Ανοιχτή πόρτα Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Δεν είναι εγκλεισμός. Είναι η ευθύνη σου, αγαπητέ…, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

Τζίνα Δαβιλά

Εγκλεισμός συμβαίνει  στα ψυχιατρεία και στις φυλακές.

Εγκλεισμός δεν υπάρχει στα σπίτια. Δεν είναι  εγκλεισμός η παραμονή στο σπίτι. Θα έπρεπε να είναι εκούσια η αποχή από το έξω. Οικειοθελής και συνειδητή επιλογή αποχής από τη συνάθροιση, από τον κόσμο. Γιατί απλά κινδυνεύει η ζωή μας .

Αλλά, οι νεοφιλελεύθεροι ελληνάρες, σχεδόν απάτριδες οι περισσότεροι που αντί για την Πατρίδα και τις Αρχές της υπηρετούν την εγωπάθεια, την αλαζονεία, τον ξερολισμό και το χρήμα (ο αιώνιος «θεός»), δεν αντέχουν τον «εγκλεισμό». Είναι οι ίδιοι οι αμόρφωτοι λεφτάδες ή μη λεφτάδες, οι ξιπασμένοι της παραλίας, της λεωφόρου, της πλατείας, της συνοικίας, ακόμη και της Εκκλησίας (πόσο αντιφατικό, ε;) που δεν έχουν μέτρο σε τίποτα: σε λόγια και σε πράξεις. Γνωρίζουν τα πάντα, διαβάζουν πίσω από τις λέξεις ότι τα πιθανά ευρήματα εμβολίου κατά του κορονοϊού θα είναι συνδεδεμένα με το τσιπάκι που θα μας ελέγχει, ενώ αγνοούν ότι ήδη μία πασίγνωστη διεθνής εταιρεία παρακολουθεί κάθε στιγμή μέσω του κινητού μας πού βρισκόμαστε, σε ποιες τοποθεσίες με ακριβείς διευθύνσεις καθίσαμε για φαγητό ή καφέ, πού κοιμηθήκαμε, ποια  διαδρομή υπόγεια, υπέργεια, θαλάσσια κάναμε.  Για ποιο τσιπάκι, ποιου εμβολίου, ποιού κορονοϊού μιλούν; Ζουν στο  Μεσαίωνα και τον αναγεννούν τον 21ο αιώνα. Είναι οι ίδιοι που πιστεύουν ότι οι Κινέζοι έσπειραν τον ιό για να εξολοθρεύσουν τους Αμερικανούς, είναι αυτοί που πιστεύουν ότι οι ηγέτες θέλουν να πεθάνουν οι ηλικιωμένοι  για να γλιτώσει το κράτος τις συντάξεις, είναι οι ίδιοι που λένε «πνίγομαι στο σπίτι». Ωραία, λοιπόν, βγες και πέθανε τον εαυτό σου και όποιον άλλο αγαπάς, αν υπάρχει.

Τα πιο βαριά παπούτσια είναι της  Ευθύνης και της Συνείδησης. Όποιος επιλέξει να τα φορέσει κτός της εντιμότητας προς εαυτόν –ξέρει εκ των προτέρων ότι θα κουραστεί, θα στερηθεί, θα λυπηθεί αλλά χωρίς  Ευθύνη και Συνείδηση η Ανθρωπότητα δεν προοδεύει ούτε χιλιοστό.

Εσείς που αποφασίσετε να γίνετε  οι «σούπερ ήρωες», τα παλιόπαιδα τ’ατίθασα των κυβερνητικών περιοριστικών μέτρων για τη μη επέκταση του θανατηφόρου κορονοϊου, ρωτήσατε τους γιατρούς και τους νοσηλευτές που υποκριτικά χειροκροτείτε αν θέλουν να πολλαπλασιαστούν τα κρούσματα στην Ελλάδα και κατ’επέκτασιν και ο δικός τους Γολγοθάς; Έχετε φίλους γιατρούς; Νοσηλευτές; Ανθρώπους που έχασαν ανθρώπους από κορονοϊό; Χάσατε άνθρωπο από αυτόν; Κινδύνευσε δικός σας να πεθάνει; Εκτιμώ πως όχι. Εκτιμώ, επίσης, ότι δεν  γνωρίζετε και την διαφορά μεταξύ εγκλεισμού και υπευθυνότητας.  Και κάτι ακόμη: Χτίσατε σπίτι με ανεύθυνο πολιτικό μηχανικό; Κάνατε επέμβαση σε ανεύθυνο χειρουργό; Κάνατε σέρβις στο αυτοκίνητό σας σε ανεύθυνο μηχανικό; Εκτιμώ πως όχι. Αν επιλέξατε προηγουμένως την υπευθυνότητα, εφαρμόστε την τώρα που θέλετε να από-καταπιεστείτε. Που επιθυμείτε να κυκλοφορείτε ανεύθυνα. Είναι δέσμευση . Είναι προσωπική υπόθεση η  εκούσια ή ακούσια παραμονή στο σπίτι. Όπως η υπεύθυνη μητέρα που σέβεται τον εαυτό της,  δεν παραδίδει το παιδί της στη γιαγιά  ή την νταντά για να το μεγαλώσουν για κανένα λόγο, το ίδιο βάρος ευθύνης έχουμε όλοι στη διακοπή της πανδημίας. Είναι αναγκαία η παραμονή στο σπίτι. Δεν είναι εγκλεισμός. Και δεν είναι θέμα θελήματος Θεού, επισημαίνω στους ευαίσθητους πιστούς. Είναι ζήτημα ορθολογισμού, λογικής.

Κάποτε ένας βαθιά θρησκευόμενος πιστός  έφτιαξε μια καλύβα δίπλα σ’ένα ποταμό και ζούσε παραδεισένια. Ευχαριστούσε τον Θεό για την καλή του τύχη. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Καταιγίδες τρομακτικές απειλούσαν  τον ίδιο και το  καλύβι του. Το ποτάμι άρχισε να φουσκώνει. «Μπα,  έλεγε, ο Θεός θα με σώσει. Δεν θα μ’αφήσει να πνιγώ». Περνά μια βάρκα με έναν καπετάνιο. «Έλα, του λέει, πάνω στη βάρκα μου. Θα πνιγείς». «Όχι απάντησε ο συμπαθητικός  άνθρωπος. Δεν φοβάμαι». Μετά από ώρες και με την καταιγίδα να έχει μετατραπεί σε απειλητική, μια δεύτερη βάρκα ξαναπερνά μπρος από το καλύβι του καλοκάγαθου ανθρώπου. «Θα πνιγείς, του φωνάζει. Έλα στη βάρκα μου». «Όχι, ξαναπαντά  ο καλυβιώτης. Δεν φοβάμαι». Όπως ήταν φυσικό το ποτάμι φούσκωσε υπερφυσικά  και παρέσυρε και το καλύβι του ανθρωπάκου και τον ίδιο. Όταν έφτασε στον Παράδεισο βρέθηκε μπροστά στο Θεό. «Θεέ μου, Του λέει με φανερό παράπονο.  Εγώ πίστευα τυφλά ότι Εσύ θα με έσωζες. Και μ’άφησες να πνιγώ;». «Δύο βάρκες σου έστειλα. Αλλά εσύ…».

Καλή Μεγάλη Πέμπτη.

16.04.2020

 Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Ο ταραξίας, του Δημήτρη Κατσούλα
Οδοιπορικό στην Τήνο [Μέρος γ’], της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
Χριστός Ανέστη κ. Περιφερειάρχα…, του Γιώργου Σαράφογλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.