“Αναγιγνώσκοντας” τη διαμόρφωση ενός νέου Λογοτεχνικού Τρόπου.
Για τη Μυθιστορηματική γραφή, και την αφηγηματική Τέχνη, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου.
Μια δοκιμή προσωπικής προσέγγισης.
Όταν (κάποιες φορές) Σωπαίνει το Φως, (αφήνοντάς μας πλησίστιους) Στη Σκιά των Αιώνων, Από (πολύτιμο καμωμένο) Ξύλο και Ασήμι, (ένα) Ανεξέλεγκτο Πάθος (δημιουργίας μεστώνει και καρπίζει Τεχνήματα Λόγου) Σαν Στάχυα στο Χρόνο.
Έτσι, με τους τίτλους των έργων της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου, θα αποτολμούσα να διατυπώσω την αναγνωστική μου Εμπειρία, και πορεία, στις σελίδες των βιβλίων που μάς έχει χαρίσει η φαντασία της, η σκέψη και η πένα της μέχρι τώρα. Δεν πρόκειται απλώς για, μελετημένης, άρτιας δομής και αφηγηματικής υφής, «μυθιστορήματα» με τη συνήθη έννοια του όρου – ή του λογοτεχνικού είδους. Η μέθοδός που ακολουθεί, και η γραφή της ως αποκρυστάλλωση αυτής της μεθόδου, είναι σαν ένα ιδιότυπο καλειδοσκοπικό παλίμψηστο, με διαστρωματώσεις τέχνης και τεχνικής σε μια δυσεπίτευκτη, και φαινομενικά διαρκώς διακυβευόμενη, ισορροπία που αναζητά τη ματιά, την προσήλωση του βλέμματος τού αναγνώστη, αλλά, το κυριότερο, την ελκύει με έναν διακριτικά καταλυτικό τρόπο μέσω της τέρψης που εκλύει, σελίδα τη σελίδα, η ανάγνωση.
Είναι μια μορφή -πρόσκληση και πρόκληση- ανάγνωσης με σημασία διττή. Ως ανα-Γνώριση, της σκοποθεσίας, του περιεχομένου που χαρακτηρίζουν την αφήγηση, τα πρόσωπα, τις καταστάσεις, τις περιγραφές με τη, σοφά σταθμισμένη κάθε φορά, ενάργειά τους και την συνακόλουθη συναισθηματική επενέργειά τους στην αντίληψη και το συναίσθημα. Και, συνάμα, ως (ανα)Γνώση που κατακτάται σταδιακά, καθώς η λογοτεχνική γραφή εκτυλίσσεται με τον ρυθμό και την πλαστουργική της δύναμη, τις αυξομειώσεις της έντασης και των εστιάσεών της, την πολυεπίπεδη διάρθρωσή της. Και συγχρόνως, με μιαν υφέρπουσα συναισθηματική γεωμετρικότητα, που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται φτάνοντας στην απόληξη της ιστορίας που η Δ. Παπαναστασοπούλου αφηγείται κάθε φορά.
Δεν είναι μια συνήθης λογοτεχνική, ή μυθιστορηματική, αφήγηση. Η συγγραφέας, πριν αρχίσει την αναμέτρησή της με τη βάσανο των λέξεων, των εκφράσεων, του πρωτογενούς υλικού που συγκροτεί τη λογοτεχνική γραφή της, αφοσιώνεται σε μιαν ενδελεχή, προσεκτική, και βαθειά έρευνα του θέματός της, αναζητά την αλήθεια της εκάστοτε ιστορίας πριν την ενδύσει με το πέπλο του μύθου. Ακολουθεί μια μέθοδο συλλογής, εκτίμησης, και ταξινόμησης του υλικού της, η οποία θα μπορούσε ως διαδικασία να ενοφθαλμίζει και την πιο απαιτητική ίσως στην υλοποίησή της, ερευνητικά έμπεδη, μελέτη. Εδώ όμως, το πρώτιστο κριτήριο, και παράλληλα μέτρο αξιολόγησης και επιλογής, δεν είναι η, στεγανής ακρίβειας, επιστημονικότητα, αλλά η, πολυειδούς διαύγειας, λογοτεχνικότητα. Αυτή η ερευνητική προεργασία γίνεται ένα από τα εδραία επίβαθρα του κάθε μυθιστορήματος της Δ. Παπαναστασοπούλου. Εκείνο που νοηματοδοτεί, που «πλαταίνει και πλουταίνει» κάθε φορά, σε κάθε βιβλίο τη γραφή της, είναι η ειλικρινής, δίχως συμβιβασμούς, στοχαστικά καλλιεργούμενη και, συνάμα, αυθόρμητα οικεία Τέχνη του Λόγου. Μια τέχνη που η συγγραφέας δείχνει να κατέχει τόσο με τον νου όσο και με την καρδιά, τόσο με το ειδικό βάρος της κάθε Λέξης, όσο και με την ανταύγεια, την απόχρωση, τη φωτοσκίαση της κάθε Έκφρασης.
Είναι μια αναμέτρηση, ριζικά βιωμένη κάθε φορά από τη δημιουργό, και βιούμενη από τον αναγνώστη. Ιστορία και Μύθος συνυφαίνονται. Άρρητη εσωτερικότητα και έκτυπη εξωστρέφεια συνυπάρχουν. Οι μορφές, τα πρόσωπα, προσλαμβάνουν μια ιδιαίτερη υπόσταση, όπως οι εικόνες, οι στιγμές, έχουν τους δικούς τους όρους και τα δικά τους όρια. Είναι αυτό το λογοτεχνικό «παλίμψηστο» που μοιάζει να τανύζει τα πλαίσια του μυθιστορηματικού είδους προς νέα σημεία αφηγηματικής και συναισθηματικής εκφραστικής. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η συγγραφέας, σε βιβλία της όπως «Στη Σκιά των Αιώνων» (αυτό το, κατά κάποιον τρόπο, Χρονικό της Ελληνικότητας όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο και τη ζωή του κεντρικού ήρωα), «Όταν σωπαίνει το Φως», δεν επιλέγει την εύκολη, εύπεπτη μέθοδο αναδιήγησης, δαψιλεύοντας ευφραντικές ψευδαισθήσεις που θωπεύουν ή γητεύουν τη ρηχή ηδυπάθεια μιας επιδερμικής αναγνωστικής εμπειρίας. Ακόμα και «όταν σωπαίνει το φως», το αφηγηματικό διακύβευμα μένει συνειδητά σαφές, αμφίδρομο, και κάποτε νοηματικά και δραματικά, «αμφίστομο» – μια αναμέτρηση του φωτός με τη σκιά, του εξαϋλωμένου με το γήινο, του νικητή με τον ηττημένο. Και με τον αναγνώστη ως δέκτη, αλλά και ως συμμετέχοντα.
Αποτολμώ έναν επίφοβο συλλογισμό στο σημείο αυτό, φέρνοντας στο νου μου την περίπτωση του Αλεξανδρινού. Στην Ποίηση του Καβάφη, κυρίως στα λεγόμενα και θεωρούμενα ως «ιστορικά», κατά το θεματικό τους έναυσμα, ποιήματά του, δίνεται με έναν τρόπο ανυπότακτης αρτιότητας η αρχετυπική αυτή σχέση. Ο καίρια σταθμισμένος συσχετισμός του ιστορικού γεγονότος, ως αφορμής, για τη δημιουργία του ποιητικού τεχνήματος που το περικλείει και τελικά το υποτάσσει, αναιρώντας ή συναιρώντας τις χρονικές του διαστάσεις κατά τη βούληση του Ποιητή. Και η μορφή, όπως και η γλώσσα του στίχου, συγκροτούν την τελείωση του ποιητικού κάθε φορά Οράματος. Η αφανής, κι ωστόσο αναμφίρηστη ως αναγνωστικό βίωμα, ισορροπία στην τέχνη, και στην τέχνη του λόγου ειδικότερα, είναι η μία, ίσως η πιο δυσπρόσιτη Στιγμή. Στιγμή που καταργεί το στίγμα και τους περι-ορισμούς του Χρόνου, τόσο στην αντικειμενική, όσο και στη μεταφορική του σημασία και λειτουργία.
Στα Μυθιστορήματά της, η Δ. Παπαναστασοπούλου επιλέγει να κινηθεί επέκεινα της γραμμικής εκδίπλωσης του χρόνου ως ροής. Υφαίνει την αφηγηματική μορφή σε αλλεπάλληλες διαβαθμίσεις χρονικές, ακόμα και σαν σε μια διελκυστίνδα, προκρίνοντας παράλληλες και χρονικά αντίρροπες πραγματώσεις. Σε μια ισορροπία όμως, που κάθε φορά συνέχει τα αντίθετα και ενέχει τη δύναμη να προβάλλει την πολυδιαστατικότητα του λογοτεχνικού της τρόπου, όπως αυτός μορφώνεται ως Κείμενο.
Είναι ένας βαθιά προσωπικός τρόπος γραφής που στοιχειοθετεί έναν νέο λογοτεχνικό Τρόπο, αφενός προσέγγισης του θέματος για τη συγγραφέα, αφετέρου της πρόσληψης του λογοτεχνήματος για τον αναγνώστη. Μια Συν-οδοιπορία των δύο, μια ίσως δημιουργική «συναυτουργία», όσον αφορά την τέχνη της γραφής και την τέχνη της ανάγνωσης. Τα Μυθιστορήματά της είναι μια κλήση στη δυνατότητα -και τη δυναμικότητα- της μετοχής ως επικοινωνίας, ως κοινωνούμενης Εμπειρίας.
Ως ένας από τους πολλούς αναγνώστες της συλλογίζομαι τώρα, μέσα στη νυχτερινή μοναξιά τούτης της δεκεμβριάτικης νύχτας, καθώς σιμώνουμε στην κόψη αλλαγής ενός ακόμα χρόνου, πως κάποια φορά, καθώς ήμουν σκυμμένος στις σελίδες του τελευταίου βιβλίου της, διακόπτοντας την ανάγνωση έφερα ενστικτωδώς στο νου μου τον στίχο από την «Έρημη Χώρα» του T.S.Eliot: “You! Hypocrite lecteur! – mon semblable, – mon fr\ere!” Ήταν και τότε, μια σιγηλή ώρα της νύχτας, που θα μπορούσε να έχει μες στη σιωπή της πολλή Ερημία. Είχε όμως εύλαλη την αναγνωστική μου γνωριμία με μία ακόμα λογοτεχνική της δημιουργία. Γιατί έχουν το δικό τους Νόημα καί η σιωπή καί οι λέξεις που ακούγονται μέσα σ’ αυτήν…
23 Δεκεμβρίου 2018,
Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, καθώς και του King’s College και Birkbeck College του Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. Παράλληλα, έχει σπουδάσει Πιάνο και Ανώτερα Θεωρητικά στην Αθήνα και στη Βιέννη. Ζει μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας και εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Το πρώτο βιβλίο με κείμενα ποίησης και πρόζας φέρει τον τίτλο «Δειλινές αποχρώσεις σ’ ένα δάκρυ. Αφορμές και αναβαθμοί μιας παλίνδρομης πορείας».
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr