Ανοιχτή πόρτα

Γιώργου Σεφέρη, Μυθιστόρημα, Από το ατομικό στο συλλογικό, της Βαρβάρας Μικέλλη

Spread the love

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Από το ατομικό στο συλλογικό

Της Βαρβάρας Μικέλλη

[Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 χρόνων από την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον ποιητή (1963-2023)].

Σε μια εποχή που η γενιά του Παλαμά έχει σχεδόν εκλείψει και οι «Καρυωτακικοί» φθίνουν, καθώς δεν καταφέρνουν να φέρουν μια ριζική ανανέωση στον ποιητικό λόγο, η παρουσία του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971) στην νεοελληνική ποίηση υπήρξε καταλυτική. Με την έκδοση το 1931 της Στροφής και της Στέρνας το 1932 σημαδεύεται η απόφασή του να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην ποίηση, αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης μακριά από την πεπατημένη. Στις δύο αυτές πρώτες συλλογές θα κυριαρχήσουν η αναζήτηση και ο πειραματισμός, αλλά και θ’ ακουστεί, σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη, για πρώτη φορά «σαν εξαγγελτικό μοτίβο το εμείς».

Θα περάσουν τρία χρόνια μέχρι ο ποιητής να εκδώσει τη νέα του συλλογή Μυθιστόρημα, χρόνια μέσα στα οποία η εξέλιξή του στην ποίηση είναι φανερή, όπως φανερή είναι και η αλλαγή της σκέψης του και του στόχου της δημιουργικής του προσπάθειας. Ο ίδιος θα επισημάνει το γεγονός, γράφοντας στον Τίμο Μαλάνο πως τον απασχολεί πολύ έντονα «η απόσβεση του εγώ» και η μετάβαση στο «εμείς». Μια μετάβαση για την οποία ρόλο σημαντικό έπαιξε η εποχή του Λονδίνου, εποχή απομόνωσης και κατάδυσης στο εγώ, που κάποτε φθάνει να γίνει για τον ποιητή ιδιαίτερα οδυνηρή. Εκεί, στο Λονδίνο, όπου εργάζεται σαν υποπρόξενος του Ελληνικού Προξενείου θα αποκτήσει μια ξεκάθαρη συνείδηση για τη δική του ελληνικότητα, ενώ παράλληλα θα διαμορφώσει τη νέα του ποιητική αντίληψη και τις καινούργιες ποιητικές φόρμες που θα χρησιμοποιήσει στην πορεία του από εδώ και πέρα.

Πέρα όμως απ’ αυτά, με το πλησίασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η αγωνία του ποιητή θα κορυφωθεί. Ανησυχεί βαθιά πλέον για το ήθος που εκφράζουν οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες στην Ευρώπη και για τις περιπέτειες της γενιάς του. Θα γράψει στο «Ημερολόγιό» του:

«Γενιά που κληρονόμησε από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μιαν άγνωστη πριν ανησυχία, το αίσθημα πως κάθε θεμέλιο, ως τα βαθύτερα της ψυχής και του πνεύματος, έχει φαγωθεί, έγινε σκόνη, που μπόρεσε, ύστερα από χρόνια αγωνίας, ν’ αρνηθεί αυτό το συγκλονισμό, που ξέρει πως δεν έχει περισσευούμενες δυνάμεις για να ξεπεράσει αυτή την άρνηση, αυτή την άμυνα, για να φτάσει σε μια θέση, πως δεν έχει τον καιρό ως τον άλλο πόλεμο που έρχεται. Γενιά του σκοταδιού γυρισμένη ολόκληρη προς τις σκοτεινές σφαίρες του ανθρώπου, που μόνες μπορούν να της δώσουν την αίσθηση της ύπαρξης. Το φως σκοτώνει την εποχή μας…»

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, σημαδεμένος ήδη από τη Μικρασιατική καταστροφή και τα αδιέξοδα του νέου ελληνισμού, ο Σεφέρης θα κάνει σταδιακά αλλά καθοριστικά, τη μετάβασή του από τα ατομικά στα συλλογικά προβλήματα, συνειδητοποιώντας πως οι προσωπικές του περιπέτειες δεν είναι ανεξάρτητες από τις περιπέτειες της χώρας και της εποχής του. «Το δράμα που παίζεται γι’ αυτόν», σημειώνει ο Κώστας Παπαγεωργίου «είναι διπλό: πέρα από την αγωνία την καθαρά προσωπική, υπάρχει και η αγωνία του Έλληνα» που θα μεγαλώσει με τα χρόνια και ο ίδιος θα βρεθεί στο έσχατο σημείο της, εγκλωβισμένος μέσα σ’ ένα πολιτικό καθεστώς, που έχει καταλύσει κάθε έννοια δημοκρατίας (Δικτατορία των συνταγματαρχών).

Γυρίζοντας το 1934 στην Ελλάδα, το Μάρτη του 1935 εκδίδει την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα και στρέφεται οριστικά στην υποταγή του ατομικού στο συλλογικό. 

Με το Μυθιστόρημα ο Σεφέρης θα εκφράσει τους ενδόμυχους σπαραγμούς του και θα μας δώσει στα 24 ποιήματα της συλλογής τη δική του άποψη για το πανάρχαιο δράμα της φυλής μ’ ένα λόγο αφαιρετικό, δραματικό και καθαρά προσωπικό, καθώς ο ίδιος μετέχει σ’ αυτό και το ζει από μέσα. Περνώντας «από τον πόνο στον καημό» θα δημιουργήσει τη δική του ποιητική μυθολογία, επηρεασμένος φανερά από τον Τ.Σ. Έλιοτ και θα οδηγήσει την μέχρι τότε δημιουργία του σε νέους προσανατολισμούς.

Σύμβολα καταλυτικά και πολυσήμαντα θα γίνουν εδώ η Οδύσσεια και η Αργοναυτική εκστρατεία, που παραπέμπουν όχι μόνο στη Μικρασιατική καταστροφή αλλά και την περιπέτεια του Ελληνισμού γενικότερα. [Σημειώνω ενδεικτικά ότι του Σεφέρη καθόλου δεν του άρεσε να αποδίδουν ό,τι έγραψε μόνο στη Μικρασιατική καταστροφή, αφού πίστευε ότι αυτή «δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο μιας σοβαρής Οδύσσειας»].

  Ο ποιητής θα ταυτίσει το πρόσωπο του Οδυσσέα με το ποιητικό του  εγώ, αλλά και τη συλλογική συνείδηση του ελληνισμού και σαν μία προσωπικότητα ζώσα θα το εντάξει μέσα στο παρόν.

Μαζί με ένα άλλο πλέγμα συμβόλων (θάλασσα, σύντροφοι, ταξίδι, κ.ά.) θα εκφράσει με τρόπο δραματικό το δρόμο της φυγής και του νόστου. Μιας φυγής αέναης και πικρής, μετά από όσα έχουν ζήσει ο ποιητής και η γενιά του (χρεοκοπία της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας, Μικρασιατική καταστροφή, πνευματική αποτελμάτωση του Μεσοπολέμου, εξαφάνιση της Μεγάλης Ιδέας):

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι

μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο

απ’ τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.

Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι

βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των 

κύκνων που μας πληγώναν.

Ποίημα Α΄

Λόγος πολυσήμαντος, με πολλές παραδηλώσεις που μας γυρίζει στο χώρο της ιστορίας και τις αλλεπάλληλες συμφορές της ρωμιοσύνης. Δείχνει τη θλίψη του ανθρώπου που στοχάζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα. 

Γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης:

«Ο Σεφέρης αισθάνεται και πιστεύει και νομίζει ότι έτσι πρέπει να αισθανόμαστε όλοι μας, πως η αποτυχία της εθνικής εξόρμησης κόβοντας το θριαμβευτικό δρόμο της Ελλάδας προς μια ολοκληρωμένη εθνική αποκατάσταση, εξάρθρωσε τη ζωή του καθενός, την άδειασε από κάθε περιεχόμενο, κατέλυσε την ενότητά της με τον εξωτερικό κόσμο, την ακινητοποίησε και στύλωσε τα μάτια μας ορθάνοιχτα προς ένα όραμα ερημιάς και θανάτου»: 

Γιατί περάσαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας

που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε, μα παραπέρα

και πίσω η μνήμη σαν το άσπρο πανί μια νύχτα σε μια 

μάντρα 

που είδαμε οράματα παράξενα, περισσότερο κι από σένα,

να περνούν και να χάνουνται μέσα στο ακίνητο φύλλωμα 

μιας πιπεριάς.

Ποίημα ΚΒ΄

«Η ιστορία τού έγινε ζωντανή μνήμη και σε εποχές σαν τη δική μας λειτουργεί σαν ένα είδος νέου μύθου», σημειώνει ο Mario Vitti.

Ενώ, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, μιλώντας για το Μυθιστόρημα επισημαίνει: «Όσο περισσότερο το παρόν είναι τρομαγμένο και ταραγμένο, τόσο η ποιητική μνήμη αναδρομίζει μακρύτερα ή πιο κοντά, [……] ψάχνοντας για να μετρήσει όσα μέσα στο παρόν κρέμονται ακόμα ασχημάτιστα και ακατανόητα».

Κρατάω σαν επίλογο τα λόγια αυτά και σκέφτομαι πως τόσα χρόνια μετά το έργο τούτο παραμένει ζωντανό και πάντα επίκαιρο μέσα στο δικό μας τρομαγμένο και ταραγμένο παρόν.

Ένα έργο που υπερβαίνει τις προσωπικές καταστάσεις και τους κρυφούς σφυγμούς του ποιητή και φθάνει ως εμάς, αφυπνίζοντας τη συλλογική μας μνήμη και αυτοσυνειδησία.

Βαρβάρα Μικέλλη 

SHARE
RELATED POSTS
Αγράμματοι και ανιστόρητοι, του Δημήτρη Ι. Μπρούχου
Υπάρχει αποδεκτή βία;, του Γιάννη Πανούση
Καλλιτεχνικά μαθήματα και υποκρισία, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.