Φωτογραφία: Silvia • Deutschland
Στα χωριά, τις συναντάς συνήθως έξω από αυλές γερμένες στη μεσοτοιχία να κουβεντιάζουν με τη γειτόνισσα ανταλλάσσοντας ακόμη και φαγητά κάτω από τις ποδιές τους ή τα απογεύματα να γυρνούν από τα κοιμητήρια μαυροφορεμένες, συνήθως Σάββατα. Άλλες φορές – συνήθως τις πρώτες μέρες κάθε μήνα που παίρνουν τη σύνταξή τους – σου κάνουν παρέα στο πρωινό λεωφορείο για την πόλη πηγαίνοντας να αγοράσουν τα απαραίτητα για τον μήνα ψώνια. Οι περισσότερες έχουν μαλλιά λευκά σαν το βαμβάκι, άλλες τα έχουν βαμμένα μωβ ή μπλε γαλάζιο ένδειξη ότι δεν τους πέτυχε η βαφή χωρίς αυτό να τις νοιάζει και τόσο. Άλλες φορούν γυαλιά τεράστια για να μη βλέπουν τις ασχήμιες της κοινωνίας και πικραίνονται ή θυμώνουν κι άλλες ποτέ δεν κάλυψαν τα μάτια τους τα μελαγχολικά. Κάποιες είναι έντονα βαμμένες, οι περισσότερες όμως δεν δέχτηκαν σκιά να καλύψει από γεννησιμιού τους τα πρόσωπά τους. Μερικές είναι ντυμένες δυσανάλογα με τα χρόνια που κουβαλούν στην πλάτη τους κι άλλες προτιμούν την διακριτική ένδυση θέτοντας έτσι ένα φρενάρισμα στους καιρούς που απαιτούν τη μόδα, ανεξαρτήτου ηλικίας.
Κι έτσι, όπως είναι όλες είτε σε μεταφορικά μέσα καθήμενες είτε όρθιες αναμένοντας τη σειρά τους σε δημόσιες υπηρεσίες, αρχίζω να παρατηρώ τα χέρια τους. Πάντα αρχίζω από τα χέρια γιατί έτσι όπως είναι ακουμπισμένα πάνω στην ποδιά τους μου μαρτυρούν έναν πόνο, ένα παράπονο, μια παραίτηση αυτά τα χέρια. Μετά παρατηρώ τα πρόσωπά τους εστιάζοντας στα ζυγωματικά και επικεντρώνομαι στα μάτια τους. Αναρωτιέμαι: γερνούν άραγε ποτέ τα μάτια; Κάπου διάβασα ότι ο χρόνος δεν τα αφήνει ούτε αυτά ανέπαφα, αλλά με σιγουριά δεν μπορώ να πω. Ναι, μπορεί ο χρόνος να αφήνει τα αποτυπώματά του επάνω τους αλλά τι γίνεται όμως με το βλέμμα και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας; Νομίζω ότι με τα μάτια των παππούδων τα πράγματα είναι πιο καθαρά, πιο ευδιάκριτα. Έχω παρατηρήσει ότι ορισμένοι παππούδες ανάλογα με τα χρόνια που μεγαλώνουν, γύρω από τα μάτια τους αποκτούν μια μικρή ομίχλη, μια θολούρα, κάτι σαν καταχνιά αναδυόμενη. Κι έτσι αρχίζουν να ξεθωριάζουν περνώντας ο καιρός βέβαιος για το ταξίδι και τη διαδρομή του. Είναι σαν να αρχίζουν πλέον τα μάτια να κοιτούν προς το εσωτερικό τους και όχι προς τα έξω και γύρω τους, σε αντίθεση με το βλέμμα των γιαγιάδων στο οποίο εμφανίζονται κάποιες σπίθες όμοιες με αυτές των νεαρών κοριτσιών που αρχίζουν τώρα τη ζωή με τη δίψα που τα διακατέχει. Αναλογίζομαι πώς θα ήσαν στα νιάτα τους αυτά τα μάτια; Μπορώ να τα φανταστώ ως ολόδροσα κορίτσια με τα πολύχρωμα φορέματά τους να κάνουν βόλτες στις γειτονιές τσαλακώνοντας τις καρδιές των αγοριών με τα γάργαρα χαμόγελά τους και την ανεμελιά της νιότης τους. Και μετά να ρίχνονται με ορμή στη ζωή για να φτιάξουν και να στεριώσουν τον δικό τους κόσμο μέσα από κακουχίες, πίκρες και ανέχειες μεγαλώνοντας τα δικά τους παιδιά, συνήθως πολλά παιδιά, κι ύστερα να αναλαμβάνουν για να φέρουν εις πέρας και το φορτίο των παιδιών των παιδιών τους, διότι ‘’των παιδιών μου τα παιδιά, δυο φορές παιδιά μου’’. Αναρωτιέμαι, πώς θα μπορούν να νοιώθουν άραγε εκείνα τα κορίτσια τα οποία άφησαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους πίσω καθότι ο χρόνος έτρεξε γρήγορα μπροστά; Θα μετρούν άραγε απώλειες ή θα συνεχίσουν να κάνουν όνειρα τάχα; Θα είναι μόνες ή θα έχουν παιδιά, εγγόνια, σύντροφο; Θα είναι τάχα ευτυχισμένες; Θα έχουν τάχα κάποιον να τις θυμάται τέλος πάντων και να μοιράζεται την πίκρα τους που κουβαλούν ή θα παραμένουν ολομόναχες στους κρύους χειμώνες της ζωής; Τα λέω αυτά γιατί θυμάμαι τη δική μου γιαγιά, την Ασπασία η οποία όσο περνούσε ο καιρός, όσο κι αν φόρτωναν τα χρόνια στη ράχη της εκείνη βάραινε κι άρχισε από κάποιο στιγμή και μετά να ζαρώνει, να σμικραίνει ως σώμα λες και ήταν λουλούδι που ήπιε όλο το νερό από το ποτήρι και τώρα διψά. Όσο κι αν βάραινε όμως, όσο κι αν ζάρωνε κι άρχισε να σμικραίνει ως σώμα και να θυμίζει λουλούδι διψασμένο που άρχισε να μαραίνεται, όσο κι αν οι δραστηριότητές της περιορίστηκαν, υπήρχε όμως ένα όριο κι αυτό ήταν οι πάσης δύσεως αγγελίες στην εφημερίδα, το απογευματινό κραγιόν στα χείλη της και η προσμονή μιας φίλης της που της τηλεφώνησε για να πάρουν το απογευματινό τους τσάι παρέα. Αυτό δηλαδή ήταν και το όριο που έθεσε η γιαγιά μου για να έχει νόημα η ζωή από κάποιο σημείο και μετά, όσο δηλαδή ο χρόνος ο αμείλικτος της το επέτρεπε.
Ναι, αυτά σκέφτομαι, αυτά περιτριγυρίζουν στο μυαλό μου με μια τρυφερότητα και ζεστασιά και μια αγάπη απέραντη γι΄ αυτές τις γιαγιάδες. Και… έτσι καθώς έχουν ακουμπισμένα τα χέρια τους πάνω στην ποδιά τους ή αποκάτω από αυτή ανταλλάσσοντας το φαγητό με τη γειτόνισσα εκεί στον μαντρότοιχο τον μισογκρεμισμένο, έτσι μου έρχεται να απλώσω εγώ το δικό μου χέρι και να χαϊδέψω τα δικά τους χέρια σκορπώντας τους κι ένα διάπλατο χαμόγελο κάτι σαν ένδειξη ευχαρίστησης και ευγνωμοσύνης απέναντί τους, επιδιώκοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο μη τυχόν και κατορθώσω έστω και για μια στιγμή να μπω στο δικό τους όριο…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr