαία. Οι οικογενειακές διαφωνίες κλιμακώνονται και βαθμιαία εξελίσσονται σε κάτι πιο επικίνδυνο. Γενικότερα, η μετάβαση από τις λεκτικές αντιπαραθέσεις μέσα σε μία οικογένεια ή μεταξύ πολιτικών στην ένοπλη σύρραξη φαίνεται πως ήταν σχετικά γρήγορη και τρομακτική.
Η Μακρόνησος, όπου μία από τις ηρωίδες μου κρατείται για αρκετούς μήνες, είναι ένας τόπος μνήμης για όσους υπέφεραν εκεί, αλλά και μια υπόμνηση ενός τεράστιου λάθους που κατέστρεψε τις ζωές πολλών ανθρώπων και στιγμάτισε τις ζωές πολλών άλλων.
Σαφώς, τα σημάδια που άφησαν εκείνα τα χρόνια πήραν πάρα πολύ χρόνο για να επουλωθούν – πολλές φορές μάλιστα δίνουν την εντύπωση πως πρόκειται για πληγές που είναι ακόμη ανοιχτές. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι δεν είναι ποτέ λάθος να εξετάζουμε το παρελθόν, όχι απαραίτητα για να εντοπίζουμε «ποιος φταίει», αλλά να παίρνουμε διδάγματα ώστε αυτού του είδους οι φρίκες του παρελθόντος να καθοδηγούν τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού μέλλοντος.
Ο τίτλος του βιβλίου έχει αντληθεί από το ποίημα Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου, ποιητή που υπήρξε και ο ίδιος εξόριστος ενώ το έργο του είχε απαγορευτεί. Στον Επιτάφιο, μια μητέρα θρηνεί τον χαμό του γιου της, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια εργατική διαδήλωση.
Πέρα όμως από τον θρήνο της, αναγνωρίζει και ότι:
«Όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν».