Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος
Με τον ήλιο στα μάτια
Έτσι μπλέκονταν και γράφονταν συγχρόνως όλες αυτές οι ιστορίες μέσα στο μυαλό μου. Από τον Όμηρο και την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, μέχρι τους πάροικους, τους κατοίκους της χωρίς όνομα τότε Ερμούπολης, που μετά τον ξεσηκωμό άρχισαν να καταφεύγουν σε αυτήν γυμνητεύοντες και άστεγοι, ξέροντας πως αφού δεν τους άφηναν να χτίσουν στην στεριά θα μπορούσαν να χτίσουν στην θάλασσα, φτιάχνοντας τα μωλόματα, μπαζώνοντας δηλαδή την θάλασσα και δημιουργώντας κομμάτι- κομμάτι το όμορφο λιμάνι που ήρθε και στόλισε πρώτος ο Ερλάχερ στα 1834 με τις αποθήκες του λιμανιού πάνω στην μωλομένη θάλασσα.
Οι πρώτοι κάτοικοι στην Χαλανδριανή και στο Καστρί, οι Ίωνες που χτίσανε το λιμάνι, Φερεκύδης, ο δάσκαλος του Πυθαγόρα, τα χρόνια της Αθηναϊκής συμμαχίας με τις τριήρεις να λύνουν τα σχοινιά και καμαρωτές να ανοίγονται στο πέλαγος, το ιερό των Καβείρων στην Αληθινή από τα χρόνια των απογόνων του Αλέξανδρου, το Βυζάντιο και οι Ενετοί με το Δουκάτο του Αιγαίου με τον Μάρκο Σανούδο, ο κοκκινοτρίχης πειρατής και ναύαρχος Μπαρμπαρόσα, η υψηλή προστασία του Πάπα και του βασιλιά της Γαλλίας, οι Καπουτσίνοι μοναχοί και οι Ιησουίτες, η Σαχ Σουλτάνα, η ανιψιά του Αβδούλ Χαμίτ που έδωσε την διοίκηση του νησιού στους Προεστούς , οι πρόσφυγες από την Χίο, την Σάμο την Σμύρνη και το Αϊβαλί, τα Ψαρά, την Ρόδο και την Κάσο.
Όλοι αυτοί μαζί και ο κάθε ένας ξεχωριστά έγραψαν την δική τους ιστορία πάνω στα συριανά βράχια, μια ιστορία που αξίζει να μάθεις και να θυμάσαι και ας σου λείπουν πολλές φορές κομμάτια που την συνδέουν αρμονικά. Γιατί η γνώση του παρελθόντος του τόπου μας είναι ευλογία, όπως εγώ θεώρησα διαβάζοντας εκείνα τα λόγια που ο Πλάτωνας στον Τίμαιο βάζει στο στόμα του υπέργηρου ιερέα από την Σαΐδα μιλώντας για την Ατλαντίδα στον Σόλωνα .” Σόλων, Σόλων…εσείς οι Έλληνες είστε αιωνίως παιδιά. Κανένας Έλλην δεν είναι γέρος. Είστε όλοι νέοι στην ψυχή, διότι δεν έχετε μέσα σας καμμιά παλιά γνώση για την αρχαία παράδοση…”
Αυτή την παράδοση έμαθα από παιδί και συνεχίζω. Μια παράδοση που μπορεί και μπλέκει την αλήθεια με το παραμύθι, τους Θεούς με την φύση και τον άνθρωπο με το θαύμα της ζωής, αναπόσπαστο κομμάτι της πατρίδας. Μια ακόμη ξεχωριστή ιστορία γραμμένη με κάθε παφλασμό στα βράχια του νησιού. Ενός νησιού που με το που βρίσκεσαι στα χώματά του σε μεταμορφώνει σε παιδί που τρέχει ελεύθερο γελώντας στην καθαρή θάλασσα και αφήνεται να επιπλέει πάνω της σαν βότσαλο στην αδιάκοπη ροή της, κλείνοντας με εμπιστοσύνη στον ήλιο τα μάτια.
«Εδώ φύτρωναν ψηλά δέντρα, δροσερή η σκιά τους, αχλαδιές και ροδιές, μηλιές γεμάτες μήλα, συκιές με τον γλυκό καρπό, ελιές με τον ανθό τους, που δεν τους λείπει ο καρπός χειμώνα καλοκαίρι γιατί ο ζέφυρος φυσά χωρίς να σταματάει, γεννά τον έναν τον καρπό, τον άλλον ωριμάζει. Καινούριο αχλάδι εκεί που ήταν το παλιό, νέο μήλο εκεί που ήτανε το μήλο, σύκο στο σύκο και σταφύλι στο σταφύλι». ( Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία Η’)
Ταξίδευα στην Σύρο από μικρός κρατώντας παραμάσχαλα μια χιλιοδιαβασμένη ταλαιπωρημένη έκδοση της Ηλιάδας και της Οδύσσειας, δυο γαλάζια βιβλία που είχαν αρχίσει να χάνουν το χρώμα τους. Μόνο το εξώφυλλο της Οδύσσειας έμενε πιο σκούρο να τονίζει την λευκή κυκλαδίτικη φιγούρα από την Κέρο να παίζει λύρα. Περιδιάβαινα το νησί και όπου στεκόμουν έφερνα στον νου τις περιγραφές του Ομήρου.
Στην παιδική σου ηλικία δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να ανακαλύψεις σε κάποια γωνιά της γης ένα λιμάνι, ένα νησί, μια σπηλιά, ένα θαλασσόβραχο, που να θυμίζει κάπως την αόριστη περιγραφή που δίνει ο Όμηρος, ας πούμε, για το λιμάνι των Λαιστρυγόνων ή για το νησί της Καλυψώς, να φανταστείς τάχα πως σ’ αυτές τις σπηλιές πάνω ψηλά σε κάτι βράχια μπορούσαν να κατοικούσαν στα αρχαία χρόνια οι Κύκλωπες, ή στους δρόμους ενός μικρού ψαροχωριού να έβλεπες με τον νου τις χωρικές που κάνουν την μπουγάδα τους όπως ακριβώς στο ποτάμι έπλυνε και η Ναυσικά, η βασιλοπούλα των Φαιάκων, τα προικιά της.
Λίγο ακόμα και το μικρό πλαστικό τόπι που ερχόταν στα πόδια σου στην παραλία από τα παιδιά που έπαιζαν ανέμελα θα γινόταν και το τόπι που ξαστόχησε και έριξε στον ποταμό η φιλενάδα της! Εξάλλου ήμουν αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνω πως οι Λωτοφάγοι, οι ανθρωποφάγοι Λαιστρυγόνες, οι μονόματοι Κύκλωπες, οι μάγισσες σαν την Κίρκη είναι μορφές μυθικές και αποκλείουν από τη φύση τους κάθε γεωγραφικό εντοπισμό πάνω στη γη, άρα μπορούσαν να ζουν και στο νησί μου, σ’ ένα νησί χαμένο στα μακρινά πέλαγα, νησί λουσμένο στον ήλιο, στα μέτρα του κοινού ανθρώπου, ειδικότερα, του ξωμάχου, που αγωνίζεται να βρει μια σπιθαμή γόνιμη γη, για να τη ξεχερσώσει και να ζήσει από τους καρπούς της.
Το γεμάτο σκληρή και σκούρα πέτρα νησί που θέλεις όμως πάντα να επιστρέφεις, όπως ο Οδυσσέας στην δική του λατρεμένη Ιθάκη, μην ξεχνώντας ότι το όνομά του, σύμφωνα με τον Όμηρο, σημαίνει «Ο γιος της πέτρας». Αυτές οι μεγάλες καθημερινές μου βόλτες, οι μακρινοί δρόμοι που περπάτησα κάτω από τον ήλιο, γυρίζοντας πάντα “γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις”.
Τα αγναντέματα του πελάγους στο νησάκι σαν να ζωντάνευα τους στίχους της “Μεγάλης αγρυπνίας” που τραγουδούσε η Φαραντούρη εκεί γύρω στα 1975. «Στου καραβιού την πλώρη τα πουλιά τον Οδυσσέα βρήκαν μοναχό, αγνάντευε το πέλαγο και τη στεριά που στένευε και τραγουδούσε . Χαίρε Ναυσικά κρυμμένο παρά θίν’ αλός αμύριστο μυστήριο».
Και ύστερα εκείνες οι μακριές νύχτες του χειμώνα που ακολουθούσαν στην Αθήνα, μακριά από το νησί, να περιμένεις να μυρίσει η άνοιξη, να μπει το καλοκαίρι και να γυρίσεις. Η επιστροφή, σαν την επιστροφή του τραγουδιού με τον Μιλτιάδη Πασχαλίδη “Μου λες κουράστηκες, δεν θες να περιμένεις, είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα να υφαίνεις κι εγώ που γύρισα τον κόσμο δίχως χάρτη άκου τι έμαθα δεμένος στο κατάρτι. Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη”.