Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Αναρίθμητα, φωτεινά αστέρια, του Γιώργου Χατζηδιάκου

Spread the love

Ο Γιώργος Χατζηδιάκος είναι Σύμβουλος Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης Εταιρειών

11227393_10207576627398879_6912498847121696328_n.jpg

Δεν έχει καιρό να κοιτάξει τα πράγματα όπως τα θέλει.
Κατά κάποιο τρόπο γλιστράνε μέσα στη λιθόστρωτη ψυχή του,  σαν  μετάξι,.
Αφηγείται την παραίσθηση, συνοδεία ενός αθόρυβου καθρέπτη εξομολογητή.
Η σιωπή σπάνια σπάει
Η λύπη τραγουδιέται
Και η χαρά κρύβεται, φοβούμενη τη βασκανία.

Τα σύννεφα βλέπει που ξεμακραίνουν πίσω από τα υψωμένα βουνά.
Οι λυγερές σκιές παίζοντας αλλάζουν μορφές .
Κοιτάζει γύρω του, τετριμμένα  καθημερινά πράγματα  έρχονται στην επιφάνεια.
Τι θα φορέσω; τα πλυμένα ρούχα να τα  σιδερώσω;,  να φάω;
Σηκώνει το άδειο ποτήρι και πίνει στη υγειά της.

Μια  λαβυρινθώδης  κραυγή σκιάζει τους ανάλαφρους στοχασμούς.
Ένας εργάτης  χειρονομώντας  κάτι λέει.
Δεν προλαβαίνει,  και ένας βήχας  απόκοσμος τον κυριεύει.
Η σκόνη να τον πείραξε ή το τσιγάρο;
Η λάμψη της έξαρσης καίει την γνώριμη αταραξία των ησυχασμένων.

Πίσω στα  δικά του.
Σίγουρα τη στιγμή θα την ήθελε  χρόνο
Να αναγείρει  την  αφή σε ένα μοναδικό  φωτεινό σημείο.
Τότε θα μπορούσε να γράψει για το άπειρο.
Για τα  λανθασμένα θνητά βάσανα
Να συνεχίσει  την ιστορία του μακρινού άγνωστου πλανήτη.
Να συνεχίσει  να γράφει
Να μιλά για τον ουρανό, μπορεί για τη μνήμη, ίσως την οργή, και για τι όχι και για την αγάπη.

Κάποτε σε μια γωνιά παραμόνευε η θλίψη, σαν απόκληρη, αλληγορική μελαγχολική  ευαισθησία.
Παραδίπλα η ζωή η δική του ζωή αμάρταινε στη  λάθος  πορεία.
Η ξέρα μια οργιά δίπλα του.
Τόσο απλά
Του ήταν δύσκολο να καταλάβει…
Πώς γίνεται  το τζιτζίκι  με τη σύντομη ζωή, πάνω στο δέντρο ευτυχισμένο να τραγουδά;

Ψηλά τον  ελεύθερο αετό γυρεύει.
Έχει καιρό να φανεί  στον δικό του ουρανό να πετάξει ανάμεσα στον αγέρα και τον αγέρα.
Ίσως  μόνος να γυρεύει στους γκρίζους προσανατολισμούς  τα βήματα της  χαμένης ανθρώπινης αύρας, μπορεί και τη μια μοναδική  λέξη που θα τον μαγεύσει.

Ο θόρυβος δεν του επιτρέπει να ακούσει το τραγούδι της θάλασσας.
Γεύεται λίγο καρπούζι, και μια κουταλιά γιαούρτι, χωρίς μέλι.
Ίσαμε να έρθει η νύχτα, προλαβαίνει να ταξιδέψει
Να κουρνιάσει σαν μικρή φλόγα στη ποδιά της .
Ίσως πάλι, να μην πρέπει,  μιας και ο ψίθυρος θα προδώσει τη παρουσία του
Από την άλλη η νύχτα των ονείρων  πρέπει να μείνει  στείρα;
Σαν μια λάμπα πετρελαίου, χωρίς φιτίλι;
Τη φαντάζεται ακουμπισμένη στο περβάζι, να αφουγκράζεσαι τους ήχους της ψυχής,  πιθανόν και να τον περιμένει.
Ιστορία ξένη, βαπτισμένη με άγνωστο  όνομα.

Πού πάμε;
Ίσως οι ψυχές  μας, να είναι κάτι σαν τα  αναρίθμητα φωτεινά  αστέρια,  τα οποία  διαγκωνίζονται  μεταξύ τους ,  ποιο από όλα  θα  κερδίσει την επιστροφή, στην όμορφη αλλά γεμάτη βάσανα θνητής ζωής.
Ασφαλίζει τη  πόρτα, καρφώνοντας το χρόνο.
Μακριά κοιτά απομακρύνοντας τη σκέψη
Κάπου στο βάθος , δίχως αμφιβολία, βλαστίζει μια αγάπη
Απολαμβάνει το κενό,  στα όρια της φαντασίας, χωρίς  την ηχώ.
Μήπως τελικά ψάχνει,  για μια  ασύλληπτη, χρυσή βέρα;

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

SHARE
RELATED POSTS
Με κατεβασμένα ρολά και κλειστά μάτια, του Δημήτρη Κατσούλα
Να είχες τα μάτια μου, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Σιγά μικρό μου, σιγά…του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.