Το παρόν δεν αποτελεί αποχαιρετιστήριο στον Γιάννη Καραχισαρίδη αλλά την αρχή της υπενθύμισης όσων έχει πει και έχει γράψει. Καθημερινά η Πόρτα θα επαναδημοσιεύει ένα από τα 179 άρθρα της Ενότητας που υπέγραφε “ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΑΝΕΠΙΚΑΙΡΑ” [Διαβάστε την Ενότητα του Γιάννη Καραχισαρίδη “ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΑΝΕΠΙΚΑΙΡΑ”]
Το 2010 ο πρώην Υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος στο πλαίσιο της προοπτικής συνενώσεως των ΔΗΠΕΘΕ είχε ζητήσει τις προτάσεις του Γιάννη Καραχισαρίδη (1955-2020) επί του θέματος τις οποίες είχε δημοσιεύσει η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Λίγο μετά στις 30 Μαΐου 2010 πραγματοποιήθηκε και η παρακάτω συνέντευξη (στο τέλος το ηχητικό αρχείο ο Γιάννης ακούγεται στο 24′:19”). Η συζήτησή μας είχε αφορμή τις δηλώσεις του στην εφημερίδα «Καθημερινή» σχετικά με τις συνενώσεις των 16 ΔΗΠΕΘΕ σε 6 Ανώνυμες Εταιρείες, που κατά την προσωπική του άποψη θα αποτελέσουν και το «κλειδί» για το μέλλον του Θεάτρου στην Ελλάδα από κρατικής πλευράς. Αξίζει να τονιστεί ότι εκτός από μακροβιότερος και επιτυχημένος καλλιτεχνικός Δ/ντης των ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και Κοζάνης, ο Γιάννης Καραχισαρίδης υπήρξε και ο Γενικός Διευθυντής τους Φεστιβάλ Αθηνών κατά την περίοδο που προόδευσε και το «Ήχος και Φώς» της Ρόδου. Εκτός από Σκηνοθεσία είχε σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Αθηνών και ως σκηνοθέτης είχε συνεργαστεί επιτυχημένα με σπουδαίους καλλιτέχνες της Ελλάδας και του εξωτερικού, όπως ήταν ο Ένιο Μορικόνε και ο Φράνκο Τζεφιρέλι.
Τζίνα Δαβιλά
Γιάννης Καραχισαρίδης: «Η σκέψη των συνενώσεων των ΔΗΠΕΘΕ είναι νομοτελειακή, προς τα κει οδηγούνται τα πράγματα» Συνέντευξη στον Παλμό 99.5 στις 30-5-2010
Τι πιστεύει για το κλείσιμο των ΔΗΠΕΘΕ (Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων):
«Πρέπει να πούμε καταρχήν ότι περίπου τέτοια εποχή πριν από 26 χρόνια η Μελίνα και οι συνεργάτες της ίδρυσαν τα πρώτα ΔΗΠΕΘΕ. Έχει περάσει από τότε ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να γίνει και ο απολογισμός τους. Πάρα πολλά σχόλια πράγματα ειπώνονται σχετικά με το τι θα γίνει με τα ΔΗΠΕΘΕ. Άλλοι λένε ότι πρέπει να κλείσουν, άλλοι ότι δεν επιχορηγούνται αρκετά… Όλα λοιπόν τα σχόλια γίνονται γύρω από αυτό το σκεπτικό. Ποτέ, όμως, δε σκεφτήκαμε τι χρειάζεται ώστε να πάρουν ένα καινούριο δρόμο δημιουργικό και αποτελεσματικό . Μην ξεχνάμε ότι είμαστε στον ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ, που όπως και στον ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ υπήρχαν πολλές συγκρούσεις σε τοπικό επίπεδο. Το νέο νομοσχέδιο είναι μια μορφή συνενώσεων . Είναι καιρός, λοιπόν, τα 16 ΔΗΠΕΘΕ να συνεργαστούν και θεσμικά, όχι μόνο μέσα από συμπαραγωγές, που ήδη σε όλη την Ελλάδα έχουν γίνει πάρα πολλές, όπως το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και της Βέροιας. Βέβαια, η Ρόδος έχει ένα μειονέκτημα, είναι απομονωμένη. Στην Ελλάδα όμως υπάρχουν και ΔΗΠΕΘΕ που απέχουν μόλις 60 χλμ το ένα από το άλλο. Άρα, λοιπόν, η σκέψη των συνενώσεων είναι νομοτελειακή, δεν είναι κάποια σπουδαία ή πρωτότυπη ιδέα, προς τα κει οδηγούνται τα πράγματα».
Για τις συνενώσεις των ΔΗΠΕΘΕ και το ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου:
«Η δική μου γνώμη είναι ανεξάρτητη από τη βούληση της Κυβέρνησης και ουσιαστικά του Υπουργού Πολιτισμού που θα μας δείξει το δρόμο. Το Αιγαίο είναι ένας πυρήνας πολιτισμού που πρέπει πραγματικά κάποιος να το δει συνολικά. Τι σημαίνει τώρα η συνεργασία νησιών που απέχουν ακτοπλοϊκά αρκετά και ειδικά το χειμώνα; Αυτό είναι κάτι που κάποιος πρέπει να το δει ειδικά για το Αιγαίο. Ίσως θέλει μια συνολική ματιά για το πώς θα αναπτυχθεί όλο το σύμπλεγμα και εγω δεν είμαι αρμόδιος για τα Δωδεκάνησα. Το Αιγαίο είμαι μια περίπτωση που πρέπει κάποιος να τη δει ανεξάρτητα από τα ΔΗΠΕΘΕ. Το αντίθετο συμβαίνει στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου κάτι τέτοιο είναι πολύ ώριμο για να συμβεί από τη στιγμή που ανάλογες κινήσεις έχουν ήδη γίνει και έχουν αποδώσει».
Για το πότε ένα ΔΗΠΕΘΕ λειτουργεί παραγωγικά:
«Γενικά η δική μου σκέψη βάσει των δεδομένων και των συγκυριών που υπάρχουν, είναι ότι το κράτος πρέπει να μειώσει τις επιχορηγήσεις του, όπως μειώνει παντού. Δεν μπορούμε να ζούμε σ’ένα γυάλινο κόσμο. Ήδη το υπουργείο Πολιτισμού έχει κάνει περικοπές στις επιχορηγήσεις των ΔΗΠΕΘΕ κατά 15%. Αυτό δε σημαίνει ότι το Υπουργείο ξαφνικά περιφρονεί τα ΔΗΠΕΘΕ. Βρισκόμαστε σε σύγχρονη οικονομική συγκυρία. Συνεπώς, όλο το σκεπτικό πρέπει να ειδωθεί σε σχέση και με τα οικονομικά. Μελετήσαμε ότι, αν οι παραγωγές που γίνονται σε Βέροια και Κοζάνη λόγου χάρη, όπου έχω δραστηριοποιηθεί και εγώ, παρουσιάζονται και στις δύο πόλεις, αυτόματα και οι δύο πόλεις έχουν ένα πλήρες πρόγραμμα, όμως το κόστος είναι στο μισό. Αντί λοιπόν να κάνουμε ως ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης 4 παραγωγές και το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας άλλες 4, σύνολο 8, αποφασίσαμε και το έχουμε δοκιμάσει ήδη στην πράξη, η οποία και απέδωσε. Παίζουν οι παραγωγές το μισό χειμώνα στη Βέροια και τον άλλο μισό στην Κοζάνη. Αυτό μας έδωσε εξοικονόμηση σε χρήματα. Πρέπει να σκεπτόμαστε και προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι σαφές ότι τα 16 ΔΗΠΕΘΕ είναι πολλά αυτή τη στιγμή. Και είναι αδύνατο να φτάσουν σε ένα επίπεδο παραγωγικότητας όλα. Αν παρατηρήσει κάποιος πώς λειτούργησαν την τελευταία δεκαετία, θα διαπιστώσει ότι άλλα έχουν ανάπτυξη σε κάποια χρονική στιγμή και άλλα έχουν κάποια υποβάθμιση σε κάποια χρονική στιγμή, ανάλογα βέβαια και από το ποιοι τα διοικούν γιατί και αυτό αλλάζει . Παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε δει σε καμία χρονική στιγμή 16 ΔΗΠΕΘΕ σε φουλ παραγωγικότητα. Δεν έχει υπάρξει κάτι τέτοιο».
Για τα χαρακτηριστικά ενός ικανού καλλιτεχνικού διευθυντή ΔΗΠΕΘΕ:
«Δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να συγκεντρώνει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής είναι δύσκολο να βρεθούν. Καταρχήν πρέπει να είναι και καλλιτέχνης στον τομέα του Θεάτρου ( σκηνογράφος, σκηνοθέτης, ηθοποιός), αλλά και μάνατζερ. Δυστυχώς, αυτά είναι δύο πράγματα που σύμφωνα με τη νοοτροπία που έχουμε χτισθεί στην Ελλάδα είναι αντίθετα. Την οικονομική διαχείριση και την Τέχνη στην Ελλάδα έχουμε πετύχει να τα διαχωρίσουμε. Έτσι λοιπόν ο καλλιτέχνης λέει εγώ δεν ασχολούμαι με τα οικονομικά, να ασχοληθούν οι τεχνοκράτες. Ο τεχνοκράτης λέει, εμένα δε με ενδιαφέρει αν ο σκηνοθέτης θέλει συγκεκριμένο σκηνικό, αυτά τα λεφτά διαθέτω και με αυτά θα φτιάξει το σκηνικό του. Αυτός ο διαχωρισμός που είναι ελληνικό φαινόμενο – στην Ευρώπη και στην Αμερική δεν ισχύσει κάτι τέτοιο- οδηγεί ακριβώς σε αυτή τη δυσκολία και τη δυσπραγία πολλών ΔΗΠΕΘΕ. Όταν ένα ΔΗΠΕΘΕ συσσωρεύει χρέη, κάποια στιγμή θα χτυπήσει καμπανάκι. Δε θα μπορέσει να συνεχίσει …και θα ξεκινήσει να δεί πού θα βρει λεφτά κλπ. Αρά δύο είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένα καλλιτεχνικός διευθυντής: καλλιτεχνική επάρκεια και ουσιαστική οικονομική γνώση, γνώση management, ικανότητα διοίκησης. Δυστυχώς, ο ρόλος αυτός γίνεται διττός, δηλαδή συνήθως, υπάρχει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που ασχολείται με τα των δραστηριοτήτων και κάποιος άλλος μέσα από τον εκάστοτε Δήμο, που ασχολείται με τα οικονομικά. Είναι λάθος να απαντά ο καλλιτεχνικός διευθυντής ΔΗΠΕΘΕ “δεν ξέρω τι χρήματα χρωστώ, πρέπει να ρωτήσω”».
Για ηθοποιούς που δεν εργάζονται:
«Πάντα λέω στους ηθοποιούς που συναναστρέφομαι ή γνωρίζω, να είναι έτοιμοι να αλλάξουν επάγγελμα κάποια στιγμή στη ζωή τους, αν δε ριζώσουν σε αυτό το επάγγελμα. Είναι αδύνατο με την παραγωγή ηθοποιών που υπάρχει κάθε χρόνο από τον τόσο μεγάλο αριθμό δραματικών σχολών, όλοι οι ηθοποιοί να έχουν εργασία, αληθινή εργασία, όχι τζάμπα, όπως κάνουν πολλές ομάδες που δεν αμείβονται. Και σε αυτή την εργασία υπάρχουν οι νόμοι της αγοράς. Αν υπάρχουν 10.000 ηθοποιοί και οι προσφορά εργασίας είναι μικρότερη, επιβάλλεται κάποιος να είναι έτοιμος για να κάνει κάτι άλλο. Εμένα δε με τρομάζει η ανεργία, ούτε των ηθοποιών, ούτε των σκηνοθετών, ούτε των σκηνογράφων. Ο καθένας πρέπει να παίρνει τα μέτρα του, να ξέρει σε ποιο επάγγελμα μπαίνει, αν το δει ως επάγγελμα. Αν το δει σαν όνειρο, σαν όραμα, ας προχωρήσει και όσο αντέξει. Και τα όνειρα και τα οράματα κάποια στιγμή εκπίπτουν».
Για το τι πρέπει να έχει ερμηνεύσει ένας ηθοποιός για να θεωρείται άξιος:
«Δεν είναι τόσο τι πρέπει να έχει ερμηνεύσει, όσο το να βρίσκεται στο επάγγελμα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δηλαδή να μπορεί να βρίσκει εργασία ασχέτως, αν θα ερμηνεύει τον Άμλετ ή ένα μικρότερο ρόλο. Το θέμα είναι να είναι στη ζήτηση, να ζητιούνται οι καλλιτεχνικές του υπηρεσίες. Αν αυτό το πετύχει κάποιος ηθοποιός για 10-15-20 χρόνια, τότε είναι στο επάγγελμα».
Για το πώς επιλέγει τις συνεργασίες του:
«Περιμένω να έρθει η κατάλληλη χρονική στιγμή για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να υπάρχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ας πούμε, «Ο Δον Κιχώτης» με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Κιμούλη και Δημήτρη Πιατά που παρουσιάσαμε ως ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης το 2009 και κάναμε και περιοδείες σ’ όλη την Ελλάδα, ήταν κάτι που είχαμε συζητήσει πριν από μια 10ετία και περιμέναμε να γεράσουν και οι δύο τους για να είναι κατάλληλοι για τους ρόλους τους. Από εκεί και πέρα ο καθένας πρέπει να κάνει ένα όνειρο και αν δεν του βγει δε χάλασε και ο κόσμος. Πρέπει να παλεύει όχι αδιάφορα αλλά με πάθος για αυτό. Όταν είπαμε το 2009 ότι θα κάνουμε τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, το κάναμε. Αλλά αυτό κουφόβραζε από τον περασμένο αιώνα. Από κει και πέρα για να επιλέξεις ένα ηθοποιό υπάρχουν δύο κανόνες: να νομίζεις εσύ ότι ταιριάζει αυτός ο ηθοποιός με το ρόλο και να υπάρχει ένας δίαυλος επικοινωνίας και συνεννόησης με τον ηθοποιό. Το Θέατρο είναι μια ζωντανή υπόθεση, έχει μεγάλη σημασία να μπορείς να επικοινωνήσεις με κάποιο ηθοποιό. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί σκηνοθέτες εμμένουν σε ηθοποιούς ίδιου κύκλου. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι μόνο κατάλληλος για το έργο, είναι και κατάλληλος για τη συνεργασία».
Για τη φήμη ότι οι ηθοποιοί είναι δύσκολα παιδιά:
«Νομίζω ότι είναι σαν όλους τους ανθρώπους. Έχουν φτιάξει ένα μύθο σχετικά με τους καλλιτέχνες. Οι άνθρωποι είναι γοητευτικοί γιατί υπάρχει ποικιλία χαρακτήρων. Αν κάποιος για λόγους εγωισμού θέλει να είναι οι άλλοι κατ’εικόνα και ομοίωση του, είναι άλλο θέμα».
Για τα εργαστήρια που επιβάλλεται να υπάρχουν σ’ένα ΔΗΠΕΘΕ:
«Καταρχήν από παλιά έχω διαφωνήσει με πολλούς συνάδελφους μου που ήθελαν να κάνουν δραματικές σχολές στην έδρα των ΔΗΠΕΘΕ. Δεν πάσχει η Ελλάδα από δραματικές σχολές. Στο θέμα, λοιπόν, της επίσημης εκπαίδευσης των ηθοποιών είμαι κάθετος ότι δεν πρέπει να ασχοληθούν με αυτό. Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση στην περιφέρεια τους, έχει μεγάλη σημασία – πάντα με σωστά μέτρα – να δώσουν πράγματα σε αυτούς που ασχολούνται ερασιτεχνικά με το θέατρο, πάντα υπενθυμίζοντας τους ότι η όποια ενασχόλησή τους με το θέατρο δεν θα τους καταστήσει επαγγελματίες. Άρα, τα εργαστήρια που μπορεί κάποιος να κάνει με ερασιτέχνες ηθοποιούς είναι πολλών ειδών και μπορεί να εισαγάγει πολλά πράγματα, μιας και το θέατρο είναι μια σύνθετη τέχνη που περιλαμβάνει υποκριτική, ηθοποιία, χορό, σκηνογραφία. Προς Θεού, όμως, όχι επαγγελματισμός, όχι δραματικές σχολές. Καμιά φορά οι άνθρωποι αρέσκονται να ασκούν την εξουσία σε νεώτερους ή θέλουν να αποκαλούνται δάσκαλοι. Αυτή η τάση ανθρώπων και μάλιστα καλλιτεχνών οδηγεί στην παραγωγή σημάτων και όχι ηθοποιών».
Για το Θέατρο στην Ελλάδα:
«Τα τελευταία 10 χρόνια έφτασε σε μια υπερπροσφορά, αν σκεφτεί κανείς πόσες παραστάσεις παίχτηκαν το 1980 και πέρυσι. Αυτό έχει να κάνει και με την υπερπροσφορά καλλιτεχνικού δυναμικού που πρέπει να βρει μια διέξοδο. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου αυτή η αγορά να ισορροπήσει κάπως, δηλαδή η υπερπαραγωγικότητα θα πέσει εκ των πραγμάτων. Όχι λόγω κοινού το οποίο έχει αυξηθεί με τρομακτικούς ρυθμούς και αναφέρω τα στατιστικά στοιχεία που λένε ότι πέρυσι κόπηκαν 3.500.000 εισιτήρια. Η παραγωγικότητα, λοιπόν, θα φθίνει και θα φτάσει στα επίπεδα που αντιστοιχούν στη χώρα μας».
Με αφορμή ότι το ΔΝΤ στην Αργεντινή έδωσε ώθηση σε πολλούς στις τέχνες και δη στο Θέατρο-Για τους νέους ανθρώπους και την ανεργία:
«Αυτός είναι ένας μύθος, πραγματικά, που καλλιεργείται και λέει ότι οι άνθρωποι στις δεινές εποχές ασχολούνται με την Τέχνη. Δε νομίζω ότι αποτελεί κανόνα. Η Τέχνη για μένα πρέπει να ασχολείται και να καταπιάνεται με τη ζωή των ανθρώπων , με τις δυσκολίες, τα πράγματα που εξελίσσονται., με την πραγματικότητα, η οποία πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το ασφαλιστικό ή με το τι μισθούς παίρνουμε. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαστε μόνο με αυτά τα πράγματα και καθόλου με την ουσία της ζωής.
Είναι ανεξάρτητη η Τέχνη από το ΔΝΤ. Πολλές φορές τσακώνομαι όταν λέω ότι το ΔΝΤ είναι θετική εξέλιξη και ήρθε για να βάλει ένα φρένο και να σταματήσει την ασυδοσία της καθημερινότητας. Έχουμε μάθει όλοι να φορτώνουμε στους πολιτικούς και στην πλουτοκρατία όλα τα βάρη που σηκώνουμε σήμερα, χωρίς να σκεφτόμαστε τις ευθύνες του λαού. Είναι αλήθεια ότι είχαμε μάθει να ζούμε με δανεικά, δεν μπορούμε όμως να ζούμε με δανεικά μια ζωή. Δεν μπορούμε να ζητάμε κεκτημένα δικαιώματα τα οποία πολλές φορές είναι και αστεία. Δεν μπορεί η εργατικότητα να είναι κάτι που θέλουμε να την αποφεύγουμε. Δηλαδή στόχος μας ως κοινωνία και άνθρωποι είναι να παίρνουμε στα 50 και 55 σύνταξη; Προσωπικά θέλω να πεθάνω εργαζόμενος, δε θέλω να βγω ποτέ στη σύνταξη. Τι είναι η ζωή τελικά; Να κάνουμε διακοπές; Αυτή είναι μια νοοτροπία που χτίστηκε πετραδάκι-πετραδάκι και τώρα με το ΔΝΤ θα αναγκαστούμε να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και να αναζητήσουμε ευκαιρίες στη ζωή μας και να δούμε δυνατότητες που είχαμε και τις αποκοιμίζαμε βάσει της νοοτροπίας να έχουμε μια σταθερή δουλειά, ένα σταθερό γραφείο, να μας παρέχει τα πάντα το κράτος και να είμαστε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Μάθαμε τους νέους ανθρώπους να μη ζουν και να στοχεύουν μόνο στη σύνταξη. Είμαι υπέρ της ανεργίας των νέων, διότι τους δίνεται η ευκαιρία να ψαχτούν. Το ίδιο δεν κάναμε και μεις; Ψαχτήκαμε. Δεν καταλαβαίνω γιατί ένας νέος με το που θα τελειώσει τις σπουδές του, θα πρέπει να έχει και την καρέκλα του. Δεν καταλαβαίνω γιατί η ασφάλεια μας έχει υψωθεί σε κλειδί της ζωής. Λέμε οι άνεργοι νέοι και η γενιά των 700 ευρώ. Μα και μεις το 80 ήμασταν η γενιά των 700 ευρώ, τώρα όμως δε συνεχίζουμε να παίρνουμε 700 ευρώ. Και δεν καταλαβαίνω γιατί ο νέος πρέπει να είναι πλούσιος…Αν κάποιος με το που βγαίνει από το πανεπιστήμιο παίρνει 3000 ευρώ για ποιο πράγμα θα έχει να παλέψει στη ζωή του; Η ανεργία είναι για εκείνους που δε θέλουν να βρουν δουλειά. Αν παρατηρήσουμε λίγο τη ζωή αυτό θα διαπιστώσουμε».
Ευχή:
«Να μην επαναπαυόμαστε, ακόμα και όταν τα πράγματα είναι ήσυχα, κάπου υπάρχει ένα φως που αξίζει να το γνωρίσουμε».
Γιάννης Καραχισαρίδης: ανατρεπτικός, οξύνους, αυθεντικός, εργατικός με ικανότητα διείσδυσης στα θεατρικά πράγματα και δεινότητα καλλιτεχνικής και διοικητικής διαχείρισής τους.
30-5-2010