
Ο Γιώργος Αρκουλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.Γεννήθηκε στον Πειραιά. Δημοσιογραφεί από το 1968. Για το σύνολο της συγγραφικής του δουλειάς, τιμήθηκε από το «Ιδρυμα Μπότση».

Σεβαστή η ενορία μας, όπως και ο γειτονικός μας ναός, όμως, χθες αποφασίσαμε οικογενειακώς να επωμιστούμε την ετικέτα του «λιποτάκτη», επιλέγοντας για την αναστάσιμη λειτουργία, τον Αγιο Αθανάσιο του Θησείου. Ο καιρός ήταν καλός, επιβεβαίωνε το θρησκευτικό «γλυκύ έαρ», οπότε μέχρι να ξεκινήσουν οι ψαλτάδες στις έντεκα, ένα σιγανοπερπάτημα στον ωραιότερο πεζόδρομο της πρωτεύουσας φάνηκε ιδανικό – και ήταν. Πήραμε, λοιπόν, την Αποστόλου Παύλου που ξεκινάει από το ιερό του Αγίου, ανηφορίζει ήρεμα προς τον βράχο της Ακρόπολης και σιωπηλά (σε αντίθεση με την βουή από το πηγαινέλα του θερινού πλήθους, κυρίως των τουριστών) με προορισμό την διασταύρωση με την Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Αριστερά μας, ο φωτισμένος Παρθενώνας (που τόσο στεναχώρησε πρόσφατα τον Γιώργο Λάνθιμο…) μας έκλεινε το μάτι. Δεξιά στον λόφο πίσω από σινέ «Θησείον», δύο υπέροχοι τρούλοι, έλαμπαν φωτισμένοι στην ασέληνη νύχτα: του εθνικού Αστεροσκοπίου και της βυζαντινής εκκλησιάς της Αγίας Μαρίνας. Λίγο πριν από την διασταύρωση, εκεί όπου αριστερά βρίσκεις τον ναϊσκο της Αγίας Σοφίας του «Μερόπειου ιδρύματος», και δεξιά, ελάχιστα μέτρα από τον ιστορικό Αγιο Δημήτρη τον Λουμπαδιάρη, σταματήσαμε γιατί μια παιδούλα με σκέρτσο και αθώο νάζι στεκόταν πάνω από ένα μικρό τραπεζάκι εκστρατείας, που είχε στο μικρό του κατάστρωμα μερικές απλές λευκές λαμπαδίτσες, ταξινομημένες με πλαστικό προστατευτικό περιλαίμιο για να μην τρέχουν στα δάχτυλα του πιστού τα δάκρυα του κεριού.
Η μικρούλα -το πολύ να ήταν έξι χρόνων- με πλησίασε -υπό το βλέμμα της μητέρας της που στεκόταν στα τρία βήματα πίσω και παρακολουθούσε προσεκτικά, χωρίς να μιλάει, την συμπεριφορά τόσο της «πωλήτριας» όσο και του υποψήφιου πελάτη.
Το ωραίο γλυκό χαμόγελο της παιδίσκης ξαναφάνηκε στο πρόσωπό τη μικρής, που τώρα πρόσφερε το κερί με στόχο να το πουλήσει…
-Πόσο πουλάς μικρούλα μου;
Η πρώτη έκπληξη με έκανε να νιώσω αμήχανα, ακούγοντας την «εμπόρισσα» να ρωτάει:
-Πόσα θα πάρετε;
Σκέφτηκα ότι είχε μπροστά μου ένα ταλέντο που αργότερα θα διέπρεπε στο εμπόριο. Φυσικά η αμηχανία μου διήρκεσε λίγα δευτερόλεπτα, οπότε με θάρρος και δήθεν σοβαρά απάντησα:
-Μόνο ένα θα πάρω.
-Τότε κοστίζει δύο ευρώ και πενήντα λεπτά.
Σκέφτηκα να επανέλθω και να ρωτήσω αν θα μου δώσει απόδειξη αλλά δεν το έκανα γιατί η μητέρα από την θέση της επικούρησε το έργο της πωλήτριας δίνοντας οδηγία.
-Δώσε στον κύριο ένα κερί με γαλάζιο χωνάκι και πες ‘καλή Ανάσταση’…
‘Ετσι ακριβώς έγινε. Η μικρούλα, πάντα με το υπέροχο χαμόγελο στο προσωπάκι πήρε τα κέρματα και για λίγο βυθίστηκε στην χαρά του κέρδους.
‘Οσο για την ματαιότητά μου, χωρίς να το θέλω, μου ήρθαν στην σκέψη εικόνες από λογοτεχνικές σελίδες που με σημάδεψαν από την εφηβική μου ηλικία και ακόμη αντέχουν μέσα μου. Λόγου χάρη, το «κοριτσάκι με τα σπίρτα», ή την Τιτίκα στην τρώγλη των Θερναδιέρων, που εργάζεται σκληρά με το σάρωθρο στα αδύναμα χέρια, έχοντας το ένα μάτι στο σκούπισμα και το άλλο στην «Επονίνη» που παίζει με την κούκλα της.
Κάπως υπερβολικό θα το βρείτε, όμως νύχτα γιορτινή στον δρόμο όταν έχεις μπροστά σου ένα παιδάκι να παλεύει για το μικρό -προφανώς οικογενειακό- κέρδος, σου είναι κάπως ζόρικο να νοιώθεις καλά.
΄Η μήπως κάνω λάθος;



Το σκίτσο είναι του Βαγγέλη Παυλίδη

Στηρίξτε-Ενισχύστε την iΠόρτα με τη δική σας χορηγία…