Βιβλίο

Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…»- Άνω (κεφάλαιο 4ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος

Άνω

Πέρα από το σπίτι της γιαγιάς βγαίνοντας στον δρόμο αν έστριβες αριστερά προς την Ερμούπολη έφτανες σε ένα μικρό παλιό γιοφύρι. Κάτω του μια ρεματιά, έρημη ξεραμένη με αγριόχορτα να την σκεπάζουν και τις συκιές να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της, αγκαλιάζοντας τρυφερά το μισογκρεμισμένο τουρκικό χαμάμ που γυάλιζε στον πρωινό δυνατό ήλιο. Υπήρχαν διάφορες διαδόσεις για εκείνο το ξεχασμένο ερείπιο που χτίστηκε περίπου το 1700 επί τουρκοκρατίας. Ιστορίες για θησαυρούς που περίμεναν να τους ανακαλύψεις, ή για χατζάρια που έχουν μείνει θαμμένα στα σωθικά του. Παρόλες τις εξορμήσεις μας όμως σαν παιδιά δεν μπορέσαμε να βρούμε ποτέ τίποτε περισσότερο από χώμα σκουπίδια και πέτρες.

Πιο πάνω προς τον λόφο ανηφόριζαν μικρά περιτριγυρισμένα από πέτρα χωράφια, σπαρμένα με καλαμπόκι, πατάτες, αμπέλια και συκιές. Μικρά χρωματιστά τετράγωνα που αστραφτοβολούσαν στον ήλιο σαν πολύχρωμη σκακιέρα που πάνω της πηγαινοέρχονταν χρωματιστές φιγούρες, οι ιδιοκτήτες τους, μικροαγρότες, βιοπαλαιστές που στην καθημερινή τους βιοπάλη είχαν συντροφιά το ξυνάρι το τσαπί το γκασμά το αγιάζι ,την βροχή τη ζέστη ,την αρμύρα της θάλασσας και το κουπί, το δίχτυ, την καθετή.

Μου άρεσε να ανεβαίνω στην άνω Σύρα από εκείνους τους δρόμους, ήσυχοι, σιωπηλοί, ζεστοί, μαλακοί σαν πούδρα κάτω από τα πόδια μου. Στον δρόμο με τις ευωδιές από το χαμομήλι και τα φασκόμηλα, με μοναδική παρέα την χορωδία των τζιτζικιών που γέμιζε τον αέρα με τραγούδι, προς τον Σαν Τζώρτζη, ένας προορισμός για να δω και να χαιρετίσω τον ατρόμητο πολεμιστή που ξαποσταίνει δίπλα στο άλογό του με το δράκο θανατωμένο και την Αγία Ανθούσα στο πλάι του. Έμπαινα νωρίς στην άδεια εκκλησιά και στεκόμουν μπροστά του φέρνοντας στο μυαλό μου την σκληρή μάχη που πρέπει να είχε προηγηθεί με το φοβερό θηρίο που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Έβλεπα νοερά τους κατοίκους πανικοβλημένους να ζητούν από τον βασιλιά βοήθεια για να σώσουν τα παιδιά τους που με δάκρυα και θρήνους τα έβλεπαν να καταβροχθίζονται από το θηρίο. Και ύστερα αυτή την μοναδική στιγμή που φάνηκε ο Γεώργιος, ο πολεμιστής και απάλλαξε την χώρα κτυπώντας με το ακόντιό του τον δράκοντα. Από τότε ο άγιος μένει στο νησί. Άκουγα από τους γέρους για τους θρύλους πως ο άγιος έβγαινε τις νύχτες για να εποπτεύσει την ενορία του και έψαχνα κάθε φορά μέσα στην εκκλησιά ένα γύρω τα μαρμάρινα σκαλιά της για την οπλή του αλόγου του αποτυπωμένη.

Κάθε ζεστό απομεσήμερο, μέσα στην εκτεταμένη νάρκη των πάντων εκτός από τα φωνακλάδικα τζιτζίκια, όταν τα πάντα έμοιαζαν να κοιμούνται ξεκινούσα να δω πόσο μακριά μπορούσα να φτάσω. Ανέβαινα και πάλι, σιγοπερπατώντας για να μην ταράξω τον ύπνο των κατοίκων τα σκαλοπάτια της άνω Σύρας ανάμεσα από κάτασπρα ασβεστωμένα σπιτάκια όπου το φως του ήλιου έφτιαχνε περίεργα γεωμετρικά σχήματα και ρίγες με τον αέρα να μένει ακίνητος καυτός. Όταν πια έφτανα ψηλά στο ύψος του Σαν Τζώρτζη σκαρφαλωμένος σε εκείνη την κορυφή με ένα γύρω μου τους γυμνούς χαλκόχρωμους βράχους καθόμουν να ξεκουραστώ. Έβλεπα από κάτω το νησί να λαγοκοιμάται λαμπυρίζοντας σαν ελαιογραφία μέσα στην αχλή της ζέστης. Τα λιγοστά του αναιμικά δεντράκια, τα μαύρα κυπαρίσσια, τα πολύχρωμα βράχια στις ακτές, η θάλασσα ακίνητη, λεία και πράσινη σαν πολύτιμο σμαράγδι. Κάποιες φορές κάποια αδύναμα κυμάκια έρχονταν να αγκαλιάσουν ένα μικρό βράχινο ακρωτήρι φορτωμένο με πράσινους θάμνους.

Άλλες φορές πάλι κατέβαινα στο λιμάνι και με σταθερό βήμα μέσα από την έρημη και σιωπηλή αγορά, διέσχιζα την Πρωτοπαπαδάκη και πήγαινα στα Κύματα. Εκεί καθόμουν στην άκρη του γιαλού, ενός γιαλού τόσο ρηχού με λαμπερό βυθό γεμάτο λαλάρια, τόσο λαμπερού που το νερό φάνταζε αχνό γαλάζιο, σχεδόν λευκό.
Εκεί αγναντεύοντας το ανοικτό πέλαγος σκάλιζα γύρω μου την άμμο με τις πέτρες ψάχνοντας για κανένα λείο βότσαλο ή κανένα κομμάτι γυαλί που είχε φαγωθεί από την θάλασσα τόσο που να μοιάζει με ένα πολύτιμο κόσμημα, σαν πετράδι έτοιμο να πάρει την θέση του στο στέμμα του νησιού, διάφανο και πράσινο.

(Συνεχίζεται αύριο…) ΕΔΩτα δημοσιευμένα κεφάλαια του διηγήματος

SHARE
RELATED POSTS
Πρωθυπουργοκεντρισμός- ένα βιβλίο για το πολιτικό σύστημα της χώρας
Βιβλιοπρόταση: Starters, της Λίσα Πράις
Διαβάζοντας: “Τα κορδόνια”-Ντομένικο Σταρνόνε, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.