Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ένας Άγγλος φίλος…, της Μαρλένας Σκουλά-Περιφεράκη

Spread the love

Μοιάζουν με ωκεανό οι μνήμες που πλημμυρίζουν τη σκέψη μου όποτε αναφέρομαι στο αγαπημένο μου νησί, την Κρήτη.

Έτσι θυμήθηκα ένα καλοκαίρι που φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας στ’ Ανώγεια, τον φίλο μας Ρίτσαρντ Ουίτ. Άγγλος Πανεπιστημιακός καθηγητής, ελληνιστής, που από καιρό είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να επισκεφτεί την Κρήτη.

Ήταν ένας άνδρας ψηλός, ευγενικός και πρόσχαρος, με μάτια γεμάτα καλοσύνη.

Από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο σπίτι μας στ’ Ανώγεια, ενθουσιάστηκε από την υποδοχή που του επιφυλάξαμε, η οικογένειά μου κι εγώ.

Από την επόμενη μέρα άρχισα την ξενάγησή του από την πλατεία στο Περαχώρι. Εκεί, οι συγχωριανοί μου, στη σκιά του μεγάλου παλατάνου, πίνανε τον καφέ τους κι άλλοι τις τσικουδιές τους.

Καθίσαμε κι εμείς εκεί και παραγγείλαμε τσικουδιά, παξιμάδια και τυρί γραβιέρα.

Όλα άρεσαν στον Ρίτσαρντ. Το περιβάλλον, η τσικουδιά, οι μεζέδες, οι ομιλίες των θαμώνων.

Μετά ανεβήκαμε στο πάνω χωριό όπου συναντήσαμε το άγαλμα του Πυρπολητή του Αρκαδίου και του διηγήθηκα την ιστορία του. Με άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον και κρατούσε σημειώσεις.

― Ο πατέρας μου έχει γράψει την ιστορία των Ανωγείων και της οικογένειάς του, των Σκουλάδων, του είπα.

― Αυτό δείχνει πως αγαπάει την πατρίδα του, μου είπε και συνέχισε:

― Ο δικός μου πατέρας αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και τους Έλληνες. Είχε διαβάσει την ιστορία της χώρας σας και όσα έγραψαν οι αρχαίοι συγγραφείς και φιλόσοφοί σας. Ήταν και εκείνος καθηγητής Πανεπιστημίου. Το ενδιαφέρον μας για την Ελλάδα ήταν και είναι πολύ μεγάλο. Τη θεωρούμε κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού και έναν από τους πιο φιλόξενους τόπους στον κόσμο.

― Πού βρίσκεται τώρα ο πατέρας σου; τον ρώτησα.

― Πέθανε δυστυχώς, είπε με θλίψη. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί στην Ελλάδα και με είχε βάλει να του το υποσχεθώ. Κι εγώ πραγματοποίησα αυτή την επιθυμία του.

Ομολογώ πως συγκινήθηκα με την επιθυμία του πατέρα αλλά και με την πράξη του φίλου μου.

Την επόμενη μέρα, μαζί με τον Ρίτσαρντ και τρία ξαδέλφια μου, ανεβήκαμε με αυτοκίνητο στη Νίδα. Είχα αρχίσει να μιλάω για το Ιδαίο Άντρο όταν εκείνος με διέκοψε.

― Θα σας διηγηθώ εγώ αυτή την ιστορία, είπε. Ο θεός Δίας, βρέθηκε εδώ μωρό και η κατσίκα Αμάλθεια τον έτρεφε με το γάλα της. Κάθε φορά που έκλαιγε ή φώναζε ο Δίας, σαν μωρό που ήταν, οι Κουρήτες που τον προστάτευαν χτυπούσαν δυνατά τις ασπίδες τους με τα σπαθιά τους για να σκεπάσουν το κλάμα και τις φωνές του παιδιού, να μην τις ακούσει ο πατέρας του ο Κρόνος, που τον καταδίωκε να τον εξοντώσει από φόβο μήπως του πάρει την εξουσία.

Η συντροφιά μου και οι βοσκοί που ήταν εκεί, έμειναν άναυδοι με τα όσα έλεγε ο άγγλος φίλος μου.

― Εγώ, είπε ένας βοσκός, νόμιζα πως μόνο εμείς κατέχομε την ιστορία του αρχαίου θεού μας.

Ύστερα επισκεφτήκαμε το Ιδαίο Άντρο όπου ο Ρίτσαρντ τράβηξε φωτογραφίες.

Λίγο πιο πάνω, στο βουνό, πήγαμε σ’ ένα μιτάτο, σπίτι βοσκού. Μπήκαμε μέσα να δούμε το εσωτερικό του και κατόπιν θαυμάσαμε την πανοραμική θέα του νησιού από ψηλά.

Την ίδια ώρα, ένα βοσκός έσφαξε ένα αρνί, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψήνει για να μας φιλέψει. Ένας άλλος κουβαλούσε μεγάλες πέτρες και τις τοποθετούσε γύρω από τη φωτιά, για να τις χρησιμοποιήσουμε για καθίσματα. Εκεί καθίσαμε και μόλις ψήθηκε το αρνί, αρχίσαμε να τρώμε με τα χέρια τα κομμάτια που μας έκοβαν με τα μαχαίρια τους οι βοσκοί. Ήταν νοστιμότατο και το συνοδεύσαμε με παξιμάδια και τυρί.

― Εδώ, είπα στον φίλο μου, φυτρώνει ο «έρωντας», ένα φυτό που όταν το βρίσκουν στα βράχια τα κατσίκια το τρώνε και γελάνε. Όπως έχει παρατηρηθεί, όταν τον βράσεις τον «έρωντα» και τον πιεις, κάνει καλό στον ανθρώπινο οργανισμό.

Μετά το φαγητό, τα ξαδέλφια μου τραγούδησαν μαντινάδες που, μέσα σ’ εκείνο το περιβάλλον, μας γέμισαν αισιοδοξία.

Την άλλη μέρα άρχιζε η προετοιμασία του γάμου ενός ξαδέλφου μου.

Ο Ρίτσαρντ δεν ήθελε να χάσει ούτε μια εικόνα από τα έθιμά μας. Ως και στα κουλούρια του γάμου, που ετοίμαζαν οι γυναίκες, ήθελε να πάει να δει και να μάθει πώς γίνονται τα ξόμπλια και φωτογράφιζε τα έτοιμα κουλούρια.

― Σε παρακαλώ, μου είπε κάποια στιγμή, φτιάξε με τα χέρια σου ένα λουλούδι να το δω.

Έφτιαξα ένα λουλούδι.

― Τώρα, δώσε μου λίγη ζύμη να προσπαθήσω να ετοιμάσω ένα.

Θυμάμαι πως χαιρόταν σαν μικρό παιδί όταν το έφτιαξε.

Ανήμερα του γάμου, ο αδελφός του γαμπρού τού φόρεσε ένα άσπρο μαντίλι με κρόσια στο κεφάλι κι εκείνος πλησίασε έναν καθρέφτη για να δει πώς είναι και καμάρωνε.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε από το κάθισμά του, στο σπίτι του γαμπρού.

― Πού πας; τον ρώτησε ένας νέος.

― Πάω να πιω νερό.

― Θα αστειεύεσαι! Εμείς θα σου φέρουμε ό,τι θέλεις. Είσαι ο επίσημος φιλοξενούμενός μας.

Το ίδιο απόγευμα πήγαμε στην εκκλησία που θα γινόταν ο γάμος για να δει ο Ρίτσαρντ τα έθιμα του τόπου μας, τις χρυσές λίρες που κρεμούσαν στον λαιμό της νύφης οι συγγενείς και το καλάθι που μέσα ρίχνανε χρήματα οι φίλοι.

Σε λίγο ένιωσα αδιαθεσία από την πολλή ζέστη.

― Ρίτσαρντ, πάμε να φύγουμε, του είπα.

Με ακολούθησε έξω από την εκκλησία.

― Τώρα θα πάμε στην πλατεία. Εκεί που θα γίνει το γλέντι του γάμου, του είπα.

― Πάμε, συμφώνησε.

Εκεί, οι συγγενείς του γαμπρού ανοίγανε πάγκους όπου θα κάθονταν οι καλεσμένοι. Ο Ρίτσαρντ κοίταζε.

― Έλα παιδί μου να βοηθήσεις κι εσύ, του είπε μια θεία του γαμπρού.

― Τι να κάνω;

― Ό,τι κάνουν και οι άλλοι.

Ο Ρίτσαρντ ένιωσε μεγάλη χαρά γιατί τον θεώρησαν δικό τους άνθρωπο. Αμέσως έτρεξε να βοηθήσει μέχρι που τελείωσαν την τακτοποίηση των πάγκων. Λίγη ώρα αργότερα ήλθαν οι καλεσμένοι, οι λυράρηδες και το ζευγάρι.

Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί και ο Ρίτσαρντ ανησύχησε.

― Μη φοβάσαι, μέσα στα έθιμα είναι και οι μπαλωθιές χαράς, τον ενημέρωσα.

Την άλλη μέρα επισκεφτήκαμε το Μουσείο του Γρυλιού (Αλκιβιάδη Σκουλά).

Ο Ρίτσαρντ θαύμασε τις καλλιτεχνικές δημιουργίες τού αυτοδίδακτου καλλιτέχνη και αγόρασε δυο πίνακες ζωγραφικής.

Την ίδια μέρα, πήγαμε στο λιβάδι, όπου ήταν τα τουριστικά μαγαζιά με υφαντά,  μαντίλια, ρούχα κεντημένα και άλλα είδη χειροτεχνίας.

Μπήκαμε σ’ ένα μαγαζί όπου μια νέα γυναίκα και μια ηλικιωμένη, με μαύρα και τσεμπέρι στο κεφάλι, μας υποδέχτηκαν. Η ηλικιωμένη ρώτησε τον Ρίτσαρντ:

― Από πού είσαι, παιδί μου;

― Από την Αγγλία.

― Είσαι απ’ αυτούς που ήλθαν στον πόλεμο για να μας βοηθήσουν να σωθούμε από τους Γερμανούς;

― Όχι, κυρία, εγώ γεννήθηκα μετά τον πόλεμο. Διάβασα όμως την ιστορία του νησιού σας.

Ο Ρίτσαρντ αγόρασε υφαντά και κεντήματα για ενθύμια.

Μερικά βράδια που καθόμασταν όλοι μαζί στην αυλή του σπιτιού μας, ο φιλοξενούμενός μας θαύμαζε τον αστροντυμένο ουρανό κι έψαχνε να βρει τη Μικρή Άρκτο και τον Πολικό Αστέρα, καθώς γνώριζε την ιστορία τους.

Μας μιλούσε για το συννεφιασμένο Λονδίνο και την εργασία του.

― Το όνειρό μου είναι να έλθω να ζήσω για πάντα στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι είναι η ωραιότερη χώρα του κόσμου.  Θέλω να βρίσκομαι κάτω από τον ήλιο της, που λαμποκοπάει και σκορπάει ψυχική ανάταση, είπε.

― Σου το ευχόμαστε όλοι, του είπαμε.

― Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου με έπαιρνε στα γόνατά του και μου μιλούσε για την Ελλάδα και, σε μορφή παραμυθιού, μου διηγόταν τη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη και άλλων Ελλήνων σοφών που λάμπρυναν με το πνεύμα τους την οικουμένη.  Έτσι, όταν πήγα στο σχολείο, είχα αποκτήσει γνώσεις για τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους.

Φεύγοντας από τ’ Ανώγεια, ο Ρίτσαρντ είχε κλείσει στην καρδιά του το χωριό και τους φίλους που απέκτησε εκεί.

Ο πατέρας μου, αποχαιρετώντας τον, του ευχήθηκε να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την προβολή και την καλύτερη γνωριμία της ελληνικής ζωής στο εξωτερικό.

Οκτώβριος 2017

Πρώτη δημοσίευση:

ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ, ΤΡΙΜΗΝΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΝΩΓΕΙΑΝΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ “ΤΟ ΙΔΑΙΟΝ ΑΝΤΡΟΝ”

Η κα Μαρλένα Σκουλά-Περιφεράκη είναι Λογοτέχνης. Γράφει για την Πόρτα, ενώ έχει παραχωρήσει και τα ποιήματά της στην Πόρτα.

08035e6c-724d-4f8a-a19d-6c9670338cef.jpg

 

SHARE
RELATED POSTS
Το μελλοντικό 1821, του Νότη Μαυρουδή
Δεν μου αρέσουν τα γιλέκα…, του Σπύρου Ντασιώτη
ΚΥΠΡΟΣ 1974 (15 / 7 / 1974 – 20 /7 / 1974), 47 χρόνια μετά… ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ! , του Δημήτρη Ι. Μπρούχου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.