Με τέτοια αποπνικτική ατμόσφαιρα εξ αιτίας ενός άρρωστου νοτιά να τρυπάει από παντού πήρα τη φωτογραφική κάνοντας μια βόλτα στην πόλη με τα κατεβασμένα ρολά των καταστημάτων και τις εφημερίδες να κρέμονται μουσκεμένες στα περίπτερα. Ανθρώπου φωνή σπάνια ακούω, δυο γατιά παίζουν στον ήλιο εκμεταλλευόμενα ίσως τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου καθότι το απόγευμα βιάζεται να μας αποχαιρετήσει. Στα τριακόσια μέτρα μπροστά από το παλαιό δημαρχείο και προς την πλευρά της πλατείας με τις άδειες καφετέριες, εκεί τον είδα ξαπλωμένο πάνω σε ένα παγκάκι και την πραμάτεια του μέσα σε ένα καρότσι σούπερ μάρκετ τοποθετημένη. Ήταν άλλος ένας άστεγος, μία ακόμη παράπλευρη απώλεια της ζωής. Γύρω στα πενήντα, με τζιν και κοντομάνικο πουκάμισο. Πλησίασα. ‘’ Όχι άλλες φωτογραφίες αδερφέ’’, τον άκουσα να φωνάζει. Μα εγώ δεν είχα πρόθεση να τραβήξω φωτογραφία ή μήπως είχα και δεν το ήξερα. Σκύβοντας το κεφάλι αποχώρησα. Αργότερα καθ’οδόν με πλημμύρισαν σκέψεις γι’ αυτόν τον τρόπο εδώ και χρόνια που μας έγινε συνήθεια πλέον του ζην και του πάσχειν.
Και τι μπορούμε τάχα εμείς να κάνουμε μπροστά σε μια τέτοια συμπύκνωση ψυχικής και κοινωνικής οδύνης; Να τον πάρουμε από εκεί για να μη χαλάει τη μόστρα της κοινωνίας ή να τον παραδώσουμε ως βορά στα μέσα του τηλεοπτικού και φιλοθεάμονος κοινού; Να καθίσουμε και ν΄ αφουγκραστούμε τις σκέψεις του μέσα από τα χαρτόκουτα και τα πλαστικά του σκεπάσματα σε καιρούς μελαγχολικούς και ανοίκειους εκφράζοντας στο τέλος τη λύπη μας για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κάθε άστεγος αποτραβώντας το βλέμμα μας από τις ευθύνες της πολιτείας που τον ενέταξαν εκεί, και οι οποίες ευθύνες είναι και οι μεγαλύτερες για την κατάντια ενός μεγάλου κοινωνικού κομματιού; Ανάγκη είναι εδώ και τώρα να μπούμε στις σκέψεις αυτών των συνανθρώπων μας και να τους συναισθανθούμε. Να μελαγχολήσουμε για πολλά που στερούνται έχοντες όμως κατά νου ότι δεν θα είναι και οι τελευταίοι σε μια κατάσταση που δεν ξέρουμε πόσο ακόμα θα διαρκέσει. Τη μελαγχολία δεν πρέπει να την εξορίσουμε, η μελαγχολία είναι εκεί για να μας βάλει να στοιχηματίσουμε στην έκπληξη, σε κάτι δηλαδή που μας φαίνεται ανυπέρβλητο να επιτευχθεί αλλά στην ουσία δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο μπροστά στο πείσμα για ζωή και αξιοπρέπεια.
Και παλαιότερα υπήρξαν άστεγοι θα αντιπροτείνει κάποιος, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Σύμφωνοι, αλλά τότε είχαμε τους άστεγους αλκοολικούς, τους άστεγους των ουσιών. Τώρα άστεγος κατάντησε και ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας, ο γείτονας και ο φίλος οι οποίοι, από όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε δεν έφταιξαν σε κάτι παίρνοντας ένα δάνειο να στεγάσουν τα όνειρά τους, να επεκτείνουν την επιχείρησή τους πληρώνοντας αδρά στο κράτος εισφορές και πανωτόκια. Γι αυτό λοιπόν ανθρώπινα να δούμε τα πράγματα και να σταθούμε εμπρός στην εικόνα της εξαθλίωσης χωρίς στιγμή να τραβήξουμε το βλέμμα από πάνω της αλλά και ούτε να την συνηθίσουμε φυσικά. Έτσι που οι πιο ανθεκτικοί και τολμηροί να στηρίξουν τους πιο παραιτημένους, τους πιο κατατρεγμένους και αναξιοπαθούντες της κοινωνίας. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι έναν φανταστικό πίνακα ζωγραφικής με όλες τις αποτυπώσεις της κοινωνίας να αναπαράγονται μέσα από αυτόν: τους συγγραφείς και άστεγους και φοιτητές αντάμα, πολίτες με τους ποιητές στο ίδιο κάδρο όπου ο καθείς να παίρνει τη θέση που του αξίζει. Βλέπω τα χρώματα ρευστά, έτσι που να μη προλαβαίνουν να παγώσουν την εικόνα και τη σκέψη μας και να μείνουμε αναλφάβητοι της μελαγχολίας, αλλά με τα χέρια μας ιδρωμένα καθώς είναι να παλεύουν υψωμένα προκειμένου να κάνουμε τα ‘’στοιχειά, στιχάκια’’.