Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
΄΄ΖΩΗ ΜΕΧΡΙ ΧΘΕΣ΄΄ του ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Υπάρχουν κάποια μυθιστορήματα που είναι κλασικά από την ώρα που γράφτηκαν. Για διάφορους λόγους. Ο κυριότερος, ίσως, είναι ότι τον συγγραφέα τους ,πέρα από το απαραίτητο ταλέντο που πρέπει να έχει για να το γράψει, δεν τον έχει απασχολήσει καθόλου τι πρέπει να γράψει και τι δεν πρέπει. Μεταφέρει στο χαρτί τον δικό του κόσμο,αγνοώντας αυτό που λέμε ΄΄μόδα΄΄, “ζωντανεύοντας” ένα παρελθόν πού μπορεί για τους άλλους να είναι ξεχασμένο, αλλά για εκείνον όχι.
Ο Γιάννης Ξανθούλης, πέρα από το προσωπικό ύφος που έχει, ευδιάκριτο εδώ και πολλά χρόνια, έγραψε ίσως το καλύτερο μυθιστόρημά του, ένα μυθιστόρημα που όταν το διάβαζα, ειδικά το πρώτο μέρος, μου έφερε στο μυαλό τον Τέννεση Ουίλιαμς. Ο μονόλογος της ηρωίδας του θα μπορούσε να γίνει ένας συγκλονιστικός θεατρικός μονόλογος, που θα μπορούσε επί σκηνής να τον παίξει μιά ηθοποιός του εκτοπίσματος της Λαμπέτη, της Αρώνη ή της Μανωλίδου.
O συγγραφέας και σε αυτό το βιβλίο του αναμετριέται με την μνήμη. Και μέσα από την κεντρική του ηρωίδα αναπλάθει την αστική Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του ΄60. Βεβαίως, το άρωμα της ΄΄αστικής θλίψης΄΄ είναι και εδώ παρόν, όπως στα περισσότερα βιβλία του Γιάννη Ξανθούλη. Μιά ολόκληρη εποχή πέρασε, μαζί με τις εικόνες, τις συνήθειές της,τους ανθρώπους της ,έγινε παρελθόν. Ένα παρελθόν που υπάρχει όσο υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που το θυμούνται. Και στη ΄΄Ζωή μέχρι χθές΄΄ έχουμε την Αμφιτρίτη-Ρίτα Βράνη του Κυρίλλου…όπως αντιγράφω από το οπισθόφυλλο.
΄΄Κάποτε, λοιπόν, γεννήθηκε εν Αθήναις η Αμφιτίτη Βράνη του Κυρίλλου… Διαισθητικά, χρειαζόταν την αλήθεια, όπως αυτή ξεπηδούσε από ασκημένες ζωές και επικίνδυνα πάθη. Όμως, δεν ήταν έτοιμη για κάτι τόσο τολμηρό. Παρ΄όλα αυτά, το ένστικτό της-φορτισμένο με ρομαντικά λάθη και έναν αισθησιασμό που την ξεπερνούσε-την έκανε να περιφρονεί το αστικό αμπαλάζ μιας συνηθισμένης ζωής εξ ονόματος του έρωτα. Κι επειδή ερωτεύθηκε τον έρωτα πίστευε πως ανέβαινε στα υψίπεδα μιας αιρετικής αγιοσύνης.
Δεν τη συγχώρεσαν για την τόλμη της και δεν συγχώρησε κανέναν. Ούτε κάν τον εαυτό της, Εκπαιδεύτηκε να επιζεί και να διαιωνίζει μια νοσταλγία πέρα από το χθες όπου στοίβαζε τα πάθη της.
Δεν έμενε τώρα παρά να αποδείξει ότι η φάλτσα ζωή της όφειλε να τη δικαιώσει ,αν και κάλπαζε στην όγδοη δεκαετία της. Όμως είχε κι ένα αξόδευτο στοκ νεότητας-κι αυτό ακριβώς ήταν και το διαβατήριό πού την έκανε προσβάσιμη στο ερεθιστικό ντόμινο των συμπτώσεων. Συμπτώσεις που θα τις έλεγες και εκκρεμότητες.
Όλα αυτά σε μιά τωρινή Αθήνα, ασυγχρόνιστη με την αισθητική ηθική της, γεμάτη από ίχνη απόντων. Θα ψάξει τελικά τις αφορμές της απελπισίας της με επιείκια, υπερασπιζόμενη όμως και τους θυμούς της. Έτσι ήταν η Αμφιτρίτη-Ρίτα Βράνη. Μιά γυναίκα που μπορούσε να διαπρέψει ως γιατρός, ως ηθοποιός, ως νεκρή και ως αστέρι σε έναν γαλαξία συμβάσεων. Προτίμησε την ανατροπή, αυτοσαρκάζοντας την αδιαπραγμάτευτη μοναξιά της και τις ήττες της, που τις έκανε να δείχνουν νικηφόρες. Κι έτσι συνεχίζει…΄΄
Κάπως έτσι περιγράφει ο Γιάννης Ξανθούλης την ηρωίδα του. Εγώ θα την περιγράψω πιό απλά: Μιά γυναίκα που έχει περάσει τα εβδομήντα, επιστρέφει σε μιά Αθήνα που δεν είναι η πόλη που ήξερε. Το πατρικό της αρχοντικό στην Αχαρνών, το σπίτι που μεγάλωσε, ευτυχώς γλύτωσε την αντιπαροχή, και λειτουργεί πλέον ως οίκος ανοχής, σε μιά από τις υποβαθμισμένες γειτονιές του πάλαι ποτέ αστικού ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Από την οικογένειά της δεν ζεί κανείς, ούτε γονείς, ούτε αδέλφια. Η ίδια είναι χήρα, από ένα γάμο που προέκυψε όχι από έρωτα,αλλά από μιά ουσιαστική φιλία. Κουβαλάει μέσα της όλη εκείνη την εποχή, με τα καλά και τα κακά της, και κυρίως τον πρώτο της έρωτα. Ενας έρωτας που πέρασε στην προσωπική της ιστορία και μόνο. Η ιστορία της έχει κενά και θέλει να μάθει τι αληθινά συνέβη τότε.
Νοικιάζει για ένα βράδυ το σπίτι από τους τωρινούς ιδιοκτήτες. Θέλει να ξαναβρεθεί μόνη, στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
΄΄Κι όλα αυτά συντελούνται μέσα σε απόλυτη σιγή. Βαριά κι επίσημη σιγή, όπως αρμόζει στις θεϊκές τιμωρίες.
Πέντε, δέκα, είκοσι λεπτά….και μετά τα βογκητά και οι άναρθρες κραυγές ανακτούν ήχους φρίκης,τα βήματα απομακρύνονται άτσαλα. Κι ύστερα πάλι σιωπή. Πηχτή σιωπή. Η μεταλλική πόρτα κλείνει ήσυχα, σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα, και τα χέρια επιστρέφουν στην κομψή ακινησία τους, στο ταλαιπωρημένο γλυπτό στεφάνι του σπιτιού μας…
Πως να υπολογίσω τον χρόνο, αφού κι εγώ πέτρωσα όρθια, κολλημένη στον τοίχο; Ανοιγοκλείνω τα μάτια και είμαι ξύπνια. ΄΄Το σπίτι, ναι, με θυμάται…΄΄ψιθυρίζω , μιμούμενη τους λυγμούς συγκίνησης ή κάτι ανάλογα λυτρωτικό. Με θυμάται, και ακούω πια καθαρά κουβέντες που έρχονται από τα σκοτεινά του σημεία, αντάμα με τραγούδια. Ολα σαν από ραδιόφωνο άλλων καιρών, τότε που παρεμβάλλονταν παράσιτα για διάφορους λόγους…΄΄
Το σπίτι την θυμάται, αλλά και η ίδια θυμάται όλα αυτά που έζησε κι όλα αυτά που δεν έζησε. ΄΄Και ό έρωτας; Τον αφήσαμε ή τον ξορκίσαμε μέχρι στιγμής΄΄, γράφει σε κάποιο άλλο ο Γιάννης Ξανθούλης.
Η Αμφιτρίτη Βράνη ψάχνει για μάρτυρες εκείνης της εποχής, αν υπάρχουν, και κουβάλάει μέσα της, εκτός από όλα αυτά, και την ΄΄αστική θλίψη΄΄ για μιά πόλη που δεν υπάρχει πιά όπως τη γνώριζε :΄ ΄Στην Αχαρνών το απογευματινό φως χάιδευε στοργικά ανθρώπους, κτίρια και δέντρα-ή έτσι τουλάχιστον έβλεπα πίσω απο το φιμέ τζάμι του ταξί. Μετρούσα τους σφυγμούς μου που κάλπαζαν, αφουγκραζόμουν την εγκατάλειψη των παλιών κτιρίων που έστεκαν ακόμη, καταδικασμένα σε μιά αστική θλίψη στην οποία λογικά ανήκα κι εγώ. Μόνο που η λογική φτερούγιζε πια σαν κοράκι ενθουσιασμένο και με τρομοκρατούσε, τσαλακώνοντας τον χρόνο΄΄.
Ο Γιάννης Ξανθούλης έγραψε ένα συναρπαστικό βιβλίο. Ενα βιβλίο με υπόγειους κραδασμούς, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ενα βιβλίο που δεν είναι δήθεν. Δεν το έγραψε για να είναι αρεστό από το κοινό , τους κριτικούς ή την Ακαδημία Αθηνών. Το έγραψε για τον εαυτό του. Γιατί έτσι του άρεσε, χωρίς δεύτερες σκέψεις.Και γι΄αυτό είναι αληθινό. Η γραφή του αναγνωρίσιμη, έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος του αναγνωρίσιμος, οι ήρωές του κινούνται μέσα στον αστικό ιστό μιάς πόλης και μιάς γειτονιάς που δεν υπάρχει με τον τρόπο που υπήρχε.Μένει μόνο η μνήμη. Η προσωπική μνήμη για να σώσει ότι μπορεί να διασωθεί. Οπως είπε ο ίδιος σε μιά παλιότερη συνέντευξή του :΄΄ ΄΄Θέμα του βιβλίου είναι η μνήμη. Η μνήμη που χάνεται, που αμβλύνεται- κι όχι απαραίτητα με το μοδάτο ΄΄εύσημο΄΄ της νόσου Αλτσχάιμερ. Και δεν μιλώ για το βασικό άλλοθι της ΄΄επιλεκτικής΄΄ μνήμης, αλλά για δραστικά κομμάτια ζωής που συχνά τα βλέπουμε να ξεθωριάζουν μαζί με όλη την ΄΄ηχητική μπάντα΄΄ και, κυρίως, την αισθηματική βαρύτητα. Κομμάτια, που από μόνα τους, μπορεί και να είναι ότι πιό σπουδαίο μας συνέβη΄΄.
Η Διώνη Δημητριάδου έγραψε για το βιβλίο στο diastiho.gr:΄΄Από τα πιο καλοδουλεμένα δείγματα προσωπικής γραφής, έτσι όπως ανιχνεύεται πίσω από τη φωνή της ηρωίδας μια θέα στη ζωή όπως την εκλαμβάνει ο συγγραφέας, κι ας μην αισθανόμαστε παρά μόνο τη σκιά του. Πώς αλλιώς όμως να ξορκιστούν όσα βαραίνουν ανελέητα; Η μυθοπλασία προσφέρει τα σωστικά της μέσα. Με τον στοχασμό εκεί που χρειάζεται και με το σωτήριο χιούμορ που καθιστά αναγνωρίσιμη τη γραφή του Γιάννη Ξανθούλη από την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία ως σήμερα. Το χιούμορ μαζί με τον αυτοσαρκασμό, ικανά σωσίβια να σε βγάλουν από την ταραγμένη θάλασσα σώο στη στεριά. Επαληθεύοντας ότι η ζωή είναι ένα πολύπαθο ταξίδι, ο συγγραφέας επιλέγει για το εξώφυλλο του βιβλίου του μια δική του ζωγραφιά με το τρένο και τη μοναχική φιγούρα στην αποβάθρα΄΄.
Η Τούλα Ρεπαπή στο Literature.gr:΄΄ Με γραφή που κυλά και παρασύρει σ’ έρωτες, πάθη, λάθη, ήττες, νίκες, απρόοπτα, συμβιβασμούς και επαναστάσεις, όπως την ηρωίδα του την Ρίτα, ο Γιάννης Ξανθούλης μέσα από όλα αυτά αφήνει να φαίνεται πόσο γοητευτικό και μαγικό δώρο είναι η ζωή. Όπως ακριβώς τη ζει η ηρωίδα του: με κάθε τόλμη, με κάθε κόστος΄΄.
Και ο Λεωνίδας Καλούσης στο Book Press:΄΄ Η Αμφιτρίτη Βράνη έχει μια ιστορία συναρπαστική σε μια Αθήνα του ’60, που μερικές φορές τη σκεφτόμαστε ως ένα ιδανικό σκηνικό από ελληνική ταινία, αλλά η πραγματικότητα ήταν πιο ζοφερή. Αλλά ταυτόχρονα και κωμική. Γιατί το στοιχείο του χιούμορ και τα εύστοχα σχόλια του Γιάννη Ξανθούλη δεν θα μπορούσαν να λείπουν και από αυτό το βιβλίο. Μέσα από τις περιγραφές του συγγραφέα, περπατάμε σε μια Αθήνα που χωρίς να έχει αλλάξει ιδιαίτερα, σε τίποτα δεν θυμίζει τη σημερινή. Μπαίνουμε στην αίθουσα του Ακροπόλ, διασχίζουμε τα Πατήσια, παίρνουμε τον ηλεκτρικό στη Βικτώρια και επιστρέφουμε στην Αχαρνών εκείνης της εποχής. Η Αμφιτρίτη γυρίζει στην πατρίδα της και ψάχνει απαντήσεις. Όλα αυτά που αγνοούσε στην εφηβεία της, αλλά και όλα τα ψέματα τρίτων που διαμόρφωσαν τη ζωή της. Και συνεχώς δεν παύει να αναρωτιέται: Αυτό που είμαστε το διαμορφώνουν οι πράξεις μας μέρα με τη μέρα ή μήπως όσα συνέβησαν στο παρελθόν έχουν χαράξει την πορεία μας μέχρι τέλους;΄΄