Τον συνάντησα Δεκέμβρη του 1975 σε ένα ισόγειο της οδού Διώνης, στην Αθήνα. Αν και είχε στην κατοχή του ολόκληρη πολυκατοικία στην οποία και εγώ ήμουν ένοικος σε ένα δυάρι του πρώτου ορόφου, εκείνος ιατρός γυναικολόγος με το πιάνο του και το βιολί του προτιμούσε να μένει σε ένα σκοτεινό ισόγειο – του οποίου τα παράθυρα είχε πάντα σφαλιστά – έχοντας ταυτόχρονα εκεί και το ιατρείο του με το πιάνο και το βιολί του αλλά και στο βάθος ένα χώρο ίσια-ίσια με το κρεβάτι του να χωρά ως ησυχαστήριο του και ανάπαυση. Μία φορά το μήνα που κατέβαινα για να του πληρώσω το νοίκι (αφού πρώτα είχε προηγηθεί τηλέφωνο συνεννόησης) τον πετύχαινα να ακουμπά τις τελευταίες νότες στο πιάνο οι οποίες πάντα είχαν χρώμα μουντό και λυπημένο. Όπως μου είχε εξομολογηθεί έπαιζε πιάνο ή βιολί αραιά και που σε συναθροίσεις επωνύμων προς το κέντρο της Αθήνας, περιοχή Κολωνακίου αλλά και σε μπαρ υψηλής κοινωνίας πάντα πέριξ του κέντρου Αθηνών και περιοχών Πλάκας-Μακρυγιάννη-Θησείου. Χειμώνα καιρό, θέρμανση δεν είχε. Φορούσε πάντα ένα γκρι κοστούμι για το οποίο υπερηφανευόταν ότι το είχε από φοιτητής ξεχνώντας στις δημιουργίες του επάνω που συνέθετε να αναγράφει το όνομά του. Σε πολλούς άρεσε οι οποίοι υπερηφανεύοντο ότι ανεκάλυψαν κάποιο συλλεκτικό κομμάτι στις νυχτερινές τους εξόδους. Υπήρξαν όμως κι άλλοι οι οποίοι τον αποκαλούσαν αλήτη, ρέμπελο ασκέρι (προφανώς διότι δεν παντρεύτηκε ποτέ), ακαμάτη και τεμπέλη. Εκείνος ποτέ δεν έδειξε να ενοχλείται από αυτούς τους χαρακτηρισμούς και ξημερώματα καθώς τελείωνε τις εμφανίσεις του αποσυρόταν στην σιωπή και στην αξιοπρέπειά του. Κουβαλούσε τόνους σιωπής, πραγματικού δυναμίτη.
Πέρασαν τα χρόνια, πέρασαν οι δεκαετίες όπου κάποια ημέρα τον συνάντησα στην οδό Ναυαρίνου να αναζητά κάποιο πιάνο της YAMAHA στην αντιπροσωπεία. – Κύριε Ιορδάνη, εσείς; Τι κάνετε; Πώς είστε; Με αναγνώρισε, με χτύπησε στον ώμο σε μια ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαρίστησης, και δυο μικρές βρύσες άρχισαν να κατεβαίνουν από τα μάτια του. Είχε εγκαταλείψει χρόνια τώρα την πολυκατοικία του στην οδό Διώνης και έμενε μόνιμα στο Κολωνάκι υπό της επίβλεψη κάποιας κυρίας από την Μολδαβία. Έφυγε τελικώς από τη ζωή με χαρτί απορίας στο Αιγινήτειο, έμαθα. Στην κηδεία του πήγαν μόνο κάποιοι φίλοι από τα παλιά και κανένας από αυτούς που υπερηφανεύοντο γι αυτόν και τον περιέφεραν ως συλλεκτικό κομμάτι στις νυχτερινές τους εξορμήσεις. Όντως, καθότι καθημερινή που έγινε η κηδεία του ήσαν και τα μέτρα λόγω πανδημίας αλλά περιορισμένος και ο αριθμός των παρευρισκομένων.
Την προηγούμενη εβδομάδα τον άκουσα τυχαία στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ο μουσικός παραγωγός ανέφερε ότι αυτό που ακούμε είναι έργο αγνώστου μουσικοσυνθέτη. Ξάφνου τα μάτια μου άστραψαν, τα αυτιά μου τεντώθηκαν. Όντως αυτόν τον άγνωστο μουσικοσυνθέτη νομίζω πως τον γνώριζα, ότι μέναμε κάποτε μαζί στην ίδια πολυκατοικία, του πλήρωνα το ενοίκιο στην πρώτη κάθε μηνός σ’ εκείνο το ισόγειο της οδού Διώνης. Σε αυτά τα σκοτεινά ισόγεια που μένουν άνθρωποι τους οποίους ενώ τους ξέρουμε καλά δεν γνωρίζουμε ποτέ ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι δικοί μας άγιοι, οι δικοί μας καθημερινοί σοφοί που βάζουν το βιολί τους υπό μάλης μόλις πέσει η νύχτα και πάνε να ευχαριστήσουν ψυχές, να κλείσουν πληγές καθημερινής τρέλας και αναστάτωσης.
Έτσι πάντα συμβαίνει. Έτσι πάντα γίνεται διότι οι ήρωες-δημιουργοί παραμένουν πάντα άγνωστοι.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr