Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
“Μαρίνα” του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Τον αποκάλεσαν και “μάγο της Βαρκελώνη” και δεν έχουν άδικο.
Ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν είναι ένας μάγος του γραψίματος και η ανάγνωση καθενός από τα μυθιστορήματα που έγραψε μέχρι στιγμής, αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία.
Για πόσους συγγραφείς της εποχής μας μπορούμε να το πούμε αυτό; Και η ”Μαρίνα” εδραιώνει την άποψή μου που λέει ότι αυτός ο συγγραφέας γνωρίζει τον τρόπο να στήνει τον δικό του κόσμο. Αν σε αφορά, μπαίνεις κι εσύ σε αυτόν τον κόσμο και βγαίνεις όταν τελειώσει και η τελευταία σελίδα του κάθε βιβλίου του. Και αμέσως μετά, μένεις να αιωρείσαι στην δική του Βαρκελώνη, μια πόλη που δεν θα συναντήσεις ποτέ στην πραγματικότητα. Γιατί, η δική του Βαρκελώνη ή έχει χαθεί στις δεκαετίες που πέρασαν ή μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ. Μπορεί να την δημιούργησε ο ίδιος.
Στην “Μαρίνα”υπάρχουν τα πάντα. Συγκίνηση, αγωνία, περιπέτεια, παρελθόν και παρόν μπροστά μας. Οι επιρροές του συγγραφέα και αυτές παρούσες. Η σκηνή που καίγεται το θέατρο μου έφερε στο μυαλό την ”Παναγία των Παρισίων” του Ουγκό. Η προσπάθεια δημιουργίας ανθρώπων, τον ”Φραγκεστάιν”, της Μ.Σέλλευ. Και,βέβαια, η συγκίνηση που βγάζει η ίδια η σχέση των δύο πρωταγωνιστών, του Όσκαρ και της Μαρίνας, φέρνει στο νου κορυφαίες ερωτικές ιστορίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Σε αυτό το μυθιστόρημά του, ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν μας ξεναγεί στον κόσμο της πρώτης νιότης και της πρώτης ωριμότητας. Πρωταγωνιστές είναι ο Όσκαρ Ντράι και η φίλη του Μαρίνα, οι οποίοι καλούνται να λύσουν ένα μυστήριο που εξελίσσεται μπροστά τους με καταιγιστική δράση.
Με φόντο, λοιπόν, τη Βαρκελώνη και τη λυρική γραφή του Θαφόν, οι ήρωες μας βρίσκονται μπλεγμένοι –σχεδόν άθελά τους– στη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους. Μέλλει να γνωρίσουν τον πρώτο έρωτα κάτω από τη «σκιά» μιας μαύρης πεταλούδας, που καραδοκεί στα στενά της ισπανικής πόλης και μας αποκαλύπτει φόνους, ίντριγκες, ξεχασμένες αυτοκρατορίες, επίορκους γιατρούς, ανήμπορους αστυνομικούς και επιστήμονες στα όρια της τρέλας που τους παρασέρνουν σε έναν ακόμη πιο βαθύ και καλά κρυμμένο κόσμο. Έναν κόσμο υπόγειο, που είναι αόρατος στην επιφάνεια.
Στην πραγματικότητα, ο Θαφόν μας μιλάει για το θάνατο και τη ζωή, τη φαντασία και την ίδια τη συγγραφή, την επιστήμη και τη χρήση της. Τι μπορεί να είναι κίνητρο για έναν νεαρό αγόρι όπως ο Όσκαρ Ντράι; Και για τη Μαρίνα, που το χόμπι της είναι η συγγραφή, τι μύθο πρόκειται να πλέξει; Το βιβλίο ξεκινάει λέγοντάς μας πως «θυμόμαστε αυτό που δε συνέβη ποτέ» και μένει στον αναγνώστη, αφού διαβάσει το βιβλίο, να απαντήσει στο ερώτημα: τι δε συνέβη ποτέ;
”Σε τίποτα δεν χρησιμεύει όλη η γεωγραφία, η τριγωνομετρία ή η αριθμητική του κόσμου αν δεν μάθεις να σκέφτεσαι μόνος σου”, λέει κάποια στιγμή η Μαρίνα στον Όσκαρ. Και σε κάποιο άλλο σημείο του λέει ”Μερικές φορές τα πιο ρεαλιστικά γεγονότα συμβαίνουν μόνο στη φαντασία. Θυμόμαστε μόνο αυτό που δεν συνέβη ποτέ”.
Αυτό είναι το κλειδί, κατά την γνώμη μου, για να μπεις στον κόσμο του συγγραφέα. Από εκεί και πέρα τίποτα δεν έχει σημασία. Ρεαλισμός και φαντασία γίνονται ένα πράγμα. Και το παρελθόν κάπως έτσι συναντιέται με το παρόν, αφού οι ανθρώπινες περιπέτειες συνεχίζονται εσαεί, όσο υπάρχει το ανθρώπινο είδος.
“Το τσίρκο ήταν το σχολείο μου και το σπίτι που μεγάλωσα”, λέει η Ιρίνα, η άλλη ηρωίδα του βιβλίου. “Ήδη από τότε ξέραμε, παρ΄όλα αυτά, πως ήταν καταδικασμένο. Η πραγματικότητα του κόσμου είχε αρχίσει να γίνεται πιο γκροτέσκα από τις παντομίμες των παλιάτσων και τις αρκούδες που χόρευαν. Σύντομα, κανείς δεν θα μας είχε ανάγκη. Ο εικοστός αιώνας είχε μετατραπεί στο μεγάλο τσίρκο της ιστορίας.”.
Και φτάνουμε στο τέλος της ιστορίας. Θα μπορούσε να είναι μελόδραμα, αλλά δεν είναι. Είναι καθαρή συγκίνηση. ”Η Βαρκελώνη της νεότητάς μου δεν υπάρχει πια. Οι δρόμοι και τα φώτα της έφυγαν για πάντα. Ζούνε μόνο στις αναμνήσεις. Δεκαπέντε χρόνια μετά επέστρεψα στην πόλη και περπάτησα σε μέρη που είχα πιστέψει πως είχαν σβήσει πια από τη μνήμη μου. Για χρόνια έφευγα, χωρίς να ξέρω από τι. Πίστευα πως αν έτρεχα πιο πέρα και από τον ορίζοντα οι σκιές του παρελθόντος θα παραμέριζαν από το δρόμο μου. Νόμιζα πως αν έβαζα ανάμεσά μας αρκετή απόσταση οι φωνές στο μυαλό μου θα σώπαιναν για πάντα.
Επέστρεψα τελικά σ΄εκείνη την κρυφή παραλία στη Μεσόγειο. Το παρεκκλήσι του Σαντ Ελμ ορθωνόταν στο βάθος, πιστός φρουρός. Βρήκα την παλιά Τάκερ του φίλου μου του Χερμάν. Περιέργως, είναι ακόμη εκεί, ανάμεσα στα πεύκα, στο μέρος όπου έσβησε το πεπρωμένο της. Κατέβηκα στην ακτή και κάθισα στην άμμο, εκεί όπου χρόνια πριν είχα σκορπίσει τις στάχτες της Μαρίνας. Ο ουρανός ήταν φωτεινός όπως τη μέρα εκείνη κι ένιωσα έντονη την παρουσία της. Κατάλαβα πως δεν μπορούσα αλλά ούτε ήθελα πια να φύγω. Είχα γυρίσει σπίτι”.
Προσωπικά,το μόνο που μπορώ να σας ευχηθώ, είναι καλή ανάγνωση
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr