Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση
Έχετε προσέξει κι εσείς το πόσο βαριούνται τα παιδιά; Όταν πηγαίνουν στο σχολείο βαριούνται. Στο φροντιστήριο βαριούνται. Στο σπίτι βαριούνται. Στις βόλτες και στις εκδρομές βαριούνται. Αν δεν υπήρχε και το ευλογημένο (ο θεός να το κάνει) κινητό… τα πράγματα θα ήσαν κατά πολύ χειρότερα. Για ποιο λόγο –όμως- τα βλαστάρια μας δεν μπορούν να βρουν σ’ ολάκερο τον κόσμο κάτι το ενδιαφέρον; Κάτι που να τα μαγέψει, να τα αναστατώσει ή –έστω- να τα εξεγείρει!;
Πολλοί θα βιαστούν να μιλήσουν για χαμένες γενιές. Για καμένα χαρτιά. Μάλλον μπερδεύονται με το είδωλό τους στον καθρέφτη. Αστόχαστοι κι ατάραχοι με τις βολεψιές τους. Όταν συμφέρει τα παιδιά τους είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους ή και κτήματά τους που τα μαστορεύουν όταν βρουν χρόνο. Όταν πάλι δεν συμφέρει μετατρέπονται σε κακή σπορά.
Υπάρχει –πάντως- μιαν αιτία που τα παιδιά αποστασιοποιούνται τόσο. Κι η αιτία αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στα καθ’ ημάς.
Τον τελευταίο καιρό με πλησιάζουν πολλοί φιλόλογοι. Μπερδεμένοι με τις συνεχείς αλλαγές στα προγράμματα σπουδών. Αλλά και φοβισμένοι από την αδιαφορία των μαθητών. Ψάχνουν λίγα λόγια παρηγοριάς ή και άλλοθι για την δική τους σταδιακή αποξένωση από την ουσία του να είναι κανείς «δάσκαλος».
Σ’ αυτές τις συναντήσεις, βρίσκω την ευκαιρία να τους μιλήσω κι εγώ για τον καημό μου. Για την διδακτική –δηλαδή- της λογοτεχνίας. Για το πόσο ακίνδυνο είναι να μειώσουν την ασχολία τους με τις αφηγηματικές τεχνικές και την στιχουργική και για το πόσο ποιοτικό και χρήσιμο είναι να αφήσουν τα ίδια τα κείμενα να μιλήσουν στην ψυχή των εφήβων. Φανταστείτε τον μαθητή –τους λέω- να έρχεται αντιμέτωπος με έργα που τον αφορούν. Που ανοίγουν μπροστά του καινούρια σύμπαντα, νέους τρόπους θέασης της πραγματικότητας…
Φανταστείτε τον να διαπλέκεται μ’ αυτά. Να του δίνεται η ελευθερία να τα απορρίψει ή να τα ενστερνιστεί. Να τα νοηματοδοτήσει ή και να επέμβει σ’ αυτά. Φανταστείτε τον, επίσης, να δοκιμάζεται στην τόσο επίπονη διαδικασία της γραφής. Έτσι, θα έχει πάρει το πρώτο και σημαντικότερο μάθημα για την ζωή του. Πως από μόνη της η ύπαρξη δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Και πως ό, τι της αποδίδεται της αποδίδεται από εμάς τους ίδιους. Ακόμα- ακόμα, μαθαίνει πως η μοίρα από τις ίδιες του τις πράξεις διαγράφεται. Άρα, πως πρέπει να είναι ενεργός, να συμμετέχει και να μετέχει στα σχολικά και κοινωνικά δρώμενα.
Οι έφηβοι αποσύρονται από την δράση γιατί δεν αντέχουν τον κόσμο που έχουμε φτιάξει. Δεν αντέχουν την ασχήμια του, την αδικία του, την επιπολαιότητά του. Σιχαίνονται τους ψευτο- διδακτισμούς μας, το κοροϊδιλίκι μας, την μπαμπεσιά μας. Δεν ανταρτεύουν διότι δεν τους αφήνουμε χώρο. Την κάθε τους αντίδραση σπεύδουμε αστραπιαία να την κουτσουρέψουμε. Να την φιμώσουμε με τις ανόητες ερμηνείες μας. Να αποσιωπήσουμε όλα όσα βγαίνουν απ’ αυτή στην επιφάνεια. Διότι, τότε, θα έπρεπε να παραδεχτούμε καθαρά πως α-πο-τύ-χα-με. Πως φτιάξαμε έναν πολιτισμό νεκροταφείου. Δημιουργήσαμε μια πρόοδο για πτώματα.
Αυτό φαίνεται κι από την αντίδραση των εκπαιδευτικών. Όσο κι αν φωνάζουν… δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα! Έχουν βολευτεί με την παπαγαλία. Με την απουσία σκέψης τόσο από τους ίδιους όσο κι από τα παιδιά.
Όπως λέει κι ο παππούς Ερνέστο (αναφέρομαι στο Ερνέστο Σάμπατο): «Η τέχνη είναι ο τρόπος όρασης του κόσμου με μια περίεργη και έντονη ευαισθησία». Η τέχνη είναι και η πρώτη ρήξη με τα αδιέξοδα των συστημάτων. Γι’ αυτό –άλλωστε- και τόσο την πολεμάνε οι εξουσίες (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η απόφαση της υπουργού Παιδείας να την αφαιρέσει από την διδακτέα ύλη). Είναι ένα όπλο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι δάσκαλοι –όλων των βαθμίδων- για να αντισταθούν στην γενική αποσύνθεση που μαστίζει την κοινωνία μας.
Αν όντως θέλουμε κάτι να αλλάξει τότε θα πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας εκεί. Στο σχολείο. Στην παιδεία. Να επιζητήσουμε την ποιότητα, τον στοχασμό και την ευαισθησία. Την αγάπη για την γνώση και για τον πλησίον. Να εξοβελίσουμε τον ανταγωνισμό και την έννοια της παραγωγικότητας. Σκοπός του σχολείου είναι να πλάσει ολοκληρωμένες προσωπικότητες κι όχι να θέσει σε κίνηση γρανάζια όλων των μεγεθών και τύπων.
Όμως, όπου κι αν στρέψω το βλέμμα μου. Στις γειτονιές. Στις καφετέριες. Στα γραφεία. Στο δρόμο. Ένα πράγμα ακούω μόνο: «…δεν βαριέσαι τώρα!». Και κλικ- κλακ το πανέξυπνο κινητό πηγαίνει βόλτα τον πανύβλακα κάτοχό του. Τελικά, ίσως να είχε δίκιο ο Ηράκλειτος… αλλά αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr