Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ασίγαστα πάθη κάποτε αλλά και μόνιμοι, κοινωνικοί στιγματισμοί, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Τον Melih, μου τον συνέστησαν για έναν από τους καλύτερους βαφείς χρωμάτων σπιτιών. Αν και Τούρκος στην καταγωγή – εμένα καθόλου δεν με πειράζει αυτό, ελπίζω πάντως να γνωρίζει και το τραγούδι ‘Σήκω χόρεψε κουκλί μου’ που έχει κάνει γνωστό και στην πατρίδα του η Γλυκερία μαζί με τον Omar-Faruk Tekbilek και να το τραγουδούμε κατά τις εργασίες – τίποτα δεν έχουμε να χωρίσουμε εξ άλλου, ίσα- ίσα που πριν αναλάβει την ανακαίνιση του σπιτιού βγαίνοντας ένα βράδυ να τον κεράσουμε μια πίτσα (Ιταλική) capricciosa που συχνά άκουγε και πάντα ήθελε να την δοκιμάσει…, τόσο λέει μας συμπάθησε ως Έλληνες όπου κάποια στιγμή όταν συγκεντρώσει χρήματα και όταν τα πολιτικά πράγματα του το επιτρέψουν, επιθυμεί να μας ξεναγήσει οικογενειακώς στα βάθη της Ανατολίας, στο σπιτικό του (από εκεί κατάγεται), γνωρίζοντας μας ‘πρωτόγνωρες και έξω από κάθε λογική καταστάσεις’ όπως στο αυτί μου είπε, ντρεπόμενος την Μάριον και τους γύρω του.

Για να τον ενθαρρύνω, (αμβλύνοντάς του και την φοβία που τον διακατέχει, κι αυτό το εκδηλώνει με το συνεχές ανεβοκατέβασμα των βλεφάρων του, κάτι που του αφαιρεί εξ άλλου κι από την όντως αρρενωπή του παρουσία), ευθέως τον ρώτησα να μου πει επιγραμματικά ποιες είναι περίπου αυτές οι ‘πρωτόγνωρες και έξω από κάθε λογική καταστάσεις’ που μου προανέφερε τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας με την μπίρα. Στην αρχή δίστασε, αργότερα ακολουθώντας το ένα ποτήρι πάνω στο άλλο, άρχισε να ‘λύνεται’ η γλώσσα του και μου είπε να κάνω όρκο να μη το πω παραέξω. Συμφωνήσαμε και ο Melih μου λέει: ‘ Όταν ο αδελφός μου που μένει εκεί, στην Ανατολία και είναι παντρεμένος, όταν έφθασε η ώρα να κάνει παιδί έπρεπε εγώ να πάω – σαν μεγαλύτερος αδελφός που είμαι – για να εγκρίνω αυτή του την πράξη καθώς και πριν παντρευτεί ξανά εμένα συμβουλεύτηκε να δώσω το o.k. Έτσι συνηθίζεται στην πατρίδα μου, στα χώματά μου. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε στο σπίτι, κατά τις εργασίες…’.

Ομολογουμένως, εξεπλάγην. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Αργότερα κι ενώ αποχωριστήκαμε κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του για το σπίτι του, με την υπόσχεση ότι κάποια στιγμή να τον ειδοποιήσω όταν η θερμοκρασίες ανέβουν και η ομίχλη ‘εξαφανιστεί’, γεννήθηκαν στο μυαλό μου εικόνες και από την δική μου την πατρίδα, την Ελλάδα και συγκεκριμένα τα μέρη μου που είναι ορεινά και όμορφα κακοτράχαλα και δύσβατα σε πολλά σημεία. Συγκρίνοντας όμως τις εικόνες που μου παρέθεσε ο Melih με αυτές που εκεί γύρω στα 1960 επικρατούσαν και στην περιοχή μου, και βεβαίως καμία ταύτιση δεν υπάρχει, έχουν όμως μερικά στοιχεία τα οποία ξεφεύγουν από την ‘ομαλότητα’, εναγόμενα δε σε καιρούς όπου η γυναίκα, το θηλυκό με πολλές ‘αμαρτίες’  και απομεινάρια πολύ παλαιότερων νοοτροπιών βαρυνόταν, κουβαλώντας στην πλάτη του ακόμη κι ως το θάνατο την κοινωνική ντροπή, επειδή έτυχε κατά τον γάμο της να μην είναι ‘Εντάξει’. Υπόψη ότι ο γάμος είτε για κορίτσι επρόκειτο είτε για γυναίκα οι οποίοι περνούσαν κάποιο ηλικιακό όριο και έμεναν ανύπαντροι, για τα πιστεύω του χωριού και της γύρω περιοχής αποτελούσε στίγμα μελανό. Εάν δεν τύχαινε το μοιραίο (και το φυσικό εξ άλλου) γεγονός πολύ σπάνιο διότι οι έξοδοι, οι παρέες, οι φιλίες, οι γνωριμίες ήταν κατακριτέες, τότε εκείνο που απέμενε προκειμένου δυο άνθρωποι να συνενωθούν, να ζήσουν την ζωή και τον έρωτά τους ανοίγοντας το σπιτικό τους – αν και στον δρόμο ή σε κάποιο φιλικό τους σπίτι συναντιόνταν και το φυλλοκάρδι του ενός παλλόταν για τον άλλο – έπρεπε να μεσολαβήσει το προξενιό, να μιλήσουν οι μεγαλύτεροι για την ζωή τους (περίπτωση του Melih που έπρεπε να παραβρεθεί κοντά στον παντρεμένο αδελφό του για να του δώσει το o.k. προκειμένου να έρθει σε επαφή με την νύφη του…) για το ποια περιουσία είχε η κοπέλα, πόσα πρόβατα θα τις έδινε ο πατέρας της, πόσα βουβάλια και ελιές για να καθοριζόταν δηλαδή η τιμή της και ύστερα ν’ ακολουθούσε ο γάμος. Τα συναισθήματα τοποθετούνταν στο τελευταίο ζύγι του κανταριού.

Εν πάση περιπτώσει πάντως, όταν όλα κανονίζονταν και συνεφωνούντο δίνοντας τα χέρια οι ‘γνώστες’ και ‘διαπραγματευτές’ με τους γονείς, οριζόταν και η ημέρα κατά την οποία τα προικιά της νύφης φορτωμένα σε άλογα μεταφέρονταν στο σπίτι του γαμπρού συνοδεία οργάνων. Το μυστήριο του γάμου δεν θα έπρεπε να απέχει και πολλές ημέρες από εκείνη που το σπίτι του γαμπρού στολίστηκε, ετοιμάστηκε και ανέμενε τους νεόνυμφους. Η νύφη πήγαινε στην εκκλησιά καβάλα στο άλογο, καβάλα  και επέστρεφε. Υποχρέωσή της με το που έφθανε στο σπίτι του γαμπρού πριν ξεπεζέψει έπρεπε να κόψει ένα καρβέλι ψωμί – την λεγόμενη πίτα – επί της κεφαλής της σε τρία κομμάτια τα οποία πετούσε σε τρία σημεία επί της σκεπής του σπιτιού ‘για το καλό’, πίνοντας και ένα ποτήρι κρασί στην υγειά των παρευρισκόμενων. Ακολούθως κατέβαινε από το άλογο ασπαζόμενη τα χέρια των πεθερικών και καθότι η ώρα ήταν προχωρημένη έπρεπε να οδηγηθεί σε φιλικό σπίτι όπου ήταν στρωμένο κρεβάτι από την προηγούμενη ημέρα για να κοιμηθεί, ενώ το γλέντι συνεχιζόταν. Μετά την πρώτη επαφή μεταξύ του ανδρόγυνου κι ενώ η νύφη ήταν ‘ Εντάξει’, ήταν ‘Παρθένος’ δηλαδή, ο γαμπρός άνοιγε το παράθυρο ρίχνοντας μια τουφεκιά στον αέρα. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν η αναγγελία του γεγονότος, αναδεικνυόταν δηλαδή η αξιοσύνη της νύφης. Η μάννα του γαμπρού περιχαρής έτρεχε, έπαιρνε το εσώρουχο της νύφης, το τοποθετούσε αιματωμένο καθώς ήταν μέσα σε κάνιστρο και το περιέφερε σε όλους που γλεντούσαν προκειμένου να διαπιστώσουν κι αυτοί ότι η νύφη ήταν ‘Εντάξει’, ήταν δηλαδή αγνή. Το γλέντι συνεχιζόταν ως το πρωί όπου η νύφη συνοδεία όλων και με γλέντια προοριζόταν ως το πηγάδι. Εκεί θα έπρεπε να βγάλει νερό, να κεράσει με τις κούπες την πεθερά, τον πεθερό και εν συνεχεία να πλύνει τρόπον τινά ένα ρούχο, ένδειξη ότι είναι και νοικοκυρά.

Επιστρέφοντας μετά το καινούργιο γλέντι που είχε στηθεί πέριξ του πηγαδιού ξανά στο χωριό, βάδιζε προς το σπίτι του γαμπρού στο οποίο η πεθερά επί της εξώπορτας είχε τοποθετήσει ένα σίδερο για να το πατήσουν τα νιογάμπρια σε ένδειξη πολύχρονης και υγιούς ζωής, κερνώντας τα μέλι και καρύδια.

Όλοι βέβαια οι γάμοι δεν είχαν και αίσιον τέλος. Στην περίπτωση που τύγχανε ούτε τουφεκιά να ακουστεί εκ μέρους του γαμπρού δηλώνοντας δηλαδή ότι η νύφη ήταν ‘Σκάρτη’, τότε τα γλέντια σταματούσαν επιτόπου, η πεθερά εξαφανιζόταν από την ‘Λάθος’ επιλογή του γιού της-γαμπρού και η νύφη σε γαϊδούρι τώρα ανάποδα καβάλα έπαιρνε την επιστροφή με το κεφάλι κατεβασμένο για το σπίτι της με την ειρωνική φράση να επαναλαμβάνεται καθόλη τη διαδρομή: ‘Συμπέθερε, το κορίτσι που μας δώσατε, ήταν τρύπιο’…

Ευτυχώς που αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα συνέβαιναν 60 χρόνια πίσω (πιτσιρικάς εγώ)κι έκτοτε έχουν εκλείψει παντελώς. Τη ζημιά όμως, την ψυχολογική φθορά και το πάγωμα σε αρκετές τρυφερές υπάρξεις με άγνωστη έκβαση των ζωών τους, ουδείς γνωρίζει σε ποιο βαθμό τις έχουν καθηλώσει.

Melih, όταν έρθεις να βάψεις το σπίτι, προτείνω να κάνουμε μια κουβέντα πρωτύτερα, όχι για τη δουλειά σου στην οποία είσαι άριστος, αλλά για την πατρίδα σου λεβέντη μου και την νοοτροπία που μάλλον σου έχει επιβληθεί  και δεν σου δόθηκε η ευκαιρία να την ξεπλύνεις μια για πάντα από πάνω σου. Τότε και με αυτή την  προϋποθέση (προς το παρόν) το ξανά σκεφτόμαστε για Ανατολία αγόρι μου…          

SHARE
RELATED POSTS
Πίσω από έναν φεγγίτη, του Δημήτρη Κατσούλα
Δημήτρης Κατσούλας
Αυτός ο κόσμος, ο άλλος, του Δημήτρη Κατσούλα
Χρόνια πολλά, Μαμά!, της Ματίνας Ράπτη Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.