Ψυχήν φέρει νυν ουκ άρωμα Mαρία,
Aρωμάτων σοι Σώτερ ευωδεστέραν.
Η Αγία Μαρία ήταν σύζυγος του Κλωπά και μια από τις γυναίκες, που ακολούθησαν τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και υπηρετούσαν στο έργο Του. Όταν γινόταν η φρικτή θυσία του Γολγοθά και οι μαθητές κρύβονταν και διασκορπίζονταν, αυτή συμπαρακολουθούσε στον τόπο της καταδίκης και συμπαραστεκόταν στην σταυρική αγωνία και την ταφή έπειτα του Ιησού. Αλλά ήταν και μια από τις μυροφόρες, που ευτύχησε ν’ ακούσει το πρωί της Κυριακής, το χαρμόσυνο άγγελμα της Ανάστασης.
Γιοι της Μαρίας αυτής, ήταν ο Ιωσής και ο Ιάκωβος. Ο τελευταίος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των 12 αποστόλων, ονομαζόταν μάλιστα Μικρός για να διακρίνεται από τον άλλο Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννη του Θεολόγου.
Η Αγία Μαρία, ήταν επίσης παρούσα και κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο. Όταν σχηματίστηκε η πρώτη Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ, η Μαρία εξακολούθησε να προσφέρει σ’ αυτή τις υπηρεσίες της, για την επέκταση της αληθινής πίστης και για κάθε καλό και φιλάνθρωπο έργο.
Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών, έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου – 19 Μαΐου
Χριστῷ φέρουσιν αἱ Μαθήτριαι μύρα,
ἐγὼ δὲ ταύταις ὕμνον, ὡς μύρον, φέρω.
Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν το Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου. Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι’ έλαβαν από το Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από το σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι’ έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου. Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε τη Θεομήτορα. Δεν παρευρισκόταν μόνο αυτές, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες όπως αναφέρει και ο Λουκάς.